Ενεργειακές πολιτικές στην μετά COVID-19 εποχή.
Η αντιμετώπιση της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής έχουν, από τη σκοπιά της πολιτικής, πολλά κοινά στοιχεία και αλληλεξαρτώμενες διαδικασίες. Και οι δύο χρειάζονται την καινοτομία και την επιστήμη, καθώς και τον κόσμο να δουλεύει μαζί. H ξαφνική αλλαγή της ζωής μας από τον COVID-19 μπορεί να αναδείξει αυτές τις αρετές της αμοιβαίας βοήθειας, και να ταρακουνήσει τους φορείς λήψης αποφάσεων προς μία περισσότερο προληπτική ενεργειακή και περιβαλλοντική πολιτική, μπροστά σε μελλοντικά ρίσκα. Με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις προειδοποιήσεις των ειδικών και με μικρότερη τάση στο να θεωρούν ότι το χειρότερο σενάριο δε θα συμβεί ποτέ.
Ο διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας αποκάλεσε την κρίση ως «μία ιστορική ευκαιρία» για την κατεύθυνση των επενδύσεων ενέργειας σε έναν περισσότερο βιώσιμο δρόμο. Μάλιστα, στο Κέντρο για τη Διεθνή Κλιματική Έρευνα στο Όσλο της Νορβηγίας, προβλέπουν ότι με καλό σχεδιασμό, το 2020 μπορεί να είναι το έτος σταθμός, μετά το οποίο οι παγκόσμιες εκπομπές θα βαίνουν συνεχώς μειούμενες.
Με τις κυβερνήσεις των πιο ανεπτυγμένων κρατών να δεσμεύουν ήδη πάνω από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια για την κινητοποίηση των οικονομιών στον απόηχο του εγκλεισμού, μπορεί τώρα να μπει η καθαρή ενέργεια στην καρδιά των κινήτρων για τα σχέδια αντιμετώπισης της κρίσης του κορωνοϊού. Προσδίδοντας ένα ξεκάθαρο βιώσιμο ενεργειακό αποτύπωμα στα πακέτα ανάκμψης.
Τα παραπάνω αφορούν σε αισιόδοξα αφηγήματα για την μετά COVID-19 εποχή.
Υπάρχουν και απαισιόδοξα. Οι μειώσεις εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου δεν βασίστηκαν σε δομικές αλλαγές των ενεργειακών συστημάτων. Μπορεί λοιπόν να είναι ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμες. Ήδη οι μειώσεις εκπομπών από 20% και 25% τους προηγούμενους μήνες, προσεγγίζουν πια το 5%. Στην Κίνα, η καύση άνθρακα είχε μέχρι το τέλος Μαΐου επιστρέψει στα προ COVID-19 επίπεδα.
Οι απαισιόδοξοι φοβούνται ένα άλμα προς τα πίσω. Τα μέτρα ανάκαμψης της οικονομίας δύναται να βασιστούν τελικά σε βραχυπρόθεσμους στόχους. Τα οικονομικά κίνητρα μπορεί να στηρίξουν τις παλιές, ενεργοβόρες και βασιζόμενες στα ορυκτά καύσιμα βιομηχανίες. Το απαισιόδοξο αφήγημα επίσης προβλέπει μία βιασύνη για ανάπτυξη με «οποιοδήποτε κόστος». Μια ανάπτυξη που θα στοχεύει «τάχα» στη δραστική μείωση της «υπερβολικής γραφειοκρατίας» και τελικά, μέσω της κατάργησης ή του περιορισμού της επιβολής περιβαλλοντικών κανονισμών, θα οδηγεί σε νέες περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις και πιέσεις στους φυσικούς πόρους.
Σε πρόσφατη αρθρογραφία οικονομολόγων του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η βασική τους διαπίστωση ήταν πως μετά το τέλος της πανδημίας πολλοί άνθρωποι θα είναι λιγότερο πρόθυμοι να πληρώσουν για τη διάσωση επόμενων γενεών.
Ήδη άλλωστε, εκτός από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε όλες τις άλλες περιοχές της υφηλίου, ο στόχος για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών μέχρι τα μέσα του αιώνα έχει εξαφανιστεί από την πολιτική ατζέντα.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι κρίσιμο στην Ελλάδα να διατεθούν οι προβλεπόμενοι ευρωπαϊκοί πόροι με κριτήρια που να προωθούν ένα βιώσιμο αποτύπωμα σε όλους του τομείς της οικονομίας. Όποιες επιχειρήσεις δηλαδή ενισχύονται, να δεσμεύονται μέσα από συγκεκριμένους στόχους ενεργειακής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής ευθύνης.
Έχει μεγάλη σημασία προς ποια κατεύθυνση τελικά θα κινηθούμε.
Τόσο τα αισιόδοξα όσο και τα απαισιόδοξα αφηγήματα θα παραμείνουν στο τραπέζι για κάποιο διάστημα. Με την κατάληξη να κρίνεται από την τελική δυναμική της κοινωνικής παρέμβασης. Ας ελπίσουμε πως το πλήγμα από την κρίση της πανδημίας θα οδηγήσει τελικά στην επίσπευση των αναγκαίων μετασχηματισμών, προς ένα βιώσιμο και κλιματικά προστατευτικό μοντέλο ανάπτυξης.
*Χάρης Δούκας: Αν. Καθηγητής, Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, ΕΜΠ
** To άρθρο δημοσιεύτηκε στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής (28 Ιουνίου 2020)
29 Ιουνίου 2020