Κριτήρια ESG & Εκθέσεις βιωσιμότητας: Το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο και τι σημαίνει για τις επιχειρήσεις
Η αναθεώρηση του πλαισίου μη χρηματοοικονομικής πληροφόρησης από τις επιχειρήσεις είχε τεθεί μεταξύ των πλέον βασικών προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας στην κατεύθυνση ενθάρρυνσης των εταιριών για πληρέστερη ενσωμάτωση της βιωσιμότητας στη στρατηγική και στην καθημερινή τους δραστηριότητα, δημοσίευσης ουσιαστικών πληροφοριών που αφορούν στην επίδρασή τους στο περιβάλλον και στην κοινωνία, καθώς και προσανατολισμού των επενδύσεων στη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης.
Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφώνησαν στους κανόνες του νέου πλαισίου ολοκληρώνοντας τις διαπραγματεύσεις τους για την πρόταση Οδηγίας για την υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας από τις εταιρίες (Corporate Sustainability Reporting Directive – CSRD). Η νέα Οδηγία θα εφαρμοστεί σε διαδοχικά χρονικά στάδια αναλόγως με το μέγεθος και τον τύπο (εισαγωγή σε οργανωμένη αγορά) των υπόχρεων εταιριών, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2024.
Τα 6 σημεία που αλλάζουν το τοπίο
Με την CSRD εμπλουτίζεται και συγχρόνως αυστηροποιείται το πλαίσιο υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας:
1. Διευρύνεται σημαντικά ο κύκλος των υπόχρεων στην υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας, καθώς περιλαμβάνει πλέον όλες τις μεγάλες και όλες τις εισηγμένες επιχειρήσεις (συμπεριλαμβανομένων δηλαδή και των μικρομεσαίων, εκτός των πολύ μικρών), αντί μόνο τις εισηγμένες μεγάλες άνω των 500 εργαζόμενων, όπως ίσχυε έως τώρα. Ο αριθμός των εταιριών που θα επηρεαστούν αναμένεται να αυξηθεί σε 49.000 από τις 11.600 περίπου εταιρίες που εμπίπτουν σήμερα στο πεδίο εφαρμογής της τροποποιούμενης Οδηγίας για τη δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών.
2. Το είδος και το περιεχόμενο των πληροφοριών σχετικά με τη βιωσιμότητα προσδιορίζεται για πρώτη φορά από υποχρεωτικώς εφαρμοζόμενα ευρωπαϊκά πρότυπα (standards). Η διαμόρφωση των προτύπων αυτών έχει ανατεθεί στην Συμβουλευτική Ομάδα για θέματα χρηματοοικονομικής αναφοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EFRAG), ενώ αρμόδια για την έγκρισή τους είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
3. Οι πληροφορίες που προβλέπεται να γνωστοποιούνται χαρακτηρίζονται από σημαντικό βαθμό λεπτομέρειας καλύπτοντας μεγάλο αριθμό περιοχών στις θεματικές του περιβάλλοντος, της κοινωνίας και της διακυβέρνησης (θεματικά πρότυπα), ενώ σε δεύτερο χρόνο θα εξειδικευθούν ανά κλάδο δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων (κλαδικά πρότυπα). Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις προβλέπονται μειωμένες απαιτήσεις πληροφόρησης.
4. Εισάγεται η αρχή του "double materiality". Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να γνωστοποιούν τις πληροφορίες που είναι σημαντικές για την κατανόηση τόσο του τρόπου με τον οποίο τα θέματα βιωσιμότητας επηρεάζουν την εξέλιξη, τις επιδόσεις και τη θέση της επιχείρησης (outside-in) όσο και του (δυνητικού και πραγματικού) αντικτύπου της επιχείρησης σε θέματα βιωσιμότητας (inside-out).
5. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην ανάγκη συνεκτίμησης στα κλαδικά πρότυπα του υψηλότερου αντικτύπου που μπορεί να ασκούν ορισμένοι τομείς δραστηριότητας σε θέματα βιωσιμότητας ("high-risk sectors"). Αν και δεν προσδιορίζονται οι τομείς αυτοί, παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο πιο συστηματικής κατηγοριοποίησης στο μέλλον επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ως "υψηλού αντικτύπου" για το περιβάλλον και την κοινωνία και άρα ως "λιγότερο βιώσιμων".
6. Τέλος, οι εκθέσεις βιωσιμότητας θα ελέγχονται και βεβαιώνονται υποχρεωτικά από τρίτους ανεξάρτητους ελεγκτές.
Λειτουργικότητα και ισορροπία το ζητούμενο για ποιοτική και αξιόπιστη πληροφόρηση
Οι νέοι κανόνες φιλοδοξούν να ικανοποιήσουν την ανάγκη αφ’ ενός των επενδυτών και άλλων ενδιαφερόμενων μερών για συγκρίσιμη και αξιόπιστη πληροφόρηση και αφ’ ετέρου των επιχειρήσεων για συστηματικότερη οργάνωση ώστε να παρέχουν την πληροφόρηση αυτή.
