Συνεχίζεται η κυριαρχία του πετρελαίου

Αν κρίνει κανείς από τις διάφορες πολιτικές που υιοθετούν οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο για να δώσουν ώθηση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ηλεκτροκίνηση, θα υπέθετε ότι η παγκόσμια οικονομία οδεύει ολοταχώς προς την πράσινη οικονομία και την απεξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα.

Η Ουάσιγκτον προωθεί το πακέτο Μπάιντεν που επιδοτεί όσες πράσινες επενδύσεις παράγονται εντός ΗΠΑ, προκαλώντας τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο σε ανάλογες κινήσεις. Και το Ριάντ επενδύει δισεκατομμύρια για να μετατρέψει τη Σαουδική Αραβία, τη χώρα συνώνυμο του πετρελαίου και των πετροδολαρίων, σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό και κέντρο βιντεοπαιχνιδιών.

Επενδύσεις

Κυβερνήσεις και ηγέτες δεσμεύονται να στηρίξουν τη στροφή στην πράσινη ενέργεια και να απεξαρτήσουν τις οικονομίες τους από τα ορυκτά καύσιμα. Ομως το πετρέλαιο, κινητήριος δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας από τη βιομηχανική επανάσταση, θα παραμείνει μαζί με το φυσικό αέριο η κύρια πηγή ενέργειας για τον κόσμο για πολλές δεκαετίες ακόμη. Και δεν πρόκειται μόνον για τις εκτιμήσεις των ιθυνόντων και των ενεργειακών κολοσσών, αλλά και για τις ίδιες τις επενδύσεις που διαψεύδουν πλήρως τις αυταπάτες.

Στη διάσκεψη για την Ενέργεια της Ασίας, που πραγματοποιήθηκε μέσα στην εβδομάδα στην Κουάλα Λουμπούρ της Μαλαισίας, οι μεγαλύτεροι παράγοντες της βιομηχανίας τόνισαν πως η παγκόσμια οικονομία θα εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί ως κύρια πηγή ενέργειας τους υδρογονάνθρακες για αρκετές δεκαετίες ακόμη.

Η ExxonMobil εκτιμά πως το 2050 η ζήτηση για πετρέλαιο θα έχει αυξηθεί κατά περίπου 15 εκατ. βαρέλια την ημέρα.

«Αυτή είναι η σημαντικότερη συνειδητοποίηση που προκύπτει από αυτήν τη διάσκεψη», τόνισε από το βήμα της εν λόγω διάσκεψης ο Τζον Ες, διευθύνων σύμβουλος της αμερικανικής πετρελαϊκής Hess Corporation. Οπως εξήγησε ο ίδιος, η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια θα χρειαστεί πολύ περισσότερο χρόνο από όσο νομίζαμε αρχικά, θα κοστίσει πολύ περισσότερα χρήματα και θα απαιτήσει ακόμη και νέες τεχνολογίες που δεν υπάρχουν ακόμη.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Hess Corporation, για τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία ο κόσμος πρέπει να επενδύει 4 τρισ. δολ. ετησίως, πολύ περισσότερα δηλαδή από όσα είναι διατεθειμένος να προσφέρει. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, οι επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια θα αυξηθούν σημαντικά φέτος, οπότε και αναμένεται να φτάσουν παγκοσμίως στο 1,7 τρισ. δολάρια.

Παράλληλα, η ζήτηση για πετρέλαιο και φυσικό αέριο θα εξακολουθήσει να αυξάνεται παρά τις προσπάθειες των ανεπτυγμένων οικονομιών της Δύσης.

Στην Ασία

Ο πετρελαϊκός κολοσσός της ExxonMobil εκτιμά πως το 2050 η ζήτηση για πετρέλαιο θα έχει αυξηθεί κατά περίπου 15 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Τόσο η ExxonMobil όσο και η ΙΕΑ εκτιμούν ότι καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την αύξηση θα έχουν διαδραματίσει οι αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας, της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ασία, ο αντιπρόεδρος της S&P Global, Νταν Γερτζίν, επισημαίνει πως στις χώρες που έχουν πληθυσμό κατά 50% μεγαλύτερο από εκείνον του συνόλου της Ε.Ε., η ζήτηση θα αυξάνεται διαρκώς εξαιτίας της εντεινόμενης τάσης αστικοποίησης.

