Απάντηση στην εξάρτηση από το ρώσικο αέριο: Επιτάχυνση της απεξάρτησης από όλα τα ορυκτά καύσιμα

Η ενεργειακή κρίση θα "καταπιεί" πολύ σύντομα 5 δις από δημόσιους πόρους και πολύ μεγαλύτερα ποσά από τους προϋπολογισμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Ο συνολικός "λογαριασμός" θα φτάσει πολύ γρήγορα τα δεκάδες δις για την Ελλάδα.

Οι επιδοτήσεις που εξαγγέλλει η κυβέρνηση, αν και αναγκαίες βραχυχρόνια, δεν καλύπτουν ούτε κατ' ελάχιστο τις αυξήσεις στους λογαριασμούς ενέργειας και δεν επιλύουν κανένα πρόβλημα. Στην πραγματικότητα καταλήγουν στα ταμεία των ενεργειακών κολοσσών. Το ακόμα μεγαλύτερο λάθος θα ήταν να δαπανηθούν πολλά δις για να δημιουργηθούν μέσα σε κάποια χρόνια (με ορίζοντα το 2030) νέες υποδομές για ορυκτά καύσιμα, ιδιαίτερα αέριο (αγωγοί, αποθηκευτικοί χώροι, εξορύξεις). Μια τέτοια πολιτική δεν απαντάει, έτσι κι αλλιώς, στην παρούσα ενεργειακή κρίση που θέτει σήμερα σε κίνδυνο την επιβίωση μεγάλου τμήματος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ούτε αντιμετωπίζει τη μεγάλη εξάρτηση από το ρώσικο αέριο. Η κρίση δεν πρέπει να ειδοθεί ως μια ευκαιρία αλλαγής προμηθευτή αλλά ως πρόκληση αλλαγής μοντέλου. 

Η ενεργειακή κρίση επηρεάζεται φυσικά από τον πόλεμο του Πούτιν αλλά η εκρηκτική άνοδος των τιμών του αερίου ξεκίνησε πολύ πριν τον πόλεμο και θα συνεχιστεί για αρκετό χρόνο μετά την λήξη του πολέμου (όποτε και αν γίνει αυτή). Είναι διαρθρωτικού τύπου, όχι μόνο συγκυριακή. Η ενεργειακή μετάβαση προχωράει πολύ πιο αργά από όσο πρέπει και ο ρόλος / η ζήτηση του αερίου μετά την πανδημία σε συνδυασμό με κερδοσκοπικά παιχνίδια οδηγεί σε υψηλές τιμές αερίου μακροχρόνια. Η έξοδος από το πετρέλαιο και το λιγνίτη / κάρβουνο δεν μπορεί να συνδέεται με την αύξηση της ζήτησης αερίου, αλλά με μείωση της χρήσης του και μεγιστοποίηση της ενεργειακής αποτελεσματικότητας και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με αποκέντρωση της παραγωγής ενέργειας και ανάπτυξη έξυπνων συστημάτων αποθήκευσης της ενέργειας από ΑΠΕ. 

Η Ελλάδα έχει σχεδόν μονοπωλιακή δομή του ενεργειακού τομέα, μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων κι ενέργειας και υπερβολική ακόμα συμμετοχή των ορυκτών καυσίμων στο ενεργειακό μείγμα της. Είναι για αυτό ιδιαίτερα ευάλωτη απέναντι στις διακυμάνσεις των τιμών της ενέργειας. Το μοντέλο της "οριακής τιμής του συστήματος" συμβάλλει στο να πληρώνεται το σύνολο της ενέργειας που προμηθευόμαστε με την υψηλότερη τιμή που προσφέρει ο τελευταίος προμηθευτής που μπαίνει στο σύστημα (χρηματιστήριο ενέργειας), παρά το γεγονός ότι η αγορά ενέργειας ξεκινάει με τις χαμηλότερες και σταθερές τιμές από αιολικά και υδροηλεκτρικά. Όπως λειτουργεί σήμερα το σύστημα, το 100% της ενέργειας πληρώνεται με βάση την πιο υψηλή τιμή που προσφέρουν οι παραγωγοί. 

Η ενεργειακή κρίση είναι κρίση του ορυκτού αερίου, αυτό είναι που παρασύρει όλες τις τιμές ενέργειας στα ύψη, ακόμα και τις χαμηλότερες τιμές από ΑΠΕ. Η λύση δεν είναι, λοιπόν, επιβράδυνση της ενεργειακής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα ή στροφή στο αέριο από άλλες πηγές, αλλά επιτάχυνση της πράσινης ενεργειακής μετάβασης με περισσότερη αποκέντρωση και κοινωνική - ενεργειακή δικαιοσύνη. Αυτό σημαίνει να προωθηθούν μεγάλα κύματα ενεργειακής αναβάθμισης και, ταυτοχρόνως, παραγωγοί ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές να είναι σε σημαντικό ποσοστό (κατ΄ ελάχιστον 50%) οι τοπικές κοινωνίες, οι πολίτες, οι ενεργειακές κοινότητες και οι τοπικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. 

