Το ζητούμενο είναι η ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στην ελληνική κοινωνία.
Ο κλάδος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), αναγνωρίζοντας τη βαθιά κρίση που εισήλθε η χώρα μας από το 2010, συναίνεσε το 2014 (ν.4254/2014) σε μια έκτακτη εισφορά επί των εσόδων για το 2013 και σε μια μόνιμη μείωση των τιμών πώλησης, όχι μόνο στις νέες αλλά και σε όλες τις υφιστάμενες συμβάσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το έλλειμα που είχε δημιουργηθεί τότε στον Ειδικό Λογαριασμό των ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ). Αν και οι αναπροσαρμογές αυτές είχαν σημαντική επίδραση στις χρημματοροές των επενδύσεων, δεδομένου ότι είχαν κατασκευαστεί με υψηλότερες τιμές εξοπλισμού και με ακριβότερο κόστος κεφαλαίου, η γενικευμένη συναίνεση για να εξυγιανθεί με τον τρόπο αυτό ο ΕΛΑΠΕ, προέκυψε με γνώμονα ότι ήταν εθνική υπόθεση η σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας. Εξάλλου, ήταν οι ίδιοι επενδυτές που, στην πλειονότητά τους, συνέχισαν να στηρίζουν έμπρακτα τη χώρα και τα επόμενα χρόνια με νέες επενδύσεις για να εξέλθει η εθνική οικονομία από το τέλμα της στασιμότητας, με τη διαβεβαίωση της πολιτείας ότι δεν πρόκειται να επαναληφθεί αντίστοιχη ενέργεια. Σήμερα, δυστυχώς, η πολιτεία βρίσκεται πάλι στο ίδιο σημείο αναζήτησης λύσης για την εξάλειψη του ελλείματος του ΕΛΑΠΕ.
Ξεκινώ με την παραδοχή ότι η ειλημμένη απόφαση της κυβέρνησης για στήριξη και εξυγίανση της ΔΕΗ, βρίσκει σύμφωνη την πλειονότητα της επενδυτικής κοινότητας. Ωστόσο, ερωτήματα προκύπτουν από την ακολουθούμενη τακτική: η επίλυση ενός προβλήματος να προκαλεί τριγμούς σε ένα ήδη ορθολογικά διευθετημένο ζήτημα. Καταρχάς, η πρόταση της μείωσης των τιμών υφιστάμενων μονάδων, ουσιαστικά η αθέτηση υπογεγραμμένων συμβάσεων για δεύτερη φορά, αποδομεί την αξιοπιστία του ελληνικού κράτους και υπονομεύει το σταθερό επενδυτικό κλίμα. Επιπρόσθετα, διαταράσσει τις εύθραυστες ισορροπίες που έχουν επιτευχθεί μεταξύ σημαντικών παραγωγικών φορέων για την οικονομία της χώρας (προμηθευτές – παραγωγοί – μεγάλοι καταναλωτές), θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα παραγωγικών μονάδων (ενεργοβόρα βιομηχανία), αλλά και την ασφάλεια της τραπεζικής αγοράς αφού θα θιγεί το πιο υγιές χαρτοφυλάκιο δανείων της τελευταίας δεκαετίας και ενδεχομένως των ασφαλιστικών ταμείων από τη συνεπακόλουθη κάμψη της επενδυτικής δράσης. Επιπλέον, θα υπάρξουν επιπτώσεις και σε άλλα πεδία από τη μείωση των πωλήσεων, όπως οι απώλειες στα φορολογικά έσοδα (για μια περικοπή της τάξεως των 100εκ η απώλεια ανέρχεται σε 24εκ), οι απώλειες των νομοθετημένων εσόδων στο πράσινο ταμείο και στις τοπικές κοινωνίες, και μάλιστα σε μια περίοδο που ο κλάδος βάλλεται άδικα από ομάδες πολιτών και τα ανταποδοτικά τέλη αποτελούν σημαντικό εργαλείο για τη συναίνεσή τους.
Όλα τα παραπάνω δε συνάδουν με την κυβερνητική δέσμευση για ταχεία απολιγνιτοποίηση τα επόμενα 2-3 χρόνια και μεγάλη διείσδυση ΑΠΕ, με σκοπό να μεγιστοποιηθεί η εθνική μας συμβολή στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Εφόσον, πρόθεση του Υπουργείου είναι η εξάλειψη των στρεβλώσεων της αγοράς τότε είναι προτιμότερο να επικεντρωθεί σε εκείνες που δεν μπορεί να διορθωθούν ούτε με τις υφιστάμενες πολιτικές ούτε με την εφαρμογή του Target Model. Παρατηρώντας τον ακόλουθο πίνακα με δημοσιευμένα στοιχεία του ΔΑΠΕΕΠ γίνονται οι ακόλουθες προφανείς διαπιστώσεις:
Η τιμή ανά MWh βαίνει μειούμενη τα τελευταία έτη τόσο για τα αιολικά όσο και για τα φωτοβολταϊκά. Ιδιαίτερα για τα αιολικά η διαφορά είναι αισθητή το 2020, λόγω δύο γεγονότων: α) της έναρξης λειτουργίας έργων χωρίς σταθερές εγγυημένες τιμές, δηλαδή έργων που συμμετέχουν κανονικά στην αγορά και μόνο ένα μέρος καλύπτεται από τον ΕΛΑΠΕ και β) της απένταξης από το καθεστώς εξασφαλισμένων τιμών έργων που έχουν ολοκληρώσει την περίοδο λειτουργίας των 20 ετών και πλέον αμείβονται μόνο με την τιμή της αγοράς (ΟΤΣ). Αντίστοιχα, η μείωση της τιμής των Φ/Β προκύπτει από την έναρξη λειτουργίας έργων από τους διαγωνισμούς. Για τους ίδιους λόγους, η αποκλιμάκωση των τιμών ανά MWh θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια. Αξιοσημείωτο είναι, ότι οι επενδυτές συνέχισαν απερίσπαστοι τις επενδύσεις σε νέα έργα κυρίως στα αιολικά τα τελευταία χρόνια, προσθέτοντας στην αγορά 1.300MW, επιβραβεύοντας το σταθερό επενδυτικό κλίμα.