«Πυρετός» νέων εξορύξεων 

Κι ενώ οι επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια υπολείπονται σημαντικά σε σύγκριση με τις εκτιμώμενες ανάγκες, καλά κρατούν οι επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα. Παρά τις εξαγγελίες της περί στροφής στην πράσινη ενέργεια, τον Μάρτιο η κυβέρνηση Μπάιντεν έδωσε το πράσινο φως στο σχέδιο εξόρυξης πετρελαίου αξίας 8 δισ. δολ. στο κοίτασμα Γουίλοου της Αλάσκας, προκαλώντας επικρίσεις κάθε είδους. 

Παράλληλα η υπερδύναμη συνεχίζει τις εξορύξεις σχιστολιθικών υδρογονανθράκων, με το επίπεδο των επενδύσεων και των εξορύξεων στον κλάδο να είναι πολλαπλάσιο των αντίστοιχων για το επίμαχο σχέδιο εξόρυξης στην Αλάσκα.  Στο μεταξύ, την ίδια στιγμή σε όλον τον κόσμο έχουν εγκριθεί στη διάρκεια του περασμένου και του τρέχοντος έτους εκατοντάδες καινούργια σχέδια του είδους και πολλά αναμένεται να εγκριθούν μέσα στους επόμενους μήνες. Κάποια εξ αυτών και εντός των ΗΠΑ.

Εν ολίγοις, η βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων έχει πλήρως ανακάμψει από την αδιανόητη κρίση που γνώρισε εξαιτίας της πανδημίας, όταν η ζήτηση για ενέργεια έτεινε να μηδενιστεί. Εν μέρει το οφείλει και στον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς ήταν ο κύριος παράγοντας που εξώθησε ανοδικά τις τιμές του πετρελαίου και μαζί τους και την παγκόσμια ζήτηση και διασφάλισε δυσθεώρητα κέρδη στις πετρελαϊκές. 

Τα κέρδη αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο επικρίσεων, προστριβών, αλλά και προβληματισμού στους κόλπους των κυβερνήσεων, πολλές από τις οποίες εξέτασαν τη δυνατότητα μεγάλης φορολόγησης των κερδών από ένα επίπεδο και πάνω. 

Και οι μεγάλες πετρελαϊκές αναθεωρούν τη στάση τους: η ΒΡ,  για παράδειγμα, ανακάλεσε προσφάτως το σχέδιό της για μείωση της παραγωγής της κατά 40% το 2030 και έθεσε νέο στόχο μια πολύ ηπιότερη μείωση, της τάξης του 25%.

Ανάμεσα στις χώρες που εγκρίνουν νέα σχέδια εξορύξεων και αυξάνουν την παραγωγή υδρογονανθράκων συγκαταλέγονται πρωτίστως οι γνωστές πετρελαιοπαραγωγοί χώρες της Μέσης Ανατολής και κυρίως το Κατάρ, που αναμένεται πως σε δύο χρόνια θα παρουσιάσει τη μεγαλύτερη εγκατάσταση παραγωγής φυσικού αερίου στον κόσμο. Παράλληλα, όμως, έχουν εγκρίνει νέα σχέδια και έχουν αυξήσει την παραγωγή δυτικές χώρες, όπως η Νορβηγία, ενώ έχουν εγκριθεί από τις κυβερνήσεις 30 χωρών τουλάχιστον τεράστια σχέδια εκμετάλλευσης πετρελαίου που έχουν υποβάλει πολυεθνικές εταιρείες δυτικών χωρών σε χώρες όπως η Γουιάνα, η Βραζιλία και η Ουγκάντα. Και βέβαια ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες υποστηρίζουν πως έχουν δικαίωμα να αντλήσουν κέρδη από τα ορυκτά καύσιμα, καθώς δεν είναι αυτές που ευθύνονται για τη συσσωρευμένη μόλυνση του περιβάλλοντος, αλλά οι βιομηχανικές και ανεπτυγμένες χώρες που έχουν επιβαρύνει το περιβάλλον εις το έπακρον, προς χάριν των οικονομιών τους.

Στα αζήτητα 90 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου της Ρωσίας

Οι υποδομές της Ρωσίας για τις εξαγωγές φυσικού αερίου είναι προσανατολισμένες προς τη Δύση που ήταν, πάντα, ο μεγάλος πελάτης της. Σήμερα, όμως, το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας της που αγοράζει το ρωσικό αέριο είναι στην Ανατολή γι’ αυτό και πρέπει να κατασκευάσει την απαιτούμενη υποδομή. Αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στους υφιστάμενους αγωγούς και στην πελατεία της Μόσχας αποτελεί μέρος του ευρύτερου προβλήματος που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ο πόλεμος έχει αποκόψει τη Ρωσία από την Ευρώπη, που ήταν η μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές ρωσικού αερίου. Το ερώτημα είναι τι κάνει η Ρωσία με όλο αυτό το πλεόνασμα αερίου.
Το 2021 η Ρωσία διοχέτευσε μέσω αγωγών περίπου 150 δισ. κυβικά μέτρα ρωσικού αερίου στην Ευρώπη. Ηταν περισσότερα από όσα χρειάζονταν για να καλυφθεί η ετήσια κατανάλωση Γερμανίας, Γαλλίας και Αυστρίας. Η Ευρώπη απορροφούσε τα 2/3 των ρωσικών εξαγωγών αερίου συμπεριλαμβανομένου του υγροποιημένου αερίου. 