Η επιτυχία του εγχειρήματος έγκειται στο αν και κατά πόσο οι ανάγκες αυτές θα ικανοποιηθούν ισόρροπα, χωρίς, δηλαδή, το πλαίσιο πληροφόρησης σχετικά με τη βιωσιμότητα να αποτελέσει ένα γραφειοκρατικό, πολύπλοκο στο χειρισμό και την αξιολόγηση σύστημα που τελικά θα παράγει δυσανάλογη επιβάρυνση για τους υπόχρεους σε σχέση με την πραγματική αξία για τους αποδέκτες των πληροφοριών. Προτεραιότητα, λοιπόν, θα πρέπει να είναι η διαμόρφωση ενός λειτουργικού πλαισίου εφαρμογής των νέων υποχρεώσεων που θα επικεντρώνεται στη γνωστοποίηση των πράγματι ουσιωδέστερων για τα ενδιαφερόμενα μέρη στοιχείων, καθώς και αυτών που είναι συναφή με την εκάστοτε επιχειρηματική δραστηριότητα.
Για να επιτευχθεί αυτό, τα υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκά πρότυπα θα χρειαστεί κατ’ αρχήν να εστιάσουν στον απολύτως απαραίτητο όγκο πληροφορίας που εξασφαλίζει αποτελεσματική ενημέρωση. Παράλληλα, θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις γνωστοποίησης μπορούν να ικανοποιηθούν με παροχή διαθέσιμων και αξιόπιστων στοιχείων. Σε αρκετές περιπτώσεις, ιδίως όταν αναζητούνται στοιχεία σε μεγάλο εύρος της αλυσίδας αξίας, είναι πρακτικά αδύνατο να συλλεχθούν στοιχεία με τον απαιτούμενο βαθμό αξιοπιστίας.
Για τους σκοπούς αυτούς, είναι κρίσιμη η ενσωμάτωση δοκιμασμένων καλών πρακτικών, που εφαρμόζονται ήδη από τις επιχειρήσεις παγκοσμίως για τη σύνταξη των εκθέσεων βιώσιμης ανάπτυξης. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που υποβάλλουν τέτοιες εκθέσεις, ιδίως αυτές με διεθνή δραστηριότητα, καλούνται να ικανοποιήσουν απαιτήσεις από πολλαπλά συστήματα ESG πληροφόρησης, όπως χαρακτηριστικά είναι η περίπτωση στα θέματα της κλιματικής αλλαγής. Η πρωτοβουλία της ΕΕ για την δημιουργία ενός ενιαίου πλαισίου αναφοράς πληροφοριών ESG δεν θα πρέπει να "αθροίσει" αποκλίσεις και πολυπλοκότητα στα πολυάριθμα συστήματα αναφοράς και αξιολόγησης, αλλά αντίθετα να λειτουργήσει "επανορθωτικά", επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να συνεχίζουν να αξιοποιούν τα βέλτιστα στοιχεία αυτών και να αποφύγουν παράλληλα την περιττή πολλαπλή γνωστοποίηση στοιχείων με το ίδιο περιεχόμενο.
Όπως έχει διαφανεί μέχρι στιγμής από το αρκετά λεπτομερές περιεχόμενο των σχεδίων των θεματικών προτύπων αναφοράς της EFRAG, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ατυχών αλληλοεπικαλύψεων μεταξύ αυτών και των υπό ανάπτυξη κλαδικών προτύπων. Σκόπιμο θα ήταν οι πιο λεπτομερείς απαιτήσεις πληροφόρησης να περιοριστούν ως μέρος των κλαδικών προτύπων και να μην επαναλαμβάνονται στα θεματικά πρότυπα.
Τέλος, με δεδομένο ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, πολλώ δε μάλλον οι ελληνικές με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διάρθρωσης και του μεγέθους τους, εμφανίζουν διαφορετικούς βαθμούς ωριμότητας σχετικά με τη γνωστοποίηση πληροφοριών βιωσιμότητας, θα πρέπει να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος και καθοδήγηση για την εξοικείωση με την πραγματική αξία της ESG πληροφόρησης.
Στόχος δεν θα πρέπει να είναι η γραφειοκρατική προσήλωση σε εξαντλητικές ασκήσεις υπολογισμών και καταγραφής δεδομένων ούτε η ανάδειξη "πρωταθλητών" μεταξύ των λίγων που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν σε μια τέτοια απαίτηση.
Το ζητούμενο, αντίθετα, είναι η αξιοποίηση στην πράξη των κριτηρίων ESG από κάθε εταιρία, ανεξαρτήτως μεγέθους και κλάδου και ανάλογα με τις ανάγκες της, ως απαραίτητου εργαλείου του επιχειρείν για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και ανταγωνιστικότητάς του, ευκαιρία "αυτοελέγχου" της επιχειρηματικής λειτουργίας μέσω της ανάδειξης κινδύνων, κενών και σημείων προς βελτίωση και ως παράγοντα ενίσχυσης του κεφαλαίου εμπιστοσύνης με τον διαρκώς διευρυνόμενο κύκλο των επιχειρηματικών εταίρων.
Η καθιέρωση ενός δυσανάλογα λεπτομερούς πλαισίου πληροφόρησης όχι μόνο δεν θα μπορεί να βρει πρακτική εφαρμογή αλλά θα αποθαρρύνει τον μεγάλο αριθμό των επιχειρήσεων να επενδύσουν ουσιαστικά στην υιοθέτηση ESG κριτηρίων.
* H κα Κρυσταλί Μπούρχα, είναι Senior Advisor, Συμβούλιο ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη