Ενεργειακή φτώχεια και δημοκρατία - Οι δραστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στη χώρα μας.
Όλες οι ευρωπαικές κυβερνήσεις ακολουθούν τις κατευθύνσεις της Επιτροπής, για τη διαμόρφωση των εθνικών τους προγραμμάτων για την Ενέργεια και το Κλίμα, ενόψει των φιλόδοξων στόχων για το 2030. Όλα τα προγράμματα έχουν πανομοιότυπη συμβολή τόσο της συμμετοχής των ΑΠΕ / Αποθήκευσης στο ενεργειακό ισοζύγιο, όσο και της Εξοικονόμησης / Αποδοτικότητας, σε συνδυασμό πάντα με τα Ευφυή συστήματα, το υδρογόνο, την ηλεκτροκίνηση. Πολύ περισσότερο, μετά την απόφαση Συμβουλίου κι Επιτροπής, για αύξηση του στόχου για μείωση των εκπομπών αερίων, από 40% στο 55%.
Το ελληνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) περιλαμβάνει μια σειρά στόχων, ανάμεσα στους οποίους τη σταδιακή κατάργηση λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή έως το 2028, την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο 35% της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας, τη μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 42% σε σχέση με το 1990 και την αύξηση των πωλήσεων των ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων στο 30% των πωλήσεων το 2030. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε κριτική στις επιλογές του ΕΣΕΚ, παραμένει η επίσημη ελληνική θέση και πάνω σε αυτήν θα πρέπει να στηριχθούν οι επιμέρους δράσεις.
Για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων, απαιτούνται δραστικές μεταρρυθμίσεις. Η αύξηση του κόστους στα δικαιώματα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στα επίπεδα των €25-30/τόνο CO2 το 2019 από́ €5/τόνο το 2017 οδηγεί σε μηδενισμό την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη. Ωφελημένο είναι το φυσικό αέριο, τουλάχιστον έως το 2050, όταν σχεδιάζεται να τερματιστεί η ηλεκτροπαραγωγή με ορυκτά καύσιμα στην Ε.Ε.
Η κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (2018), αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τη χώρα, με το κόστος από τη μη υιοθέτηση δράσεων προσαρμογής να έχει εκτιμηθεί στα €700 δισ. έως το 2100.
Η συνολική ενεργειακή εξάρτηση της χώρας είναι 74%, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 54%. Αντίστοιχα, η χώρα είναι εξαρτημένη κατά 100% από υδρογονάνθρακες, οι οποίοι αποτελούν το 65% της τελικής εθνικής ενεργειακής κατανάλωσης. Η εθνική οικονομία δαπανά κάθε χρόνο για εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, ποσό της τάξης των €5,5 δισ. Το 60% της εθνικής κατανάλωσης πετρελαίου προέρχεται από τις μεταφορές και το 30% από οικιακή κατανάλωση για σκοπούς θέρμανσης (το τέταρτο υψηλότερο επίπεδο ανάμεσα στα μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Ενέργειας - ΙΕΑ).
Από τα 4,5-5 δισ. κυβικά. μέτρα (bcm) του ετήσια εισαγόμενου φυσικού αερίου, το 50% καταναλώνεται σε παραγωγή ηλεκτρισμού και θέρμανσης, το 30% στη βιομηχανία και το 13% σε οικιακές καταναλώσεις. Οι εκπομπές αέριων ρύπων ανά τομέα είναι 74% ενέργεια, 12% βιομηχανία, 10% γεωργία. Η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων, η αύξηση των ενεργειακών αναγκών και η επέκταση του δικτύου φυσικού αερίου σχεδόν σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, αναμένεται το 2030 να έχουν διπλασιάσει τις ανάγκες κατανάλωσης φυσικού αερίου, από τα σημερινά 5bcm, στα αυριανά 10bcm. Αναδεικνύεται κατά συνέπεια η άμεση ανάγκη προώθησης των ερευνών των εθνικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου, αντί η χώρα να είναι διπλά εξαρτημένη από τις εισαγωγές φυσικού αερίου από Ρωσία, Τουρκία, Αλγερία, Κατάρ, ΗΠΑ, κ.ά. Σημειώνεται επίσης ότι το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής της χώρας έχει πλέον διαμορφωθεί σε 40% φυσικό αέριο, 20% εισαγωγές, 25% ΑΠΕ, 7% λιγνίτης, 6% υδροηλεκτρικά. Η κατανομή αυτή αναδεικνύει ότι κατά 60% η ηλεκτροπαραγωγή της χώρας, εξαρτάται από εισαγωγές.
Οι γνωστοί εθνικοί ενεργειακοί στόχοι του ΕΣΕΚ για 35% συμμετοχή των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας και πάνω από 60% στην ηλεκτροπαραγωγή, εξοικονόμηση, έξυπνα δίκτυα, ηλεκτρικές διασυνδέσεις νησιών, αποθήκευση, υδρογόνο, πλωτές μονάδες, ηλεκτροκίνηση, απολιγνιτοποίηση με δράσεις άνω των 5 δισ. κ.ά., έχουν δρομολογηθεί κατά προτεραιότητα, ενώ σύντομα ολοκληρώνονται η ηλεκτρική διασύνδεση των Κυκλάδων, καθώς και η Μικρή και Μεγάλη ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης με Πελοπόννησο και Αττική, έργα που θα συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση του κόστους Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), ετήσιου ύψους €700-800 εκατ., κατά έως και €400 εκατ.
Οι επενδύσεις στους τομείς αυτούς αποτελούν τη βάση στήριξης του νέου παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Παράλληλα, απαιτείται να επισπευστούν δομικές αλλαγές, όπως η εφαρμογή του ενιαίου ευρωπαϊκού μοντέλου στόχος (target model), η σύζευξη της ελληνικής με την ιταλική και βουλγαρική αγορά ενέργειας στο πλαίσιο της ενεργειακής ένωσης, η λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, κ.ά.
Σημαντική όμως καθυστέρηση έχει σημειωθεί, λόγω αδυναμίας του διαχειριστή του συστήματος διανομής να υλοποιήσει επενδύσεις για τις οποίες από το 2014 ήταν διαθέσιμοι οι αναγκαίοι πόροι, στην ανάπτυξη των «έξυπνων» δικτύων διανομής ηλεκτρισμού και στην εγκατάσταση «έξυπνων» μετρητών, οι οποίοι θα δώσουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να επωφεληθούν από την αποκεντρωμένη παραγωγή πράσινης ενέργειας, τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας (μειώσεις καταναλώσεων έως 20-25%) και από μηχανισμούς ανταπόκρισης στη ζήτηση (demand response), παρέχοντας συγχρόνως ευελιξία στο σύστημα ηλεκτρισμού. Οι επενδύσεις αυτές είναι μείζονος σημασίας, καθώς συνιστούν το βασικό υπόβαθρο για την ομαλή́ διείσδυση των ΑΠΕ, την ανάπτυξη κι ενεργειακή αξιοποίηση της ηλεκτροκίνησης (vehicle to grid - grid to vehicle), την αποθήκευση, τη διαχείριση της ζήτησης και την παροχή νεών υπηρεσιών σε συνέργειες με εφαρμογές Artificial Intelligence, Internet of Things, Blockchain, κ.ά.
Συνολικά, την τρέχουσα δεκαετία, στον τομέα της ενέργειας αναμένεται να επενδυθούν €45-50 δισ., σε όλους τους τομείς (ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ και συμβατικές μονάδες, αποθήκευση ηλεκτρισμού σε μπαταρίες και αντλησιοταμίευση, εσωτερικά δίκτυα φυσικού αερίου, δίκτυα μεταφοράς, διανομής και ηλεκτρικής διασύνδεσης νήσων, προγράμματα απολιγνιτοποίησης και αναπτυξιακού επαναπροσανατολισμού, εξοικονόμηση ενέργειας και έξυπνα κτήρια, παραγωγή υδρογονανθράκων, αγωγοί και αποθήκες φυσικού αερίου, πλωτές μονάδες LNG, ηλεκτροκίνηση, ηλιακά θερμικά συστήματα, κ.ά.). Μεγάλο μέρος των επενδύσεων θα κατευθυνθεί στην ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων (€10-11 δισ.) και πάνω από €8 δισ. σε ΑΠΕ.