Αυτού του είδους οι πολλές και διάχυτες ενεργειακές επενδύσεις σχετικά μικρής κλίμακας ανά έργο (ενεργειακής αναβάθμισης και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στα κτίρια) μπορούν να υλοποιηθούν ταχύτατα, αρκεί να υπάρξουν κατάλληλες συνθήκες. 

Το δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας και θέρμανσης-δροσισμού-παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στα κτίρια είναι πολύ μεγάλο, σε συνδυασμό μάλιστα με αντλίες θερμότητας. Μπορούμε, κατά συνέπεια, με μια ολοκληρωμένη πολιτική να πετύχουμε γρήγορα σημαντικά αποτελέσματα όσον αφορά στον περιορισμό της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα συνολικά καθώς και στη μείωση των ενεργειακών δαπανών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που αποτελούν σήμερα υπερβολικά μεγάλο ποσοστό του προϋπολογισμού τους. Παράλληλα, θα επιταχύνουμε τη δίκαιη μετάβαση σε μια κλιματική ουδέτερη οικονομία μέχρι το 2040, γιατί όχι και γρηγορότερα, με ενισχυμένη την υπεύθυνη οικονομία αλλά και την απασχόληση.

Χρειαζόμαστε μια νέα στρατηγική άμεσου και διατηρήσιμου αποτελέσματος. Αντί ενισχύσεις που οριακά ανακουφίζουν αλλά στην πραγματικότητα παρατείνουν την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη στρατηγική, που περιλαμβάνει και ενισχύσεις για επιτάχυνση της μετάβασης σε μια οικονομία χωρίς ορυκτά καύσιμα, με κυρίαρχο ρόλο να έχουν οι πολίτες και οι μικρομεσαίες και συνεργατικές επιχειρήσεις. Αυτές οι ενισχύσεις, όμως, πρέπει να διατίθενται ΑΜΕΣΑ και ΕΥΕΛΙΚΤΑ (πχ μέσω ενός συστήματος όπως η επιστρεπτέα προκαταβολή) ως επενδυτικά κεφάλαια (70% επιδότηση, 30% δάνεια μηδενικού επιτοκίου) για έργα εξοικονόμησης ενέργειας και ανανεώσιμων πηγών σε μικρό/τοπικό επίπεδο (κτίρια, γειτονιές) ώστε να υπάρξει άμεσα αποτέλεσμα. Για κοινωνικά ευάλωτα νοικοκυριά μπορεί να καλύπτουν 100% το κόστος των επενδύσεων. 

Θα πουν πολλοί/ές, και που θα βρεθούν αυτοί οι δημόσιοι πόροι, που είναι σημαντικοί; Μπορεί να προέλθουν από ένα σύνολο διαθέσιμων οικονομικών εργαλείων, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το ΕΣΠΑ 2021-2017 και η ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι διαθέσιμοι πόροι από αυτές τις πηγές είναι περίπου 100 δις ευρώ, και, θεωρητικά τουλάχιστον, πρέπει το 37% να διατεθεί έτσι κι αλλιώς για κλιματικές δράσεις και πράσινη οικονομία, δηλαδή τουλάχιστον τα 37 δις. Ένας συνεκτικός στρατηγικός σχεδιασμός θα συμβάλλει στην αποτελεσματική διάθεση των πόρων με επιδίωξη ταυτοχρόνως κλιματικών, οικονομικών, κοινωνικών και γεω-στρατηγικών αποτελεσμάτων. Μια “πράσινη στρατηγική” αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης θα ενισχύσει την Πράσινη Συμφωνία, σε αντίθεση με μια “γκρίζα στρατηγική” που θα την υπονομεύσει.  

Τα έργα που σχεδιάζονται για το αέριο, και θα προσδέσουν την ελληνική οικονομία περισσότερο σε αυτό, θα φτάσουν περίπου τα 20 δις. Όμως, θα διασφαλίσουν μόνο ότι θα έχουμε αέριο (είτε αεριοποιημένο είτε με μορφή LNG, σχιστολιθικό ή άλλο), ΔΕΝ θα μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε τη μεγάλη εξάρτηση της χώρας από ορυκτά καύσιμα και εισαγωγές ενέργειας (από βαλκανικές λιγνιτικές μονάδες και το πυρηνικό εργοστάσιο του Κοζλοντούι) ούτε την ακρίβεια των ενεργειακών τιμών. Για παράδειγμα, για να αυξήσουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ποσοστό αποθήκευσης αερίου από το 60% (σήμερα 35%) στο 90% θα απαιτηθούν επιπλέον κατ΄ ελάχιστον 65 δις ευρώ. 

