Γιατί το πλήγμα ενάντια στις μεγάλες πετρελαϊκές μπορεί να είναι τελικά μια πύρρειος νίκη.
Η περασμένη εβδομάδα χαρακτηρίστηκε από ένα οδόσημο στο ξεκαθάρισμα της πετρελαϊκής βιομηχανίας με την κλιματική αλλαγή. Τα σημαντικά πλήγματα στα δικαστήρια, τα διοικητικά συμβούλια και τις γενικές συνελεύσεις για ορισμένες από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές υπήρξαν εκπληκτικές νίκες για τους κλιματικούς ακτιβιστές στη μάχη τους ενάντια στο Μεγάλο Πετρέλαιο.
Κατά πόσο οι ήττες αυτές θα αποτελέσουν και νίκη στη μάχη ενάντια στην κλιματική αλλαγή, όμως, δεν είναι τόσο σαφές. Αυτό θα εξαρτηθεί από το αν η αυξανόμενη κοινωνική πίεση για αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης θα οδηγήσει σε αλλαγές πολιτικής και τεχνολογικές καινοτομίες για τη ραγδαία μείωση της χρήσης πετρελαίου, όπως οφείλει να πράξει η κοινωνία.
Σε μια πετρελαϊκή αγορά όπου οι προμήθειες εμπορεύονται ελεύθερα και οι μεγάλες δυτικές πετρελαϊκές ελέγχουν μονάχα ένα μικρό τμήμα της παραγωγής, η μείωση αυτής της παραγωγής δεν αρκεί από μόνη της. Δίχως ταυτόχρονη μείωση της ζήτησης για πετρέλαιο, θα δημιουργούσε αυξημένα οικονομικά, πολιτικά και γεωπολιτικά ρίσκα δίχως να έχει έντονη επίδραση στις εκπομπές, όπως χρειάζεται.
Ήταν "η εβδομάδα που ταρακούνησε το Μεγάλο Πετρέλαιο", όπως το έθεσε το NPR. Την περασμένη Τετάρτη, ένα δικαστήριο στην Ολλανδία έκρινε ότι η Royal Dutch Shell έχει νομική υποχρέωση με βάση τη νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα να μειώσει τις εκπομπές της κατά το ήμισυ ως το 2030, όχι μόνο από τις δικές της δραστηριότητες, αλλά και στη χρήση από καταναλωτές και επιχειρήσεις.
Την ίδια ημέρα, ένα εν πολλοίς άγνωστο επενδυτικό ταμείο με μικροσκοπική θέση στην ExxonMobil επικαλέστηκε την "υπαρξιακή απειλή" της κλιματικής αλλαγής για να αποκτήσει τρεις θέσεις στο ΔΣ της ExxonMobil, στα πλαίσια μιας ηχηρής ήττας για μια εταιρεία του μεγέθους αυτού. Μάλιστα, μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές, όπως οι Blackrock, Vanguard, State Street και Fidelity τελούν υπό πίεση από τους δικούς τους επενδυτές σχετικά με την κλιματική αλλαγή και ένιωσαν αναγκασμένοι να στηρίξουν τουλάχιστον ορισμένους από τους υποψήφιους των ακτιβιστών.
Τέλος, επίσης την Τετάρτη, οι μέτοχοι της Chevron πέρασαν ψήφισμα παρά τις αντιρρήσεις του ΔΣ, καλώντας την εταιρεία να μειώσει σημαντικά όχι μόνο τις δικές της εκπομπές, αλλά και αυτές από τα καύσιμα και λοιπά προϊόντα που πωλεί στους καταναλωτές.
Οι ήττες αυτές ήρθαν μετά από ένα άλλο χτύπημα. Την περασμένη εβδομάδα, μια σημαντική έκθεση του ΙΕΑ - που θεωρείται μια κορυφαία πηγή για ενεργειακή ανάλυση και σε καμία περίπτωση ριζοσπαστική - έκρινε ότι οι επενδύσεις για νέα ορυκτά καύσιμα δεν θα ήταν πλέον απαραίτητες αν ο πλανήτης βρισκόταν καθ' οδόν για μηδενικές εκπομπές ως το 2050. Το συμπέρασμα αυτό ήταν μια μεγάλη αλλαγή πλεύσης σε σχέση με τις προειδοποιήσεις του ΙΕΑ λίγα χρόνια νωρίτερα, που βασίζονταν σε λιγότερο φιλόδοξα σενάρια απανθρακοποίησης και ανέφεραν ότι ο οι εταιρείες ρισκάρουν να μην επενδύσουν αρκετά στο πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Όπως το έθεσε ο καθηγητής του Stanford, Μάικλ Γουάρα, "οι καιροί αλλάζουν, ολοένα και γρηγορότερα".
