«Πεδίο μάχης» η αναθεώρηση του ΕΣΕΚ για το αν θα ενταχθούν νέες υποδομές αερίου – Το παράθυρο ευκαιρίας του REPowerEU και η εναλλακτική με λιγνίτες και ΑΠΕ
Μια σημαντική διελκυστίνδα εξελίσσεται σχετικά με τη θέση που πρέπει να έχει το φυσικό αέριο στο αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και στον οδικό χάρτη απανθρακοποίησης του ενεργειακού μίγματος τις επόμενες 10ετίες, που αυτό θα περιγράφει.
Πριν από λίγες ημέρες πραγματοποιήθηκε η δεύτερη συνάντηση της Ομάδας Εργασίας που έχει συγκροτήσει το ΥΠΕΝ για την αναθεώρηση του ΕΣΕΚ. Σύμφωνα με πληροφορίες του energypress, στη συνάντηση αυτή, η μία προσέγγιση που καταγράφηκε είναι ότι θα πρέπει να ανασχεθεί η επέκταση της χρήσης του αερίου στην Ελλάδα, και αντίστοιχα να μην ευνοηθούν επενδύσεις για καινούριες υποδομές αερίου, ειδικά, δε, σε δίκτυα αερίου.
Στον αντίποδα, το δεύτερο «στρατόπεδο» υποστηρίζει πως η ανάγκη για απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο αναδεικνύει την αναγκαιότητα για διαφοροποίηση των πηγών τροφοδοσίας της χώρας μας, το σύστημα της οποίας είχε σχεδιαστεί με γνώμονα το γεγονός ότι η Μόσχα αποτελεί βασικό προμηθευτή. Μάλιστα, σύμφωνα με την εν λόγω προσέγγιση, με δεδομένο ότι η Ελλάδα πρόκειται να αποτελέσει «πύλη εισόδου» αερίου για την ευρύτερη περιοχή, έχει προνομιακή θέση «στο κάδρο» των επενδύσεων ύψους 10 δισ. ευρώ που προβλέπει το REPowerEU για νέες υποδομές αερίου.
Κατά συνέπεια, το REPowerEU θα πρέπει να γίνει εφαλτήριο για νέα έργα αερίου.
Όπως έχει γράψει το energypress, στην ελληνική λίστα με ενεργειακές υποδομές που έχει ήδη καταρτίσει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, περιλαμβάνονται αρκετά ανάλογα έργα, όπως η ΥΑΦΑ Ν. Καβάλας, η αγορά ενός FSU για το τέρμιναλ στη Ρεβυθούσα, και η κατασκευή ενός δεύτερου κεντρικού αγωγού στο ΕΣΦΑ.
Απεξάρτηση συνολικά από το αέριο
Όπως είναι φυσικό, διαφορετική είναι η ανάγνωση του REPowerEU από το πρώτο «στρατόπεδο», σύμφωνα με το οποίο το σχέδιο σηματοδοτεί τη ριζική αλλαγή στάσης της Κομισιόν αναφορικά με την πορεία απανθρακοποίησης της Ε.Ε. Επομένως, οι Βρυξέλλες δεν στοχεύουν στην απεξάρτηση απλώς από το ρωσικό αέριο, αλλά γενικά από το φυσικό αέριο.
Στην περίπτωση της χώρας μας, αυτή η ανάγνωση του REPowerEU θα σημαίνει κατʼ αρχάς τη χρονική επέκταση της παρουσίας του λιγνίτη στο εγχώριο μίγμα – ώστε οι λιγνιτικές μονάδες να μην εισφέρουν στο σύστημα 6 Τεραβατώρες ετησίως μόνο για τα επόμενα δύο χρόνια, αλλά μέχρι το 2028. Αυτό σημαίνει ότι και ο λιγνίτης θα γίνει πλέον σε κάποιον βαθμό «καύσιμο-γέφυρα» για την απανθρακοποίηση, έως ότου ενισχυθούν οι ΑΠΕ και η αποθήκευση στον επιθυμητό βαθμό.
Σε αυτό τον επικαιροποιημένο οδικό χάρτη για το 2030, σημαντικός πυλώνας θα είναι επίσης η ενίσχυση της παραγωγής βιομεθανίου (όπως επιτάσσει και το REPowerEU), για την αντικατάσταση μέρους του ορυκτού καυσίμου. Επίσης, ακόμη πιο σημαντικό ρόλο καλείται να παίξει η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, ένας τομέας όπου η Κομισιόν σχεδιάζει να θέσει πιο φιλόδοξους στόχους.