Ακόμα και αν γίνει η ακραία υπόθεση ότι η τιμή ανά MWh, για Α/Π & Φ/Β, κατέλθει στα επίπεδα της ΟΤΣ, διαπιστώνεται ότι εξακολουθεί να υφίσταται η ανάγκη του ΕΛΑΠΕ, διότι διατηρούνται οι υψηλές τιμές των Φ/Β στις στέγες, τα οποία κατασκευάστηκαν την περίοδο 2010-2013 κυρίως από πολίτες αξιοποιώντας διαθέσιμα κεφάλαιά τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων έργων εξαιρέθηκε από την αναπροσαρμογή των τιμών το 2014, και ίσως ορθά, διότι θα έβλαπτε ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη των απλών πολιτών απέναντι στο κράτος. Και προς τιμήν της, η προηγούμενη κυβέρνηση σεβάστηκε αυτή την πολιτική, στις εύστοχές ενέργειες της για την επίλυση του πολυσύνθετου προβλήματος εξάλειψης του ελλείματος του ΕΛΑΠΕ που παρουσιάστηκε ξανά το 2017. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ομάδα πολιτών μετά από τόσα χρόνια έχει ήδη ανακτήσει προ πολλού το αρχικό της κεφάλαιο και επιπλέον αποκομίζει ετησίως ένα ικανοποιητικό έσοδο (~ 6.000€) το οποίο μάλιστα εξαιρείται από το φορολογητέο εισόδημα. Αν λάβουμε υπόψη ότι η συγκεκριμένη κατηγορία δεν υπόκειται σε επιπρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές αλλά και το γεγονός ότι έχει επωφεληθεί άμεσα από τη μείωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας ως καταναλωτής, γίνεται αντιληπτό ότι είναι η πιο ευεργετημένη ομάδα πολιτών.
Η δημοφιλία που χαίρει ο πρωθυπουργός - παρά τις πρωτοφανείς δυσμενείς συνθήκες που βιώνουμε ως χώρα - έγκειται στην πολιτική του οξυδέρκεια να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες που εμπνέουν στους μεν πολίτες, αίσθημα αξιοπιστίας και ασφάλειας για ίση και δίκαιη μεταχείριση, στους δε επενδυτές αποφασιστικότητα για διατήρηση ενός σταθερού περιβάλλοντος με αναπτυξιακή προοπτική.
Το ερώτημα λοιπόν είναι, γιατί σήμερα, υπό τις δεδομένες συνθήκες, πρέπει αυτή η μικρή ομάδα πολιτών να συνεχίζει να τυγχάνει ιδιαίτερης αντιμετώπισης, σε μια περίοδο που η πανδημία έχει οδηγήσει σε σημαντικές απώλειες εισοδήματος σε άλλες πολύ μεγαλύτερες πληθυσμιακά ομάδες πολιτών. Αν κριτήριο είναι το πολιτικό κόστος, τότε η διέξοδος προσφέρεται με την υιοθέτηση μιας μεγάλης αναπροσαρμογής στα συγκεκριμένα τιμολόγια με ταυτόχρονη επέκταση της διάρκειας των συμβολαίων για εύλογο χρονικό διάστημα (7-8 έτη), κατά αντιστοιχία με το ν.4254/2014. Έτσι, στην πραγματικότητα θα έχουν περιορισμένη απώλεια, συμβάλλοντας ωστόσο σε μια ουσιώδη εκτόνωση στο υφιστάμενο οξύ πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ΕΛΑΠΕ. Ενδεικτικά, μια αναπροσαρμογή 50% θα εξοικονομούσε σχεδόν 100 εκατ. ευρώ, δίχως να υπάρχει καμιά επίπτωση στους υπόλοιπους τομείς (τράπεζες, φορολογικά έσοδα, ασφαλιστικά ταμεία). Γιατί πρέπει να επαληθευτεί η αντιπολιτευτική ρητορική για δημιουργία ενεργειακής φτώχειας στη μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, όταν θα μπορούσε να διατηρηθεί η υφιστάμενη τιμολογιακή πολιτική των νέων μικρών φωτοβολταϊκών (<500ΚW), συμβάλλοντας πραγματικά στην κοινωνική συνοχή;
Συνοψίζοντας, η λύση για το έλλειμμα του ΕΛΑΠΕ απαιτεί ουσιαστική διερεύνηση όλων των παραμέτρων ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι κλυδωνισμοί στην οικονομία διαφυλάσσοντας την κοινωνική συνοχή. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, αν και εργαζόμενος στον ενεργειακό κλάδο, η παρέμβασή μου πηγάζει από την επιθυμία ενός ενεργού πολίτη να μην απωλέσει η χώρα την αναπτυξιακή ορμή της μετά από μακρά περίοδο κρίσης και να μην υπονομευθεί ένας κλάδος που διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στον αγώνα που δίνει η ανθρωπότητα για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής.
*Ο Παναγιώτης Τσακίρης είναι Διδάκτωρ του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στη Διαχείριση Κινδύνου
6 Νοεμβρίου 2020
energypress