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι καιροί δεν αλλάζουν εκεί που έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Οι παγκόσμιες εκπομπές θα επιστρέψουν φέτος στα επίπεδα λίγο πριν την πανδημία και προβλέπεται να συνεχίσουν ανοδικά. Παρόλο που προβλεπόταν ραγδαία πτώση, η χρήση άνθρακα αναμένεται να αυξηθεί φέτος σχεδόν στα υψηλά του 2014 και οι νέες επενδύσεις για άνθρακα συνεχίζονται. Παρά τα πλήγματα στις πετρελαϊκές την περασμένη εβδομάδα, η ζήτηση για πετρέλαιο φέτος θα ανακάμψει κατά δύο τρίτα σε σχέση με τα lockdown. Πράγματι, η ζήτηση είναι καθ' οδόν για να συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια.
Οι πρόσφατες νίκες κατά του Μεγάλου Πετρελαίου αντανακλούν τις αυξημένες ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή και τις προσδοκίες ότι οι εταιρείες και οι πολιτικοί πρέπει να αναλάβουν πιο έντονη δράση. Πολλοί το υπόσχονται αυτό, καθώς ολοένα και περισσότερες χώρες δεσμεύονται για πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης εκπομπών, όπως έκαναν στη σύνοδο που διοργάνωσαν οι ΗΠΑ τον Απρίλιο. Σήμερα, πάνω από το 60% των κρατών έχουν κάποιου είδους στόχο για μηδενικές εκπομπές, όπως και πάνω από το 20% των 2.000 μεγαλύτερων εισηγμένων επιχειρήσεων.
Αυτές οι δεσμεύσεις, αν και ευπρόσδεκτες, διακινδυνεύουν να επεκτείνουν το ήδη μεγάλο χάσμα ανάμεσα στη φιλοδοξία και την πραγματικότητα, εκτός αν συνοδευτούν από συγκεκριμένες δράσεις για τη μείωση των εκπομπών. Μέχρι στιγμής, οι δράσεις αυτές είναι λειψές. Για αυτό και ο ΙΕΑ υποθέτει μια μείωση 75% στη χρήση πετρελαίου ως το 2050 σε ένα σενάριο μηδενικών εκπομπών, αλλά με βάση τις υφιστάμενες πολιτικές προβλέπει συνεχή άνοδο της πετρελαϊκής ζήτησης για τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Παρά τα πρωτοσέλιδα, η νέα έκθεση του ΙΕΑ παρέχει λιγοστή ανακούφιση. Αν και είναι εφικτό - και απαραίτητο - να πετύχουν τα κράτη τις δεσμεύσεις τους, ο ΙΕΑ μας υπενθύμισε πόσο τρομερά δύσκολο θα είναι κάτι τέτοιο. Σκεφτείτε ότι η επίτευξη μηδενικών εκπομπών το 2050 θα απαιτήσει το ισοδύναμο της κατασκευής του μεγαλύτερου φ/β πάρκου διεθνώς κάθε ημέρα για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Ή ότι οι μισές μειώσεις εκπομπών ως το 2050 θα προέλθουν από τεχνολογίες που ακόμη δεν είναι διαδεδομένες εμπορικά προκειμένου να απανθρακοποιηθούν κλάδοι όπως ο χάλυβας, το σκυρόδεμα και τα χημικά. Ή ότι η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας το 2050 θα πρέπει να είναι χαμηλότερη από σήμερα - τη στιγμή που το ΑΕΠ και ο πληθυσμός θα αυξηθούν και η κατανάλωση θα ανέβει σε περιοχές που σήμερα καταναλώνουν λιγοστή κατά κεφαλήν ενέργεια, όπως η ΝΑ Ασία και η Αφρική.
Ίσως το πολυδιαφημισμένο ηλεκτρικό φορτηγάκι F-150 της Ford να αλλάξει τα δεδομένα και να θέσει τα ηλεκτρικά οχήματα στο προσκήνιο, αλλά οι αριθμοί εξακολουθούν να είναι τρομεροί. Οι παγκόσμιες πωλήσεις ηλεκτρικών οχημάτων το 2020 ήταν το 4% των συνολικών πωλήσεων. Ο αριθμός των αυτοκινήτων στον πλανήτη αναμένεται να αυξηθεί από το 1 δις. σήμερα σε 2 δις. ως το 2050, άρα ακόμα και αν το μερίδιο των ηλεκτρικών φτάσει το 50%, ο αριθμός αυτοκινήτων που θα χρησιμοποιούν πετρέλαιο θα παραμείνει σταθερός. Παράλληλα, τα επιβατικά αντιστοιχούν μονάχα στο 25% της παγκόσμιας κατανάλωσης πετρελαίου και είναι πολύ πιο δύσκολο να βρεθούν εναλλακτικές λύσεις για τα μεγάλα φορτηγά, τα πλοία και τα αεροπλάνα.
