Γιατί αυξάνονται τα «πωλητήρια» στο βιοαέριο; - Οι πρώτες ύλες, οι ταρίφες και η προοπτική της αγοράς

Στην προ δεκαετίας «χρυσή» εποχή των επενδύσεων σε βιοαέριο, κάποιοι νόμισαν ότι οι σίγουρες ταρίφες και τα δωρεάν αγροτικά απόβλητα αρκούν για να γίνουν επιχειρηματίες. Στην Κρήτη, οι αιτήσεις είχαν φτάσει να ξεπερνούν τα 200 MW, όταν η εγκεκριμένη ισχύς για όλο το νησί ήταν 15 MW, ενώ παρόμοιος «πυρετός» επικρατούσε και στη Μακεδονία.

Το «πείραμα» προφανώς δεν πέτυχε για όλους. Αύξηση του ανταγωνισμού, τον οποίο ο κατακερματισμένος αγροτικός κλήρος δεν μπορεί να υποστηρίξει, αποτυχημένες επενδύσεις λόγω κακού σχεδιασμού ή υπερκοστολόγησης, πρόωρη ή όψιμη υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, μαζί με αναταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και αύξηση του κόστους ενέργειας και πρώτων υλών, ανέτρεψαν αρκετές βεβαιότητες.

Κάποιοι από τους επιχειρηματίες του χώρου που αριθμεί 45 μονάδες, με μεγέθη από 150 έως 5.250 kWe σκέφτονται να πουλήσουν. Και το επόμενο διάστημα, μπορεί να δούμε κι άλλες κινήσεις, όπως η καλοκαιρινή εξαγορά στον Έβρο της μονάδας «Βιομέστη» από την Blue Grid, προκειμένου από κοινού με τον όμιλο Εβροφάρμα να προβούν σε επενδύσεις για την παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το βιοάεριο δεν έχει μέλλον. Το αντίθετο, όπως δείχνουν οι στόχοι που θέτει η Ευρώπη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο στόχος του REPowerEU είναι η παραγωγή βιομεθανίου που έφτασε πέρυσι τα 3,5 bcm στην ΕΕ, να έχει φτάσει ως το 2030 στα 35 bcm. Δεκαπλασιασμός μέσα σε μια οκταετία. Δύναται να εξασφαλίσει η αγορά βιοαερίου και βιομεθανίου 280.000 - 490.000 θέσεις εργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο έως το 2030, δείγμα της τεράστιας δυναμικής και των προοπτικών που υπάρχουν.

Και για αυτό, οι πλέον ανταγωνιστικές και καθετοποιημένες μονάδες βιοαερίου στην Ελλάδα, αυτές όπου ο αναερόβιος χωνευτήρας βρίσκεται δίπλα στην κοπριά των αγελάδων ή στα όποια αγροτικά και κτηνοτροφικά απόβλητα, είναι περιζήτητες. Είναι λιγοστές όμως στην Ελλάδα επενδύσεις με τέτοια χαρακτηριστικά. Και σε ένα περιβάλλον αυξητικού κόστους, για όσες μονάδες δεν διαθέτουν δική τους κτηνοτροφική εγκατάσταση, πρέπει να αγοράζουν κοπριά από πολλούς και μικρής δυναμικότητας κτηνοτρόφους, αρχίζουν τα προβλήματα.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η εξεύρεση της πρώτης ύλης δεν είναι εύκολη. Έχει παρέλθει προ πολλού η εποχή όπου οι κτηνοτρόφοι... πλήρωναν για να τους πάρει κάποιος τα απόβλητα, πλέον πληρώνονται για αυτά.

Ούτε και έχει οργανωθεί κατά τέτοιο τρόπο η αγορά, όπως συμβαίνει σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις συνάπτουν μακροχρόνια συμβόλαια και συμφωνίες με τις μονάδες βιοαερίου, οι οποίες εισπράττουν τα λεγόμενα gate fees, για τη διαχείριση των αγροτικών και κτηνοτροφικών αποβλήτων. Στην Ελλάδα, πολιτική αμοιβής του φορέα που διαχειρίζεται τα απόβλητα δεν υπάρχει.

Σε αυτό το περιβάλλον αυξημένου κόστους, δυσκολίας εξεύρεσης πρώτων υλών, προβληματικής εφοδιαστικής αλυσίδας, κάποιες επιχειρήσεις παραγωγής βιοαερίου έχουν αρχίσει να δυσκολεύονται, παρά τις σταθερές ταρίφες που εισπράττουν - 219 ευρώ / Mwh για μονάδες έως 1 ΜW, 209 ευρώ από 1-3 MW και 192 ευρώ για άνω των 3 MW, σύμφωνα τουλάχιστον με επιχειρηματίες του χώρου

Κάποιοι από τους επιχειρηματίες του χώρου που αριθμεί 45 μονάδες, με μεγέθη από 150 έως 5.250 kWe σκέφτονται να πουλήσουν. Και το επόμενο διάστημα, μπορεί να δούμε κι άλλες κινήσεις, όπως η καλοκαιρινή εξαγορά στον Έβρο της μονάδας «Βιομέστη» από την Blue Grid, προκειμένου από κοινού με τον όμιλο Εβροφάρμα να προβούν σε επενδύσεις για την παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το βιοάεριο δεν έχει μέλλον. Το αντίθετο, όπως δείχνουν οι στόχοι που θέτει η Ευρώπη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο στόχος του REPowerEU είναι η παραγωγή βιομεθανίου που έφτασε πέρυσι τα 3,5 bcm στην ΕΕ, να έχει φτάσει ως το 2030 στα 35 bcm. Δεκαπλασιασμός μέσα σε μια οκταετία. Δύναται να εξασφαλίσει η αγορά βιοαερίου και βιομεθανίου 280.000 - 490.000 θέσεις εργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο έως το 2030, δείγμα της τεράστιας δυναμικής και των προοπτικών που υπάρχουν.