Σημαντικό στοιχείο μιας σύγχρονης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής, ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης, με αναποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής προστασίας και αυξημένα ποσοστά ανεργίας, αποτελούν τα μέτρα αντιμετώπισης και καταπολέμησης της ενεργειακής φτώχειας, που ορίζεται ως η κατάσταση που ένα άτομο ή νοικοκυριό δεν διαθέτει τα μέσα για στοιχειώδεις ενεργειακές υπηρεσίες, λόγω χαμηλών εισοδημάτων, υψηλών τιμών ενεργειακών υπηρεσιών, καθώς και χαμηλής ενεργειακής απόδοσης της κατοικίας του. Όπως αναφέρθηκε ήδη, η ενεργειακή φτώχεια πλήττει πάνω από 54.000.000 Ευρωπαίους πολίτες (11% του πληθυσμού της Ε.Ε.) και 700.000 ελληνικές οικογένειες. Στη διάρκεια των ετών της κρίσης, με αφετηρία το 2010, πάρθηκαν μια σειρά από πρωτοποριακά (ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο) μέτρα:
- Εφαρμογή του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου (Κ.Ο.Τ.), με εκπτώσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα έως και 70% στα 700.000 οικονομικά αδύναμα νοικοκυριά. Αντίστοιχη διαδικασία εκπτώσεων για το φυσικό αέριο είχε δρομολογηθεί σε συνεργασία με τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας.
- Θεσμοθέτηση το 2010, για πρώτη φορά στην Ε.Ε., του προγράμματος «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον», με ενεργειακή θωράκιση της πρώτης κατοικίας σε 40.000 οικονομικά ασθενείς οικογένειες και με ετήσια εξοικονόμηση €300-400 ανά νοικοκυριό από λιγότερη κατανάλωση ενέργειας.
- Θεσμοθέτηση του Τιμολογίου Υπηρεσιών Αλληλεγγύης (Τ.Υ.Α.), με παροχή έκπτωσης 70% στο ηλεκτρικό ρεύμα των 3.000 δημοτικών, εκκλησιαστικών, κοινωνικών συσσιτίων, των γηροκομείων και ορφανοτροφείων, του Χαμόγελου του Παιδιού, κ.ά.
- Για 10.000 νοικοκυριά στα ακραία όρια φτώχειας, δωρεάν παροχή ηλεκτρικού ρεύματος μέσω ειδικών επιτροπών ΟΤΑ-ΔΕΗ.
- Απόδοση στους 300.000 κατοίκους και την αυτοδιοίκηση των 272 ορεινών χωριών με εγκαταστάσεις αιολικών πάρκων, του 3% του ετήσιου κύκλου εργασιών των πάρκων. Πρέπει να αυξηθεί το ποσοστό αυτό στο 5%, ώστε ουσιαστικά να καλύπτει πλήρως το κόστος ηλεκτροδότησης των οικονομικά αδύναμων νοικοκυριών.
