Οι πετρελαιάδες κρατούν γερά τον έλεγχο στο κλίμα
Μπροστά στην πίεση του ισχυρού πετρελαϊκού λόμπι, που έχει αναγάγει το «πράσινο ξέπλυμα» σε… επιστήμη με τη συνεργασία και του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά και στις προτεραιότητες του γεωπολιτικού ανταγωνισμού και της ενεργειακής κρίσης, οι πολιτικές ηγεσίες σε ΗΠΑ και Ευρώπη οπισθοχωρούν διαρκώς από τους στόχους της «πράσινης» μετάβασης.
Ηφετινή ετήσια σύνοδος του ΟΗΕ για το κλίμα (COP28), που ξεκινά στις 30 Νοεμβρίου, διακρίνεται για μια… ιδιοτυπία: φιλοξενείται στην πρωτεύουσα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων Ντουμπάι και των εργασιών της θα προεδρεύσει ο σουλτάνος Αχμέντ αλ-Τζαμπέρ, υπουργός Βιομηχανίας του εμιράτου και διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Εταιρείας Πετρελαίου του Αμπου Ντάμπι (ADNOC).
Η σκανδαλώδης αντίφαση και η προφανής σύγκρουση συμφερόντων είναι, προφανώς, κακός οιωνός για την έκβαση της ίδιας της συνόδου. Η περυσινή σύνοδος στην Αίγυπτο απέτυχε, ενώ η φετινή ξεκινάει με τους χειρότερους οιωνούς. Ο γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες απέμεινε μόνος από τον διεθνή επίσημο τομέα να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Αν δεν κάνουμε κάτι γρήγορα, μας περιμένει μια Κόλαση.
Ωστόσο, μιλάει σε ώτα μη ακουόντων. Το 2023, όπως και το 2022, η βιομηχανία της εξόρυξης πάτησε γκάζι. Σύμφωνα με τα στοιχεία της GOGEL (Global Oil and Gas Exit List):
● Από το 2021 οι εταιρείες εξόρυξης έχουν δαπανήσει 170 δισ. δολάρια για την αξιοποίηση νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου.
● Το 96% των 700 εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην εξερεύνηση και ανάπτυξη νέων κοιτασμάτων συνεχίζουν σε ρυθμούς business as usual.
● Πάνω από 1.000 εταιρείες σχεδιάζουν νέους αγωγούς φυσικού αερίου, σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο ή τερματικούς σταθμούς εξαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Μπροστά στην πίεση του ισχυρού πετρελαϊκού λόμπι, που έχει αναγάγει το «πράσινο ξέπλυμα» σε… επιστήμη με τη συνεργασία και του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά και στις προτεραιότητες του γεωπολιτικού ανταγωνισμού και της ενεργειακής κρίσης, οι πολιτικές ηγεσίες σε ΗΠΑ και Ευρώπη κάνουν διαρκώς βήματα πίσω.
Ενώ όμως η θέληση για γρήγορα βήματα στον δρόμο της απανθρακοποίησης εξασθενεί, η πραγματικότητα βοά. Το 2024 η μέση θερμοκρασία έφτασε τον 1,4 οC, αποδεικνύοντας ότι η κλιματική κρίση επιταχύνεται πέρα και από τα απαισιόδοξα σενάρια. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα γίνονται διαρκώς πιο συχνά, πιο βίαια και πιο καταστρεπτικά.
Οι στόχοι που έχουν τεθεί απαιτούν τεράστιες δαπάνες, που ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί και δεν θέλει να αναλάβει – ο δικός του ρυθμός «πράσινης μετάβασης» καθορίζεται από τις δυνατότητες επένδυσης και το ύψος της κερδοφορίας.
Οι κρατικές «πράσινες» επιδοτήσεις στις ΗΠΑ δεν λογοδοτούν σε ένα διεθνές σχέδιο ανάσχεσης της κλιματικής κρίσης αλλά σε ένα σχέδιο στήριξης των αμερικανικών βιομηχανιών. Η Ε.Ε., καθηλωμένη στη «δημοσιονομική πειθαρχία», αδυνατεί να κάνει ακόμη κι αυτό, έστω για να προστατεύσει την ευρωπαϊκή βιομηχανία στον διεθνή ανταγωνισμό. Οσο για την Κίνα, την Ινδία, τη Ρωσία κ.λπ., από τους μεγαλύτερους ρυπαντές διεθνώς, αυτοεξαιρούνται από οποιαδήποτε ουσιαστική δέσμευση.