Αναζητεί νέες αγορές

Μετά την εισβολή στην Ουκρανία η Μόσχα έχει αναζητήσει νέες αγορές, έχει επεκτείνει άλλες και έχει δεσμευτεί να παρέχει αέριο σε τμήματα της χώρας που δεν καλύπτονταν έως τώρα από το εγχώριο δίκτυο.

Παρά τις προσπάθειές της αυτές, η Ρωσία δεν έχει αυτή τη στιγμή πελάτες για να πουλήσει περίπου 90 δισ. κ.μ. αερίου των αγωγών της, την ποσότητα δηλαδή που έκοψε από τις ροές προς την Ευρώπη στη διάρκεια του περασμένου έτους, με αποτέλεσμα να πιέζεται οικονομικά ενώ υφίσταται ήδη τις κυρώσεις της Δύσης.

Στις αρχές του έτους ο Ρώσος πρόεδρος ανακοίνωσε ότι η αύξηση της παραγωγής αερίου, η επεξεργασία και οι εγκαταστάσεις για την εξαγωγή και μεταφορά του θα είναι στα ανατολικά της χώρας, κοντά στα σύνορά της με την Κίνα. Και θα έχουν «πραγματικά στρατηγική σημασία». 
Τον Μάρτιο, όμως, οπότε επισκέφτηκε τη Μόσχα ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, δεν δεσμεύθηκε πως το Πεκίνο θα αγοράζει περισσότερο ρωσικό αέριο. 

Εξαγωγές

Η στροφή του Κρεμλίνου στην Κίνα προϋποθέτει την κατασκευή νέων αγωγών για να συμπληρώσουν τον αγωγό Power of Siberia που άρχισε να λειτουργεί τον Δεκέμβριο του 2019. Οι εξαγωγές στην Κίνα δεν είναι παρά ένα μικρό τμήμα όσων προορίζονταν για την Ευρώπη πριν από τον πόλεμο. Εχουν βέβαια αυξηθεί και αναμένεται να αυξηθούν κατά ακόμη 42% φέτος στα 22 δισ. κ.μ. προτού φτάσουν στα 38 δισ. κ.μ. ετησίως από το 2025 και μετά.

Πηγή: Bloomberg

Μέχρι το 2050

Βέβαιη πως «το πετρέλαιο και τα υγρά καύσιμα θα παραμείνουν η κύρια πηγή ενέργειας για τον κόσμο μέχρι και το 2050» δήλωσε η Εριν ΜακΓκραθ, σύμβουλος της ExxonMobil για δημόσια θέματα και σχέσεις με τις κυβερνήσεις, αν και αναγνώρισε πως η «ζήτηση θα αρχίσει να επιβραδύνεται μετά το 2025.

30 χώρες από το Κατάρ μέχρι την Κίνα έχουν εγκρίνει νέα σχέδια εξόρυξης υδρογονανθράκων το 2022 και το 2023.

Η νέα ζήτηση

Αναφερόμενος στη μαζική μετακίνηση πληθυσμών της Ασίας σε αστικά κέντρα που θα αυξήσει τη ζήτηση για πετρέλαιο, ο Πατρίκ Πουγιάν, διευθύνων σύμβουλος της TotalEnergies, τόνισε πως «εκεί είναι η ζήτηση καθώς υπάρχουν 5 δισ. άνθρωποι που μετακινούνται αναζητώντας καλύτερη ζωή».

1,7 τρισ. δολ. αναμένεται 
να είναι παγκοσμίως οι επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια μέσα στο 2023.

Νέες πηγές LNG

Σύμφωνα με τον Σράινερ Πάρκερ, διευθυντικό στέλεχος της εταιρείας πληροφοριών ενέργειας Rystad, «ο πόλεμος που είναι σε εξέλιξη στην Ευρώπη, αλλά και η κατάσταση στις διεθνείς αγορές θα οδηγήσουν μετά το 2030 σε μεγάλο χάσμα ανάμεσα στην παραγωγή LNG και τη ζήτηση, γι’ αυτό και θα χρειαστούν νέες πηγές LNG».

 

 

σ