Και για αυτό, οι πλέον ανταγωνιστικές και καθετοποιημένες μονάδες βιοαερίου στην Ελλάδα, αυτές όπου ο αναερόβιος χωνευτήρας βρίσκεται δίπλα στην κοπριά των αγελάδων ή στα όποια αγροτικά και κτηνοτροφικά απόβλητα, είναι περιζήτητες. Είναι λιγοστές όμως στην Ελλάδα επενδύσεις με τέτοια χαρακτηριστικά. Και σε ένα περιβάλλον αυξητικού κόστους, για όσες μονάδες δεν διαθέτουν δική τους κτηνοτροφική εγκατάσταση, πρέπει να αγοράζουν κοπριά από πολλούς και μικρής δυναμικότητας κτηνοτρόφους, αρχίζουν τα προβλήματα.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η εξεύρεση της πρώτης ύλης δεν είναι εύκολη. Έχει παρέλθει προ πολλού η εποχή όπου οι κτηνοτρόφοι... πλήρωναν για να τους πάρει κάποιος τα απόβλητα, πλέον πληρώνονται για αυτά.

Ούτε και έχει οργανωθεί κατά τέτοιο τρόπο η αγορά, όπως συμβαίνει σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις συνάπτουν μακροχρόνια συμβόλαια και συμφωνίες με τις μονάδες βιοαερίου, οι οποίες εισπράττουν τα λεγόμενα gate fees, για τη διαχείριση των αγροτικών και κτηνοτροφικών αποβλήτων. Στην Ελλάδα, πολιτική αμοιβής του φορέα που διαχειρίζεται τα απόβλητα δεν υπάρχει.

Σε αυτό το περιβάλλον αυξημένου κόστους, δυσκολίας εξεύρεσης πρώτων υλών, προβληματικής εφοδιαστικής αλυσίδας, κάποιες επιχειρήσεις παραγωγής βιοαερίου έχουν αρχίσει να δυσκολεύονται, παρά τις σταθερές ταρίφες που εισπράττουν - 219 ευρώ / Mwh για μονάδες έως 1 ΜW, 209 ευρώ από 1-3 MW και 192 ευρώ για άνω των 3 MW, σύμφωνα τουλάχιστον με επιχειρηματίες του χώρου.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι η αγορά βιοαερίου και βιομεθανίου εξελίσσεται σε παιχνίδι για ισχυρούς παίκτες, όπως φαίνεται και από τους μεγαλεπίβολους στόχους της ΕΕ, η οποία προωθεί την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αγροτικά και κτηνοτροφικά απόβλητα, χωρίς να μπορεί να πει κανείς το ίδιο πλέον για τα βιοκαύσιμα.

Μια τεράστια αγορά, η οποία τα πρώτα χρόνια στηρίχθηκε στο όνομα της προσπάθειας μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, καθώς η καύση των βιοκαυσίμων παράγει πολύ λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου απ' ότι η βενζίνη και το ντίζελ. Επί της ουσίας, ήταν μια έξυπνη κίνηση από τις κυβερνήσεις πολλών χωρών να βοηθήσουν τους αγρότες στην αύξηση των εισοδημάτων τους δίχως τη χρήση κρατικών χρημάτων. Με την πάροδο του χρόνου, η βιομηχανία αυτή μεγεθύνθηκε, καθώς σε πολλές χώρες η χρήση των βιοκαυσίμων είναι υποχρεωτικά πολύ εκτεταμένη.

Στη μεγαλύτερη, για παράδειγμα, αγορά αυτοκινήτων του κόσμου, την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπάρχει απαίτηση χρήσης βιοκαυσίμων σε ποσοστό 10%. Οι αλλεπάλληλες όμως κρίσεις της τελευταίας διετίας και κυρίως η κατακόρυφη αύξηση στις τιμές των τροφίμων παγκοσμίως, έχει ανεβάσει τα επίπεδα σκεπτικισμού και στην ΕΕ.

Στις Βρυξέλλες, τείνουν πλέον ευήκοα ώτα στις φωνές ότι η αύξηση της ζήτησης για αγροτικά προϊόντα που θα γίνουν βιοκαύσιμα, κάνει τα τρόφιμα πιο ακριβά για τους πολίτες ανά τον κόσμο, ειδικά για τις φτωχές χώρες. Καθώς και ότι το όφελος για το περιβάλλον είναι μικρό έως και αμελητέο, αφού η εντατική καλλιέργεια αυτών των σπόρων εξαντλεί τη γη, προκαλεί μεγαλύτερη κατανάλωση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων και γενικά δεν είναι καθόλου αβλαβής για το περιβάλλον.

Εξάλλου, η κατανάλωση των συμβατικών καυσίμων βαίνει μειούμενη, η παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία έχει κάνει στροφή 180 μοιρών και βασίζει πλέον όλο το μέλλον της στην ηλεκτροκίνηση, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Γερμανία.

(Αναδημοσίευση από το liberal.gr)

 

 

 

σ