Τι θα κάνει ο σουλτάνος αλ-Τζαμπέρ; Αυτό που ξέρει καλά και που υποσχέθηκε ήδη: «πολύ χρήμα» για τη συγκρότηση Ταμείου για το Κλίμα. Μέχρι 25 δισ. ευρώ υπόσχεται να «εξασφαλίσει» – ποσό που ελπίζει ότι θα είναι αρκετό για το «πράσινο ξέπλυμα» μιας χειραγωγημένης από το λόμπι του άνθρακα και αποτυχημένης συνόδου.
Οσο για τις καταστροφές που θα ’ρθουν: καθείς ας προφυλαχτεί όσο και όπως μπορεί… Τα αδύναμα έθνη και οι εισοδηματικά αδύναμοι μέσα σε κάθε έθνος θα πληρώσουν το «μάρμαρο». Γιατί το ενεργειακό σύστημα που στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα και όλα τα συμφέροντα που το στηρίζουν δεν είναι μόνο τοξικά αλλά και ταξικά…
Οικοδεσπότης… το πετρελαϊκό λόμπι στη διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα
Μόνο ως δυσοίωνη για την επιτυχή έκβαση της COP28 θεωρείται η διεξαγωγή της στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ), αλλά και η επιλογή του προσώπου που θα αναλάβει την προεδρία της.
Και αυτό διότι αν και η καύση των ορυκτών καυσίμων θεωρείται ο βασικός ένοχος για την κλιματική αλλαγή, η φετινή σύνοδος κορυφής θα διεξαχθεί στα ΗΑΕ, ένα από τα 10 κορυφαία πετρελαιοπαραγωγικά κράτη στον κόσμο. Τα ΗΑΕ έχουν τεράστιο κατά κεφαλήν αποτύπωμα άνθρακα, το 4ο μεγαλύτερο στον κόσμο πίσω από το Κατάρ, το Μπαχρέιν και το Κουβέιτ. Σύμφωνα με την Υπηρεσία Ενεργειακών Πληροφοριών των ΗΠΑ, είναι ο έβδομος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο, με έσοδα από εξαγωγές που ξεπερνούν τα 70 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον τα ΗΑΕ έχουν τα τρία μεγαλύτερα σχέδια επέκτασης για εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο.Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη προκάλεσε το γεγονός ότι ως πρόεδρος των συνομιλιών της COP28 διορίστηκε ο σουλτάνος Αχμέντ Αλ Τζαμπέρ, μέλος με επιρροή της κυβέρνησης των ΗΑΕ, έχοντας ρόλους ως υπουργός Βιομηχανίας, διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Εταιρείας Πετρελαίου του Αμπου Ντάμπι (ADNOC), του 11ου μεγαλύτερου παραγωγού πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο, και πρόεδρος της εταιρείας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας Masdar.Πέραν του ότι ο επικεφαλής μιας εταιρείας πετρελαίου θα ηγηθεί της COP των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα για πρώτη φορά στην ιστορία της, το γεγονός χαρακτηρίστηκε ως ισοδύναμο του διορισμού του επικεφαλής μιας εταιρείας τσιγάρων για να επιβλέπει ένα συνέδριο για τις θεραπείες του καρκίνου, αλλά και ως μια μαχαιριά στην πλάτη για τις φτωχές χώρες να έχουν έναν διευθύνοντα σύμβουλο ορυκτών καυσίμων πρόεδρο στις προσπάθειες περιορισμού της κλιματικής κρίσης.
Είναι ενδεικτικό ότι οι εκπομπές οι οποίες καταστρέφουν το κλίμα που θα παραχθούν από την εταιρεία πετρελαίου του προέδρου της COP28 μέσα στα επόμενα έξι χρόνια με τη χρήση της αμφισβητούμενης τεχνολογίας δέσμευσης άνθρακα που υιοθετεί, θα χρειάζονταν 343 χρόνια για να «συλληφθούν», σύμφωνα με ανάλυση της Global Witness.
Σημειώνεται ότι η COP26 στη Γλασκόβη είχε παρόντες 500 λομπίστες ορυκτών καυσίμων και στην COP στην Αίγυπτο η παρουσία τους σημείωσε αύξηση 25%. Με βάση τα προαναφερόμενα, διαφαίνεται ότι η COP28 θα αποτελεί ελεύθερο πεδίο για συμφέροντα που αναμφίβολα θα χρησιμοποιήσουν τις συνομιλίες για το κλίμα για να συνεχίσουν να υπονομεύουν οποιαδήποτε πρόοδο.
