Υπάρχει βιομηχανική ενεργειακή πολιτική;

Η παρούσα ενεργειακή κρίση πλήττει ιδιαίτερα τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας της χώρας σε βαθμό, που απειλείται όχι μόνο η ανταγωνιστικότητα τους αλλά και η ίδια η βιωσιμότητά τους. 

Δυστυχώς,  δεν διαφαίνεται ότι θα υπάρξει συναίνεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην κατεύθυνση να παρθούν ουσιαστικά μέτρα για την αποσύνδεση της τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από την τιμή του φ.α, ώστε να επιτευχθεί οριζόντια σημαντική μείωση της τιμής. Και τούτο παρά το γεγονός, ότι ανάμεσα στα συμπεράσματα του προηγούμενου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε αυτή την κατεύθυνση περιλαμβανόταν  πρόταση  της Γαλλίας για την υιοθέτηση  μιας  παραλλαγής του Ιβηρικού μοντέλου, πρόταση που αφορά την επιδότηση στην τιμή του φ.α που χρησιμοποιείται μόνο στην ηλεκτροπαραγωγή. 

 

Η σημαντική διαφοροποίηση της πρότασης αυτής ως προς το Ιβηρικό μοντέλο είναι ότι η επιλογή της τιμής του φ.α, πάνω από την οποία θα δίνεται επιδότηση, θα έχει στόχο να μην αλλάζει η  σειρά εισόδου των μονάδων στην αγορά (merit order) και επιπλέον να μην υπάρχει αύξηση της κατανάλωσης του φ.α. 

Η Grant Thorton εκπόνησε μια ενδιαφέρουσα μελέτη, που αφορά την εφαρμογή της πρότασης αυτής στη χώρα μας. Τα αποτελέσματα έδειξαν  αφενός μια σημαντική μείωση της οριακής τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς κατά 29%, αφετέρου ότι το κόστος επιδότησης της τιμής του καυσίμου δεν θα επιβαρύνει καθόλου τον καταναλωτή. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα έχει σαν αποτέλεσμα την σταθερή, οριζόντια μείωση της τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ίση για όλους τους καταναλωτές.  

Αντίθετα η πολιτική των επιδοτήσεων στη ΧΤ, που βασίζεται στις προβλέψεις των προμηθευτών για την τιμή ρεύματος τον επόμενο μήνα, καταλήγει στο τέλος της ημέρας να δημιουργούνται υπερκέρδη αυτή τη φορά στους προμηθευτές, αντί στους παραγωγούς, όπως όταν εφαρμοζόταν η ρήτρα αναπροσαρμογής.

Επιπλέον είναι εμφανής η έλλειψη στοιχειώδους βιομηχανικής πολιτικής, καθώς δίδεται το ίδιο ποσό επιδότησης σε όλους τους καταναλωτές ΜΤ και ΥΤ, ανεξάρτητα εάν αφορά βιομηχανία έντασης ενέργειας ή σουπερμάρκετ, το οποίο μεταβάλλεται σημαντικά ανά μήνα χωρίς επαρκή αιτιολόγηση και στερεί τις βιομηχανίες από ένα σταθερό πλαίσιο ασφάλειας, αλλά και προβλεψιμότητας για το κόστος ενέργειας, χωρίς το οποίο η βιομηχανία δεν μπορεί να  προϋπολογίσει το παραγωγικό της κόστος, ώστε να διασφαλιστεί η  ομαλή λειτουργία της.

Ως εκ τούτου πολλές από αυτές, ατενίζοντας με αβεβαιότητα το 2023 εξετάζουν το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης της  παραγωγής, αναστολής της λειτουργίας ή ακόμη και μεταφοράς της παραγωγής τους σε άλλες γειτονικές χώρες, όπου υπάρχει πιο ξεκάθαρη πολιτική στήριξης της βιομηχανίας.

Αποτέλεσμα της ανύπαρκτης πολιτικής στήριξης της βιομηχανίας είναι η τιμή ρεύματος με την οποία θα επιβαρυνθούν οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας τον Δεκέμβριο να ξεπεράσει τα 300 ευρώ/MWh, καθώς η επιδότηση ήταν μόλις 34 ευρώ/MWh. Είναι προφανές, ότι σε αυτά τα επίπεδα τιμών χωρίς καμία ορατότητα,  οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας και κυρίως οι εξαγωγικές, έχουν σοβαρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι ομοειδών επιχειρήσεων στην Ευρώπη, αλλά και σε τρίτες χώρες  όπου οι τιμές ενέργειας είναι πολύ  πιο ανταγωνιστικές. 