Την παραπάνω προσέγγιση σκιαγράφησε στο πρόσφατο Athens Energy Dialogues ο καθηγητής Παντελής Κάπρος, (που συμμετέχει και στην Ομάδα για την αναθεώρηση του ΕΣΕΚ), ο οποίος σημείωσε ότι φθίνει ο ρόλος του φυσικού αερίου ως μεταβατικό καύσιμο, ως αποτέλεσμα των έκτακτων καταστάσεων που βιώνει σήμερα η Ε.Ε. Σύμφωνα με τον κ. Κάπρο, η εξάρτηση της Ευρώπης από το αέριο είναι τόσο μεγάλη και απειλητική που δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι, πρέπει η Ε.Ε. να μειώσει το ρόλο του καυσίμου και να κινηθεί άμεσα προς περισσότερες ΑΠΕ και εξοικονόμηση. Όπως συμπλήρωσε, αυτός είναι ο ρόλος του REPowerEU, το οποίο ορθώς δεν αφορά επενδύσεις σε υποδομές αερίου.
«Όχι» της ΔΕΗ σε επενδύσεις στον λιγνίτη
Σύμφωνα ωστόσο με τη δεύτερη προσέγγιση, το REPowerEU αποτελεί αντίθετα «όχημα» για να ενταχθούν στο Ταμείο Ανάκαμψης έργα αερίου – κάτι που δεν μπόρεσε να γίνει στην υφιστάμενη εκδοχή του «Ελλάδα 2.0».
Η αναγκαιότητα αυτή πηγάζει όχι μόνο από τη χαμηλή διείσδυση του καυσίμου στην Ελλάδα (σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα), αλλά και από το γεγονός ότι στο πλαίσιο της απεξάρτησης από τη Ρωσία, οι εγχώριες υποδομές θα αναλάβουν να εξυπηρετήσουν χώρες από τα Δυτικά Βαλκάνια, όπου η κατανάλωση αερίου αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια (σε αντίθεση με την Κεντρική Ευρώπη).
«Σύμμαχο» αυτής της δεύτερης προσέγγισης φαίνεται να αποτελούν και τα σχέδια της ΔΕΗ για τους λιγνίτες. Σύμφωνα με πληροφορίες, όπως ανέφεραν στελέχη της επιχείρησης στη δεύτερη συνάντηση για την αναθεώρηση του ΕΣΕΚ, η εταιρεία δεσμεύεται για την παροχή 6 Τεραβατώρων ενέργειας από λιγνίτη για την επόμενη 2ετία, χωρίς ωστόσο να προγραμματίζει να διαθέσει ίδια κεφάλαια τα επόμενα χρόνια για σημαντικές επενδύσεις στα λιγνιτωρυχεία και στις λιγνιτικές μονάδες. Κάτι που σημαίνει ότι, αν δεν εξευρεθεί άλλη πηγή χρηματοδότησης, τίθεται εν αμφιβόλω το κατά πόσο θα μπορέσει η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή να παραμείνει στα ίδια επίπεδα μέχρι το 2028.
Έμφαση στην αναβάθμιση του ΕΣΦΑ
Αξίζει να σημειωθεί ότι η δεύτερη αυτή «γραμμή σκέψης» δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην ανάγκη χρηματοδότησης της αναβάθμισης του ίδιου του ΕΣΦΑ, και όχι τόσο των νέων υποδομών που σχεδιάζονται για την εισαγωγή επιπλέον ποσοτήτων φυσικού αερίου. Κι αυτό γιατί η ενίσχυση της δυναμικότητας του ΕΣΦΑ, για την είσοδο και έξοδο από τη χώρα μεγαλύτερων ποσοτήτων καυσίμου, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την απρόσκοπτη λειτουργία των νέων υποδομών.
Ενδεικτικές ήταν οι αναφορές στο Athens Energy Dialogues του Μιχάλη Θωμαδάκη, Strategy & Development Division Director στον ΔΕΣΦΑ, ο οποίος επισήμανε ότι η περιοχή της ΝΑ Ευρώπης χρειάζεται περισσότερο αέριο, από οποιαδήποτε χώρα αυτό μπορεί να βρεθεί – κυρίως, όμως, από την Ελλάδα. Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχει ανάγκη για ενίσχυση της μεταφοράς αερίου από Βορρά προς Νότο και αντίστροφα, καθώς η δυναμικότητα του υφιστάμενου δικτύου έχει πλέον εξαντληθεί.
Όπως πρόσθεσε, υπάρχουν, ήδη, τέσσερις αιτήσεις για μεγάλες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, τέσσερις αιτήσεις για FSRU, καθώς και ενδιαφέρον για αέριο από την Τουρκία. Οι ανάγκες αυτές όμως δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν από το υφιστάμενο σύστημα.
Kώστας Δεληγιάννης | energypress