Υπάρχει όμως ακόμη ένα μεγάλο πρόβλημα. Τα ΗΑΕ είναι μια χώρα με κλειστό αστικό χώρο, όπου οι διαφωνίες ποινικοποιούνται και οι ακτιβιστές συχνά συλλαμβάνονται. Στις πολυμερείς συνόδους κορυφής όπου λαμβάνονται αποφάσεις για την κλιματική αλλαγή είναι ζωτικής σημασίας η κοινωνία των πολιτών να μπορεί να κινητοποιηθεί για να απαιτήσει περισσότερα, να ζητήσει λογοδοσία και να διασφαλίσει ότι θα ακουστούν οι απόψεις αυτών που πλήττονται περισσότερο. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε συνθήκες κλειστού αστικού χώρου.
Κι όμως, το καθεστώς εργαλειοποιεί τη φιλοξενία της COP28 για να ξεπλύνει τη φήμη του, δημιουργώντας μια σειρά από ψεύτικους λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που επαινούν τα ΗΑΕ ως οικοδεσπότη και τα υπερασπίζονται από την κριτική.
Ζοφερή διαπίστωση για ένα «κολασμένο» μέλλον;
«Μπορούμε να πούμε σχεδόν με βεβαιότητα ότι το 2023 θα είναι το θερμότερο έτος που έχει καταγραφεί στα χρονικά και επί του παρόντος βρίσκεται 1,43 βαθμό Κελσίου πάνω από τον προβιομηχανικό μέσο όρο. Η αίσθηση του επείγοντος για φιλόδοξη κλιματική δράση ενόψει της συνόδου COP28 δεν ήταν ποτέ ισχυρότερη». Τη ζοφερή αυτή διαπίστωση έκανε αρχές Νοεμβρίου η Σαμάνθα Μπέρτζες, αναπληρώτρια διευθύντρια του παρατηρητηρίου Copernicus, της υπηρεσίας της Ε.Ε. για την κλιματική αλλαγή.
Κι αν δεν μας τρόμαξε αρκετά -μετά και τους σφοδρότατους καύσωνες, τις φονικές πυρκαγιές και τις καταστροφικές πλημμύρες που έζησε ειδικά η περιοχή της Μεσογείου φέτος, εν αναμονή μάλιστα μιας ακόμα πιο καυτής χρονιάς το 2024-, ήρθε την προηγούμενη Δευτέρα και η εφιαλτική πρόβλεψη του Περιβαλλοντικού Προγράμματος του ΟΗΕ (UNEP) ότι ο πλανήτης μας βρίσκεται πλέον σε τροχιά για μια «κολασμένη» αύξηση θερμοκρασίας ακόμα και κατά 3 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα που διανύουμε.
Λαμβάνοντας υπόψη το αυτοκαταστροφικό έλλειμμα πολιτικής βούλησης και τους τραγικά ανεπαρκείς, κατά συνέπεια, σχεδιασμούς πρωτίστως των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών -και μεγαλύτερων ρυπαντών του περιβάλλοντος- για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέσω του περιορισμού της χρήσης ορυκτών καυσίμων, στην ετήσια έκθεση που δημοσιοποίησε πριν από την COP28 το UNEP προειδοποιεί ηχηρά ότι η υφήλιος οδηγείται σε ολέθρια επίπεδα υπερθέρμανσης, μεταξύ 2,5°C και 2,9°C ώς το 2100. Με βάση δε τις υφιστάμενες πολιτικές και τις αποτυχημένες προσπάθειες μείωσης των εκπομπών, η υπερθέρμανση μπορεί να φτάσει τους 3°C. Τέτοια κλιματική απορρύθμιση με τόσο υψηλά επίπεδα κάψας θα προκαλούσε δυνητικά μη αναστρέψιμες βλάβες στην ξηρά, τους ωκεανούς και τα οικοσυστήματα, καθιστώντας μεγάλες εκτάσεις της Γης αβίωτες ουσιαστικά για τον άνθρωπο. Ο γ.γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, έχει ήδη σημάνει συναγερμό για το «κολασμένο» μέλλον που μας περιμένει, αν δεν αλλάξουμε ρότα εδώ και τώρα.