 

Την ίδια στιγμή η ΔΕΗ στέλνει τελεσίγραφο στις βιομηχανίες, των οποίων οι συμβάσεις λήγουν στο τέλος του έτους ή μέσα στο 2023, ότι η τιμολόγηση τους από εδώ και στο εξής  θα είναι indexed, ήτοι βάσει των τιμών όπως αυτές διαμορφώνονται ανά ώρα στο χρηματιστήριο ενέργειας, απειλώντας τες, ότι εάν δεν συμφωνήσουν σε εύλογο χρονικό διάστημα δεν θα έχει την υποχρέωση να συνεχίσει να τους τροφοδοτεί.

Ξεχνά βέβαια, ότι η ελληνική πολιτεία της έχει αναθέσει την αποκλειστική διαχείριση των ενεργειακών πηγών της χώρας, λιγνίτη και νερά, από την οποία αποκομίζει ακόμη και σήμερα σταθερά υπερκέρδη, παρά τα πλαφόν που της έχουν υποβληθεί, καθώς αυτά είναι υπερβολικά υψηλά.

Η ΔΕΗ επικαλείται τη μη ορθή, μη συμβατή με τον πρόσφατο ευρωπαϊκό Κανονισμό (2022/1854), εφαρμογή του πλαφόν   στα έσοδα της  από τα βιομηχανικά διμερή συμβόλαια με σταθερή τιμή, από τα οποία της παρακρατείται περίπου 90ευρώ/MWh, ενώ τα μεταβλητά τιμολόγια επιδoτήθηκαν με 130 ευρώ/MWH κατά μέσο όρο το 2022. 

Είναι απορίας άξιο γιατί λοιπόν επί έξι μήνες καταγράφεται άρνηση των αρμοδίων στη χώρα μας να συμμορφωθούν με τον ευρωπαϊκό Κανονισμό;  Ουσιαστικά δίνουν στη ΔΕΗ το άλλοθι που αναζητούσε!  

Υπάρχει λοιπόν κίνδυνος να βρεθούν ξαφνικά οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας εκτεθειμένες στις υψηλές τιμές που διαμορφώνονται στη χονδρεμπορική αγορά χωρίς να έχουν εναλλακτική λύση, καθώς εκτός των άλλων, αν δεν υπάρξει η αναγκαία τροποποίηση, ο τρόπος με τον οποίο εσφαλμένα/παράνομα επιβάλλεται το πλαφόν στα διμερή συμβόλαια  καθιστά αδύνατη στην πράξη τη σύναψη διμερών συμβολαίων τόσο με τη ΔΕΗ, όσο και με παραγωγούς ΑΠΕ.

Ταυτόχρονα η ρύθμιση του Αυγούστου, με την οποία τροποποιήθηκε σκανδαλωδώς η προτεραιότητα στη λήψη όρων σύνδεσης έργων ΑΠΕ από τον ΑΔΜΗΕ, εκτός του ότι ευνόησε συγκεκριμένα μεγάλα έργα ΑΠΕ δυναμικότητας 8.000 MW (κατηγορία Α), στο τέλος της ημέρας θα αποδειχθεί ότι ευνοεί κύρια τους καθετοποιημένους παίκτες. 

Και τούτο διότι, τους επέτρεψε με εσωτερικές συμβάσεις (κατηγορία Β), που κατέθεσαν ήδη στις πρώτες ημέρες ισχύος του μέτρου για  έργα που ξεπερνούν το όριο των 1.500MW, να μονοπωλήσουν τα πράσινα ΡΡΑς, αφήνοντας εκτός τις μεγάλες βιομηχανίες της χώρας. 

Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι υπάρχουν σημαντικά εμπόδια στις βιομηχανίες που θέλουν να υπογράψουν πράσινα ΡΡΑ, ώστε μεσομακροπρόθεσμα οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας να αποκτήσουν ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας και στην ουσία να μην τους αφορούν πλέον οι τιμές που διαμορφώνονται στο χρηματιστήριο ενέργειας.     

Ευλόγως συνάγουμε ότι διαμορφώνονται συνθήκες μονοπώλησης των πράσινων ΡΡΑς από τους καθετοποιημένους προμηθευτές, οι οποίοι δεν είναι υποχρεωμένοι να αγοράσουν αντίστοιχες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας για δική τους ανάγκη, αφού απλά μεταπωλούν, οπότε προσωρινά μπορούν να αρκεστούν προσωρινά σε 25-35 ευρώ/MWh μετά την εκκαθάριση του ΡΡΑ με τον παραγωγό ΑΠΕ.

Είναι  επείγουσα ανάγκη να δημιουργηθεί και στην Ελλάδα ένα δίχτυ ασφαλείας για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας, ώστε να μην είναι εκτεθειμένες στις ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς και να περιοριστεί ο κίνδυνος αποβιομηχάνισης της χώρας.

* Ο κ. Αντώνης Κοντολέων είναι πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ

(Ναυτεμπορική)

1