Παράλληλα, η Τεχνολογία Πληροφοριών και Επικοινωνιών (ICT) έχει επιτρέψει να γίνει πράξη η ενεργειακή δημοκρατία με την υλοποίηση σημαντικών βημάτων ραγδαίου μετασχηματισμού των ενεργειακών συστημάτων των αναπτυγμένων κρατών. Από τα συγκεντρωτικά, μονοπωλιακά και ολιγοπωλιακά μοντέλα παραγωγής ενέργειας από λίγους και μεγάλους δημόσιους και ιδιωτικούς παραγωγούς που εξυπηρετούν πολλά εκατομμύρια μικρούς καταναλωτές, τα ενεργειακά συστήματα μετασχηματίζονται σε εκατοντάδες χιλιάδες αποκεντρωμένα μικρά συστήματα (κυρίως φωτοβολταϊκών). Έτσι, η ενεργειακή δημοκρατία γίνεται πράξη με την παραγωγή και αυτοκατανάλωση ενέργειας από μικρούς παραγωγούς-καταναλωτές (prosumers: producers + consumers). Διεθνώς, το 40% των φωτοβολταϊκών που εγκαταστάθηκαν το 2019 ήταν σε αποκεντρωμένες μικρές μονάδες και όχι σε μονάδες κάποιων δεκάδων ή εκατοντάδων MW, ενώ το 20% των ΑΠΕ που αναπτύχθηκαν παγκόσμια το 2019 εγκαταστάθηκε σε στέγες κτηρίων και βιομηχανικές θέσεις.
Χαρακτηριστική βάση υλοποίησης στην Ελλάδα εκτεταμένων εφαρμογών ενεργειακής δημοκρατίας αποτελούν οι Ενεργειακές Κοινότητες (ΕΚΟΙΝ), όπου με τη συμμετοχή αυτοδιοίκησης και πολιτών μπορούν να διαμορφωθούν ενεργειακά σχήματα. Ήδη έχουν δημιουργηθεί πάνω από 370 Ενεργειακές Κοινότητες καταχωρισμένες στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), με τις περισσότερες να είναι αγροτικές και ιδιωτικές, χωρίς συμμετοχή της αυτοδιοίκησης. Στην ίδια κατεύθυνση, μπορούν να λειτουργήσουν οι περίπου 400 ΤΟΕΒ (Τοπικοί Οργανισμοί Έγγειων Βελτιώσεων) με τους 300.000 αγρότες-μέλη τους, που έχουν ως αντικείμενο τη συλλογική ρύθμιση των δικτύων άρδευσης, για τη λειτουργία των οποίων καταναλώνονται σημαντικές ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας.
Στην ίδια κατεύθυνση ταχείας δρομολόγησης της ενεργειακής δημοκρατίας πρέπει να κατευθυνθούν οι δράσεις των Ταμείων Δίκαιης Μετάβασης λόγω απολιγνιτοποίησης, σε όλες τις ευρωπαϊκές περιοχές και ασφαλώς στις περιοχές Δυτικής Μακεδονίας και Μεγαλόπολης, μέσα από ιδιαίτερα ενισχυμένα συστήματα κινήτρων προς νοικοκυριά-κατοικίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μαζί ασφαλώς με όλες οι υπόλοιπες δράσεις για το νέο παραγωγικό υπόδειγμα των περιοχών αυτών.
Επιπλέον, εκτός των προοπτικών δημιουργίας μονάδων υδρογόνου, ενδιαφέρον εφαρμογής καινοτομικών λύσεων παρουσιάζουν οι προοπτικές αξιολόγησης της σκοπιμότητας κατασκευής μονάδας δέσμευσης, χρήσης και αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα (Carbon Capture, Utilisation and Storage, CCUS) για τον νέο σταθμό “ΔΕΗ‐ΑΗΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΔΑΣ 5”, που θα μπορούσε να αποτελέσει συγχρόνως πόλο δημιουργίας cluster καινοτομίας στις σύγχρονες τεχνικές δέσμευσης διοξειδίου.
Η χώρα δικαιούται να διεκδικήσει μια από τις κορυφαίες ευρωπαικές θέσεις στη μάχη κατά της Κλιματικής Κρίσης. Το οφείλουμε στο σήμερα και το αύριο των ανθρώπων και της κοινωνίας μας.
*Ο Γιάννης Μανιάτης είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και πρ. Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής
(Το κείμενο είναι απόσπασμα από τη μελέτη της διαΝΕΟσις «Πράσινη Ανάπτυξη: η απάντηση στην Κλιματική Κρίση»)
10 Νοεμβρίου 2020
energypress