Στρουθοκαμηλίζοντας ωστόσο, οι κυβερνήσεις του κόσμου εξακολουθούν να διοχετεύουν στην ατμόσφαιρα αέρια του θερμοκηπίου σε επίπεδα-ρεκόρ, με τις εκπομπές αντί να μειώνονται να αυξάνονται κιόλας κατά 1,2% από το 2021 ώς το 2022, σύμφωνα με το UNEP – αύξηση που αποδίδει κυρίως στη συνεχιζόμενη χρήση ορυκτών καυσίμων και τη βιομηχανική δραστηριότητα. «Οι τωρινές τάσεις οδηγούν τάχιστα τον πλανήτη μας σε ένα αδιέξοδο αύξησης της θερμοκρασίας κατά 3°C. Πρόκειται για αποτυχία ηγεσίας, προδοσία των ευάλωτων και μια τεράστια χαμένη ευκαιρία», υπογράμμισε δραματικά ο Γκουτέρες ενόψει της COP28. Παρά τον… διακοσμητικό του ρόλο, κάποιος πρέπει να τα λέει. Το πρόβλημα είναι βέβαια ποιος θέλει να ακούσει.
«Γνωρίζουμε ότι είναι ακόμα εφικτό να κάνουμε πραγματικότητα το όριο του 1,5°C [σ.σ. όπως προβλέπει από το 2016 η Συμφωνία του Παρισιού]. Απαιτεί να ξεριζώσουμε τη δηλητηριασμένη ρίζα της κλιματικής κρίσης: τα ορυκτά καύσιμα», διαμήνυσε για άλλη μια φορά ο γ.γ. του ΟΗΕ, συμπληρώνοντας με έμφαση: «Οι ηγέτες πρέπει να αναβαθμίσουν αποφασιστικά τους στόχους τους, με ρεκόρ φιλοδοξίας, ρεκόρ δράσης και ρεκόρ μείωσης των εκπομπών. Οχι άλλο πράσινο ξέπλυμα [greenwashing]. Οχι άλλη κωλυσιεργία».
Ο Γκουτέρες ζήτησε βασικά να υπάρξει δέσμευση των κρατών στην COP28 για τριπλασιασμό της δυναμικότητας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ώς το 2030 και για σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, με σαφές χρονοδιάγραμμα που θα τηρηθεί. Αν ματαιοπονεί ή όχι, θα φανεί στο τέλος της συνόδου. Τόνισε επίσης ότι πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των αναπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών, μετά τις αθετημένες υποσχέσεις για παροχή κλιματικής βοήθειας δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οπως επισημαίνει το UNEP, για να μην ξεπεραστεί το διεθνώς συμφωνημένο όριο του 1,5°C, χρειάζεται να μειωθούν κατά 22 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα οι προβλεπόμενες εκπομπές το 2030. Αυτό αποτελεί το 42% των παγκόσμιων εκπομπών και ισοδυναμεί με την παραγωγή των πέντε χειρότερων ρυπαντών του κόσμου: Κίνας, Ηνωμένων Πολιτειών, Ινδίας, Ρωσίας και Ιαπωνίας.
Αν τηρηθούν οι μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις κάθε χώρας για μηδενικές εκπομπές ώς το 2050, αναφέρει το UNEP, τότε η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα μπορούσε να περιοριστεί στους 2°C. Δυστυχώς όμως καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι δεσμεύσεις αυτές «δεν θεωρούνται προς το παρόν αξιόπιστες». Διαπιστώνει δε ότι καμία από τις πλούσιες χώρες της G20, που παράγουν από κοινού περίπου το 80% του διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως, δεν μειώνει τις εκπομπές με ρυθμό που να συνάδει με τους στόχους που έχουν θέσει. Κοινώς, άλλα λένε κι άλλα κάνουν, αφήνοντας «μαύρη» κληρονομιά στις επόμενες γενιές.
Το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης παρέχεται με τη μορφή δανείων που πρέπει να αποπληρώσουν οι αναπτυσσόμενες χώρες
Πλούσιες χώρες όπως οι ΗΠΑ και μεγάλου μέρους της Ευρώπης, που ευθύνονται για τη συντριπτική πλειονότητα των ιστορικών εκπομπών άνθρακα, μέχρι σήμερα αρνούνται να υποστηρίξουν μια ισχυρή δέσμευση για περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη παρά τις εξαγριωμένες αντιρρήσεις των φτωχότερων εθνών που ήδη υπέφεραν από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής
Κουβαλώντας τις αποτυχίες των προηγούμενων συνόδων ξεκινά την ερχόμενη Πέμπτη στο Ντουμπάι ακόμη μία επίπονη σύνοδος κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα, η 28η στη σειρά (COP28). Με ανοιχτό το θέμα της χρηματοδότησης των αναπτυσσόμενων χωρών για τις απώλειες και ζημιές που υφίστανται από την κλιματική αλλαγή, μια εκκρεμότητα η οποία παραμένει από την προηγούμενη σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στην Αίγυπτο, αλλά και την παταγώδη αποτυχία σε ό,τι αφορά τη δρομολόγηση για τη μείωση των εκπομπών που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου η οποία σημαδεύει όλες τις συνόδους, η αισιοδοξία για τα αποτελέσματα της COP28 είναι περιορισμένη.
