Το μέλλον στην Ελλάδα δεν είναι το αέριο

07 05 2022 | 18:34Χάρης Δούκας

 

Ο «ενεργειακός πόλεμος», με τις τελευταίες εξελίξεις, παίρνει μια νέα, επικίνδυνη στροφή. Η Ελλάδα, όπως και όλη η Ευρώπη, θα πρέπει να ανεβάσει ταχύτητα στον αγώνα δρόμου για την ενεργειακή της αυτονομία, προωθώντας «καθαρές», εγχώριες ενεργειακές επιλογές. Όσο καθυστερεί, τόσο το κόστος θα ανεβαίνει για τους πολίτες. Όσο οι βραχυπρόθεσμες επιδιώξεις εκλαμβάνονται ως στρατηγικό πλεονέκτημα, τόσο περισσότερο θα εντείνεται η πίεση στην κοινωνία.

Από το Απρίλιο του 2021, στην ετήσια έκθεση εποπτείας του ενεργειακού τομέα, το “Institute for Energy Economics and Financial Analysis (IEEFA)” αποφάνθηκε ρητά ότι η εποχή του αερίου ως «καυσίμου-γέφυρας» για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια έχει πλέον παρέλθει. Είναι εφικτή δηλαδή η παράκαμψη του φυσικού αερίου και η κατ’ ευθείαν μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Πρόσφατες μελέτες εξειδικευμένων οργανισμών σχεδιασμού (όπως η “Artelys”) επισημαίνουν πως τα κόστη (υποδομών) είναι σχεδόν διπλάσια στην περίπτωση υποκατάστασης ρωσικού αερίου με υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ) αντί για ανανεώσιμες. Επιπλέον, σε αυτή την περίπτωση, οι χώρες θα έχουν νέα, μεγάλη έκθεση στις παγκόσμιες αγορές ΥΦΑ και στη μεταβλητότητα των τιμών τους.

Όμως, η Ελλάδα μοιάζει ότι ακολουθεί αυτήν τη λάθος διαδρομή υψηλού κινδύνου. Είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη, η οποία κατά τη διάρκεια του 2021, και ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου ανέβαιναν σε υψηλά ιστορικά επίπεδα, αύξανε τη συμμετοχή του στην παραγωγή ηλεκτρισμού κατά 25%. Είναι επίσης η μοναδική χώρα που έχει υποβαθμίσει τον ρόλο και την αξία των βασικών υποδομών παράκαμψης του φυσικού αερίου.

Ποιες είναι αυτές; Τα ηλεκτρικά δίκτυα και η αποθήκευση.

Όσον αφορά στην αποθήκευση, ώριμες τεχνολογίες, όπως είναι οι μπαταρίες, η αντλησιοταμίευση και η θερμική αποθήκευση, που αντιμετωπίζουν το διακοπτόμενο χαρακτήρα των ΑΠΕ και παρέχουν με καθαρό τρόπο τη σταθερότητα που δίνουν στο σύστημα τα ορυκτά καύσιμα, δεν αξιοποιούνται. Όσον αφορά στα ηλεκτρικά δίκτυα, είναι κορεσμένα σχεδόν σε όλη τη χώρα, αδυνατώντας να απορροφήσουν την παραγόμενη καθαρή ενέργεια. Συνεπώς, οι ΑΠΕ δεν διαχέονται σε πολίτες, επιχειρήσεις αγρότες, ενεργειακές κοινότητες, ώστε να είναι καλύτερα προστατευμένοι στις διακυμάνσεις των τιμών των αγορών. Η προώθηση των ΑΠΕ γίνεται κατά βάση μέσω φαραωνικών έργων, με μονοπώλιο επενδυτών, και τους πολίτες «αποκλεισμένους», όχι μόνο από αυτές τις μεγάλες επενδύσεις ΑΠΕ, αλλά και από τις μικρότερες. Επιπλέον, τα χρήματα ενίσχυσης/ εκσυγχρονισμού δικτύων, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι πολύ περιορισμένα. Τέλος, καμία πρόβλεψη δεν υπάρχει για επέκταση της διασυνδεσιμότητας του δικτύου με την υπόλοιπη Ευρώπη. Κανένα μελλοντικό ηλεκτρικό σύστημα δε μπορεί να επιζήσει εάν δεν έχει ευρύχωρες διεθνείς διασυνδέσεις.

Το παλιό και χαμηλής διασυνδεσιμότητας δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, με την απουσία αποθήκευσης, είναι λοιπόν ο μεγάλος ασθενής του ενεργειακού συστήματος. Η αύξηση όμως του διαθέσιμου ηλεκτρικού χώρου και η δυνατότητα πρόσβασης του από όλους τους πολίτες δεν είναι μόνο τεχνική προϋπόθεση για την απεξάρτηση από το (ρωσικό) αέριο. Είναι θεμελιώδες ζήτημα ενεργειακής δημοκρατίας.

Χάρης Δούκας, Αν. Καθηγητής ΕΜΠ

(Αναδημοσίευση ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο, 7/5/2022)