Η εναλλακτική λύση, λοιπόν, απέναντι στο Ρώσικο (αλλά και από άλλες πηγές) αέριο και συνολικά τα ορυκτά καύσιμα είναι:

(α) διαχείριση, δηλαδή μείωση, της ζήτησης - κατανάλωσης ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, μέσα από πολυ-επίπεδες και ολοκληρωμένες παρεμβάσεις,

(β) δημιουργία ενός (υπερ)ταμείου που θα συγκεντρώσει όλους τους πόρους από διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης, που θα ενισχύσει γρήγορα, αποτελεσματικά, στοχευμένα την πράσινη μετάβαση με δικαιοσύνη και προς όφελος των πολλών και του κλίματος,

(γ) φορολόγηση των μεγάλων κερδών των ενεργειακών εταιριών και χρηματοδότηση με αυτούς τους πόρους των προγραμμάτων μείωσης της (ενεργειακής) φτώχειας με επενδύσεις από τα ίδια τα νοικοκυριά που την βιώνουν (πρόγραμμα κοινωνικής συνοχής).

Με άλλα λόγια χρειαζόμαστε:

  1. Κύμα βαθιάς ενεργειακής αναβάθμισης κι εξοικονόμησης ενέργειας για μέγιστη ενεργειακή αποτελεσματικότητα σε κτίρια, επιχειρήσεις, μεταφορές κ.α.
  2. Υβριδικά συστήματα στις πόλεις για θέρμανση/δροσισμό με ηλιακά πάνελ και αντλίες θερμότητας σε συνδυασμό με πράσινες ταράτσες και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργεια από φωτοβολταϊκά, που θα εγκατασταθούν σε κατοικίες, σχολεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία, βιοτεχνίες, βιομηχανίες.
  3. Πράσινες ζώνες και ποδηλατόδρομοι στις γειτονιές και στις πόλεις που θα συμβάλλουν και στο φυσικό δροσισμό των πόλεων αξιοποιώντας καλά παραδείγματα γρήγορης ανάπτυξής τους. Επιλογή κατάλληλων υλικών, λύσεων με βάση τη φύση και φυτεύσεις που συμβάλλουν στο δροσισμό και γενικότερα στη ρύθμιση του μικροκλίματος.
  4. Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, κατά προτεραιότητα σε ήδη αστικοποιημένες περιοχές, σε κανάλια μεταφοράς νερού, γκρίζες υποδομές (αυτοκινητοδρόμους, λιμάνια κ.ά.).
  5. Συμμετοχή των πολιτών, όχι μόνο μεγάλων οικονομικών παιχτών, στις επενδύσεις για ΑΠΕ και σωστός χωροταξικός σχεδιασμός, ώστε η μετάβαση προς ένα νέο, πράσινο ενεργειακό σύστημα να γίνει με κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατικό τρόπο.
  6. Ευέλικτα συστήματα εκπαίδευσης τεχνητών αλλά και ανέργων, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις για εξοικονόμηση και ανανεώσιμες πηγές στον αστικό χώρο.
  7. Ενίσχυση έρευνας, συστημάτων αποθήκευσης, δικτύων για να στηρίξουν την πράσινη ενεργειακή μετάβαση.
  8. Βελτίωση των συστημάτων μετακίνησης - μεταφορών, ώστε να επιτευχθεί μείωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων ανά χλμ που διανύεται.

Καταλήγοντας: Σήμερα η Ελλάδα παραμένει μια οικονομία που στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα (άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο) και έχει μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας. Επίσης, υπάρχουν σχεδόν μονοπωλιακές καταστάσεις με 4 μεγάλους παραγωγούς που διαμορφώνουν τις τιμές ενέργειας. Έτσι το κόστος της ενέργειας έχει εκτιναχθεί, πολύ πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία και η τεράστια αύξηση των τιμών θα διαρκέσει ακόμα και αν λήξει ο πόλεμος. Και πριν την κρίση (πχ το 2019) η ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα είχε τις ακριβότερες τιμές χονδρικής σε ολόκληρη την ΕΕ.

Ενισχύσεις για επείγουσες επενδύσεις ύψους 20.000.000.000 ευρώ στην κατεύθυνση της μείωσης της εξάρτησης από ΟΛΑ τα ορυκτά καύσιμα (όχι μόνο το Ρώσικο αέριο) θα κάνουν μεγάλη διαφορά στο περιβάλλον, στο κλίμα, στην οικονομία, στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και στα οικονομικά των νοικοκυριών.

Του Νίκου Χρυσόγελου, π. ευρωβουλευτή Πράσινων / EFA, μέλος Συμβουλίου των Πράσινων

Απάντηση στην εξάρτηση από το ρώσικο αέριο: Επιτάχυνση της απεξάρτησης από όλα τα ορυκτά καύσιμα