Οι περισσότερες από τις 200 κυβερνήσεις που θα συμμετάσχουν στη σύνοδο και μαζί με αυτές περιβαλλοντικές οργανώσεις, κοινοτικές ομάδες, δεξαμενές σκέψης, επιχειρήσεις (ακόμη και πολυεθνικές του πετρελαίου!) και θρησκευτικές ομάδες θα συζητήσουν για το πώς θα περιορίσουν και θα προετοιμαστούν για την κλιματική αλλαγή.
Η COP28 θεωρείται σημαντική, αλλά αυτό τελικά θα κριθεί αν με τη λήξη της θα καταφέρει να βοηθήσει στη διατήρηση του στόχου του περιορισμού της μακροπρόθεσμης αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς Κελσίου, κάτι που συμφωνήθηκε από σχεδόν 200 χώρες στο Παρίσι το 2015. Ο στόχος των 1,5 βαθμών είναι ζωτικής σημασίας για την αποφυγή των πιο επιζήμιων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με το σώμα του ΟΗΕ για το κλίμα, τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC).
Η μακροχρόνια άνοδος της θερμοκρασίας πλησιάζει πλέον τον 1,3 βαθμό Κελσίου σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή –πριν οι άνθρωποι αρχίσουν να καίνε ορυκτά καύσιμα σε μεγάλη κλίμακα. Ωστόσο ο κόσμος βρίσκεται σε... καλό δρόμο για άνοδο της θερμοκρασίας περίπου 2,5 βαθμών έως το 2100, ακόμη και με τις τρέχουσες δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.
Εκτός από την πρόοδο προς τους υπάρχοντες στόχους του Παρισιού, η COP28 θα επικεντρωθεί στην επιτάχυνση της μετάβασης σε καθαρές πηγές ενέργειας για «περικοπή» των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου πριν από το 2030 και στην οικοδόμηση μιας νέας συμφωνίας για τις αναπτυσσόμενες χώρες, που θα περιλαμβάνει την παροχή χρημάτων για τη δράση για το κλίμα από τις πλουσιότερες στις φτωχότερες χώρες. Ως σχεδόν δεδομένο θεωρείται το ότι θα υπάρξει διαφωνία σχετικά με το μέλλον των «αμείωτων» ορυκτών καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου) που καίγονται χωρίς τεχνολογίες για τη δέσμευση των εκπομπών τους.
Το «αγκάθι» της χρηματοδότησης
Η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων στη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα το 2009 στην Κοπεγχάγη της Δανίας είχε επιπτώσεις που έχουν διαμορφώσει τη διεθνή χρηματοδότηση για το κλίμα μέχρι σήμερα. Πλούσιες χώρες όπως οι ΗΠΑ και μεγάλου μέρους της Ευρώπης, που ευθύνονται για τη συντριπτική πλειονότητα των ιστορικών εκπομπών άνθρακα, αρνήθηκαν να υποστηρίξουν μια ισχυρή δέσμευση για περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη παρά τις εξαγριωμένες αντιρρήσεις των φτωχότερων εθνών που ήδη υπέφεραν από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο η δέσμευση που υιοθετήθηκε κατά τις διαπραγματεύσεις αφορούσε την παροχή 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για το κλίμα από τις πλούσιες χώρες προς τις φτωχότερες. Πρόκειται για ένα ποσό που ήταν πολύ χαμηλότερο από τις πραγματικές ανάγκες σε αυτά τα φτωχότερα κράτη, αλλά υιοθετήθηκε από τους διαπραγματευτές και σήμερα εξακολουθεί να παραμένει η μεγαλύτερη χρηματοοικονομική δέσμευση που έχει υπάρξει ποτέ για την κλιματική αλλαγή, ακόμη κι αν δεν τηρήθηκε αμέσως μετά την αποδοχή της.
