Η χρήση ορυκτών καυσίμων είναι η βασική αιτία της κλιματικής κρίσης. To 75% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που εκλύονται στην ατμόσφαιρα προέρχονται από ενεργειακές διαδικασίες (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανση, ψύξη, μεταφορές). Μάλιστα, υπάρχει τρομερός συγκεντρωτισμός, καθώς η εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων που εξορύσσονται από 20 εταιρείες συνδέεται με παραπάνω από το 1/3 των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της σύγχρονης εποχής (με βάση το Climate Accountability Institute). Η εξάρτηση της Ελλάδας από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα προσεγγίζει το 80% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης, έχοντας αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, καθιστώντας την χώρα ιδιαίτερα τρωτή όχι μόνο περιβαλλοντικά, αλλά οικονομικά και ενεργειακά.
Μετασχηματισμός και ορυκτά καύσιμα
Συνεπώς, η πρόκληση του μετασχηματισμού της κοινωνίας μας σε μία κοινωνία μηδενικών εκπομπών, μέχρι το 2050, έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Θεσμική ασπίδα στην προσπάθεια αποσκοπεί να αποτελέσει ο Κλιματικός Νόμος που συζητείται σήμερα στη Βουλή και ως πρωταρχικό μέλημα οφείλει να έχει την διαμόρφωση νομικά δεσμευτικών στόχων για την απανθρακοποίηση της χώρας.
Συμβαίνει κάτι τέτοιο; Η απάντηση είναι δυστυχώς αρνητική.
Εθνικός Κλιματικός Νόμος
Ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος βάζει σαφείς στόχους μόνο για την απολιγνιτοποίηση, χωρίς να κάνει το ίδιο για το αέριο και το πετρέλαιο. Μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία και την «οπλοποίηση» του φυσικού αερίου από τον Πούτιν, που καθιστά επιτακτική την ανάγκη απεξάρτησης το συντομότερο δυνατόν από αυτό, το φυσικό αέριο δεν αναφέρεται πουθενά στην πρόταση νόμου της Κυβέρνησης. Και αυτό, ενώ η ελληνική κοινωνία έχει πληρώσει βαρύ τίμημα από το κόστος της εξάρτησης της χώρας από το φυσικό αέριο και τις εξωφρενικές του τιμές.
Πρόγραμμα REPowerEU
Μάλιστα, ο Κλιματικός Νόμος, που κατατέθηκε στη Βουλή (στις 18/5/2022), δεν είναι συμβατός με τις ίδιες τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ανακοινώθηκαν στο πρόγραμμα REPowerEU την ίδια μέρα. Το REPowerEU αναβαθμίζει την κλιματική πολιτική της Ευρώπης, με ενισχυμένους στόχους για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και την ενεργειακή αποδοτικότητα, στοχευμένα μέτρα για την παραγωγή ΑΠΕ από πολίτες (όπως είναι η δημιουργία ενεργειακών κοινοτήτων στους δήμους) και υποχρεωτικές σχετικές προδιαγραφές στον κτιριακό τομέα. Τίποτα από αυτά δεν υπάρχει στον Κλιματικό Νόμο της Κυβέρνησης.
Επιπλέον, την ίδια μέρα της κατάθεσης του νόμου, ο Αντόνιο Γκουτέρες, Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, πρότεινε πέντε δράσεις προκειμένου να δοθεί ώθηση στη μετάβαση προς τις ΑΠΕ: «να τερματιστούν οι επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα, να τριπλασιαστούν οι επενδύσεις στις ΑΠΕ, να καταργηθεί η γραφειοκρατία, να διασφαλιστεί ο εφοδιασμός πρώτων υλών για τις τεχνολογίες ΑΠΕ και να χαρακτηριστούν αυτές οι τεχνολογίες παγκόσμια, δημόσια αγαθά, διαθέσιμα ελεύθερα». Καμία από τις 5 προτάσεις δεν υπάρχει στον Κλιματικό Νόμο της Κυβέρνησης.
Ο Κλιματικός Νόμος αποτυγχάνει δηλαδή να προδιαγράψει σαφείς νομικές διατάξεις για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Τα σημεία της αποτυχίας
Αποτυγχάνει όμως να διασφαλίσει και ένα νέο, ανεξάρτητο επιστημονικά και ανοιχτό κοινωνικά πλαίσιο κλιματικής συν-διακυβέρνησης. Οι ρόλοι της κοινωνίας των πολιτών και της επιστημονικής κοινότητας, όπως περιγράφονται, είναι εξαιρετικά αδύναμοι. Η κοινωνική συμμετοχή βασίζεται σε έναν διαδικτυακό τόπο κλιματικού διαλόγου και σε ένα περιορισμένο όσον αφορά στη σύνθεση και στην αντιπροσωπευτικότητα του Εθνικό Συμβούλιο για την Κλιματική Αλλαγή.
Η θεσμοθέτηση, για παράδειγμα, μιας Κλιματικής Συνέλευσης, θα μπορούσε να δώσει στους πολίτες τη δυνατότητα άμεσης συμμετοχής στη διαμόρφωση των πολιτικών, μέσα από μια ανοιχτή και δημοκρατική διαδικασία. Η διαδικασία επιλογής των πολιτών – μελών της Συνέλευσης, ώστε να είναι αντιπροσωπευτική της κοινωνίας και ιδιαίτερα των νέων, μπορεί να γίνει αξιοποιώντας τις καλές πρακτικές από τα αντίστοιχα θεσμοθετημένα όργανα στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία.
Ακόμα και το επιστημονικό συμβούλιο, έχει τη λειτουργία του εξαρτημένη από το Υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος και τον Υπουργό, ενώ θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητο από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου, με ισχυρές και ουσιαστικές αρμοδιότητες. Με αυτές τις προσεγγίσεις όμως δεν ενδυναμώνονται οι κλιματικές πολιτικές, και αποτυγχάνουν να δημιουργήσουν υψηλά επίπεδα συναίνεσης για τις απαραίτητες, επιστημονικά τεκμηριωμένες και αμοιβαία επωφελείς δράσεις.
Αποτυγχάνει τελικά στην ουσία του ο Νόμος, να θωρακίσει θεσμικά τη βιώσιμη αναπτυξιακή προοπτική της χώρας και των επόμενων γενιών. Η περίοδος των μεγάλων αλλαγών που έχουμε μπροστά μας χρειάζεται συγκεκριμένες, τολμηρές αποφάσεις και προτάσεις, αντί για ευχολόγια, γενικόλογες διακηρύξεις και δομές χειραγωγημένης εμπλοκής που υποδεικνύουν άνωθεν στους πολίτες «τί πρέπει να κάνουν».
Ο κ. Χάρης Δούκας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.