Πάνω από μία δεκαετία αργότερα οι αναπτυγμένες χώρες μόνο τώρα φαίνεται να εκπληρώνουν αυτή την υπόσχεση. Οπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα σε μια νέα έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ο στόχος των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων φαίνεται να επιτεύχθηκε τελικά το 2022, κάτι που ξεπέρασε κατά πολύ την αρχική προθεσμία για το 2020.
Το 2021 τα πλούσια κράτη παρείχαν περίπου 90 δισεκατομμύρια δολάρια χρηματοδότησης για το κλίμα στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ακόμη και όταν οι κλιματικές καταστροφές προκαλούν όλεθρο σε φτωχότερες χώρες στη νοτιοανατολική Ασία και την υποσαχάρια Αφρική. Ιδίως οι ΗΠΑ υστερούν. Εάν επρόκειτο να καταβάλει μερίδιο ισοδύναμο με τις ιστορικές εκπομπές της άνθρακα, η χώρα θα ήταν υπεύθυνη για σχεδόν τα μισά από τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια και έχει συμβάλει με μόνο ένα κλάσμα αυτού του ποσού.
Στην COP27 στην Αίγυπτο μια συμφωνία για τη δημιουργία ταμείου απωλειών και ζημιών χαιρετίστηκε ως σημαντική σε ένα από τα πιο δύσκολα θέματα στις διαπραγματεύσεις του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή. Σε μια κατά τα άλλα απογοητευτική διάσκεψη αυτή η απόφαση τον Νοέμβριο του 2022 αναγνώρισε τη βοήθεια που χρειάζονται ιδιαίτερα οι φτωχότερες χώρες και οι χώρες με χαμηλές εκπομπές για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης.
Ομως μετά από έναν χρόνο συνομιλιών η ανάγκη για ένα αποτελεσματικό ταμείο που μπορεί να δημιουργηθεί γρήγορα και να βοηθήσει τους πιο ευάλωτους στην κλιματική αλλαγή δεν έχει υλοποιηθεί με τον τρόπο που ήλπιζαν οι αναπτυσσόμενες χώρες. Και η μη τήρηση της δέσμευσης των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων έχει διαβρώσει την εμπιστοσύνη μεταξύ του αναπτυγμένου κόσμου και του αναπτυσσόμενου.
Εξάλλου τα ερωτήματα που τέθηκαν και έμειναν άλυτα στην Αίγυπτο αφορούν το ποιος θα πληρώνει σε αυτό το νέο ταμείο, το ποιος θα πρέπει να το φιλοξενεί και να το διαχειρίζεται, το ποιος θα έχει εξουσία πάνω του και το ποιος θα έχει πρόσβαση στη χρηματοδότηση (και ποιος όχι). Οπότε το πώς ακριβώς θα λειτουργήσει παραμένει ακόμα ασαφές.
Πάντως ένα πράγμα που είναι απίθανο να ακούσετε στην COP28 είναι η λέξη «αποζημίωση», καθώς αυτή η γλώσσα εξακολουθεί να απουσιάζει εντελώς από τη συζήτηση του συγκεκριμένου θέματος στις διαπραγματεύσεις. Οι ΗΠΑ για παράδειγμα έχουν αποκλείσει το ενδεχόμενο καταβολής κλιματικών αποζημιώσεων για τις ιστορικές εκπομπές τους, αλλά θέλουν να προσθέσουν το επίθετο «εθελοντικό» σε οποιαδήποτε αναφορά για εισφορές στο ταμείο.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την Παγκόσμια Τράπεζα ως δυνητικό φορέα υποδοχής αυτού του ταμείου για διάφορους λόγους. Ενας από τους βασικούς αφορά τα διοικητικά τέλη που χρεώνει η τράπεζα, τα οποία θα απορροφούν μεγάλο μερίδιο της βοήθειας. Δηλαδή για κάθε 100 δισεκατομμύρια δολάρια που προσφέρονται σε χώρες και κοινότητες οι οποίες ταλαιπωρούνται από την καταστροφή, η Παγκόσμια Τράπεζα θα κρατά 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον η χρηματοδότηση των απωλειών και ζημιών δεν θα πρέπει να αυξάνει το χρέος μιας αναπτυσσόμενης χώρας. Κι όμως, η πλειονότητα της χρηματοδότησης εξακολουθεί να παρέχεται με τη μορφή δανείων που πρέπει να αποπληρώσουν οι αναπτυσσόμενες χώρες.