Οι εκπομπές μειώνονται μονάχα αν μειωθεί η ζήτηση για πετρέλαιο ή σε ένα μικρό βαθμό αν οι εκπομπές δεσμέυονται από την ατμόσφαιρα, άρα η επίδραση των γεγονότων της περασμένης εβδομάδας εξαρτάται από το αν θα επιταχύνουν τη στροφή μακριά από το πετρέλαιο. Υπογραμμίζουν την ανάγκη για περιορισμό της ζήτησης μέσω πράξεων, κινήτρων, επενδύσεων και καινοτομίας - όχι απλά μέσω μείωσης της προσφοράς - ώστε να διατηρηθεί η οικονομική ανάπτυξη και η πολιτική σταθερότητα στην παγκόσμια οικονομία. Το θέμα δεν είναι ότι υπερασπιζόμαστε την παραγωγή περισσότερου πετρελαίου και αερίου. Αντιθέτως, το κλειδί είναι το εξής: Εκτός αν η προσφορά και η ζήτηση αλλάξουν ταυτόχρονα, το να μειώνουμε μονάχα την παραγωγή των μεγάλων πετρελαϊκών είτε θα στρέψει την παραγωγή προς λιγότερο υπεύθυνους παραγωγούς, είτε θα έχει πιθανώς σοβαρές επιδράσεις στα οικονομικά και εθνικά συμφέροντα δίχως να βοηθήσει ιδιαίτερα με την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Οι ήττες του Μεγάλου Πετρελαίου μπορούν να έχουν δύο αποτελέσματα: Πρώτον, θα προστεθούν στην ολοένα και μεγαλύτερη δαιμονοποίηση του κλάδου, μειώνοντας την ικανότητά του να αντλεί κεφάλαια από τις αγορές. Δεύτερον, ενδεχομένως θα οδηγήσει τις πετρελαϊκές στο να αποεπενδύσουν και να μειώσουν την παραγωγή τους.
Στο πρώτο σκέλος, οι μεγάλοι οικονομικοί θεσμοί και διαχειριστές κεφαλαίων τελούν ήδη υπό αυξημένη πίεση να μειώσουν την επένδυση στο πετρέλαιο για περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς λόγους, όπως η κλιματική αλλαγή. Οι δυσκολίες του πετρελαϊκού τομέα επίσης αντανακλώνται στην χαμηλή κερδοφορία εσχάτως και στην ενισχυμένη ζήτηση των επενδυτών για μεγαλύτερες επιστροφές προς τους μετόχους. Ως αποτέλεσμα, παρόλο που οι τιμές του πετρελαίου αυξάνονται και πάλι, οι εταιρείες σχιστολιθικού πετρελαίου δεν αύξησαν την παραγωγή όπως έκαναν στο παρελθόν μέσω του δανεισμού. Φέτος, η πετρελαϊκή παραγωγή πλην του ΟΠΕΚ+ αναμένεται να ανακτήσει λιγότερη από τη μισή περσινή απώλεια.
Η πρόσφατη έκθεση του ΙΕΑ μπορεί να προστεθεί στις πιέσεις των τραπεζών δεδομένων των προειδοποιήσεων του οργανισμού για τις νέες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα, παρόλο που η έκθεση έκρινε ότι τρισεκατομμύρια δολάρια θα πρέπει να επενδυθούν για τις υφιστάμενες πετρελαιοπηγές (εν αντιθέσει με καινούριες). Η έκθεση ερμηνεύτηκε πως προειδοποιεί ότι "οι επενδύσεις σε νέα παραγωγή πρέπει να σταματήσουν τώρα ώστε ο ενεργειακός τομέας να έχει μηδενικές εκπομπές ως το 2050", όπως το έθεσε το Economist. Όμως, η ερμηνεία αυτή προκαλεί σύγχυση. Η έκθεση του ΙΕΑ θεωρεί ότι αν ο πλανήτης βρεθεί καθ' οδόν για μηδενικές εκπομπές το 2050, δεν θα χρειαστούν νέες επενδύσεις στο πετρέλαιο. Δεν λέει ότι η διακοπή των νέων επενδύσεων θα μας θέσει σε αυτό το μονοπάτι. Θα χρειαστούν άλλες επείγουσες δράσεις για την επίτευξη του στόχου.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, ακόμα και για εταιρείες που δεν βασίζονται τόσο στην άντληση κεφαλαίων από τις αγορές, οι πρόσφατες εξελίξεις μπορεί να τις αναγκάσουν να μειώσουν την παραγωγή τους. Αν μια πετρελαϊκή πρόκειται να μειώσει τις εκπομπές από τα προϊόντα της, όπως το δικαστήριο διέταξε τη Shell και οι μέτοχοι ζήτησαν από τη Chevron, υπάρχουν δύο τρόποι να γίνει πράξη: Μια επιλογή είναι να δεσμευτούν ή να αντισταθμιστούν οι εκπομπές και η άλλη είναι να παράγεται ολοένα και λιγότερο πετρέλαιο. Η εντολή του δικαστηρίου είναι τόσο μεγάλη και σύντομη - μείωση 45% ως το 2030 - που είναι δύσκολο να το πετύχει η εταιρεία δίχως αποεπένδυση ορισμένων περιουσιακών της στοιχείων και δίχως μείωση της παραγωγής. Η Exxon και η Chevron τελούν υπό πίεση για να πράξουν το ίδιο.
Η μειωμένη επένδυση και παραγωγή των μεγάλων πετρελαϊκών θα έχει με τη σειρά της σοβαρές επιπτώσεις για το κλίμα, την οικονομία και τη γεωπολιτική.
Σε ορισμένο βαθμό, μέχρι η πετρελαϊκή ζήτηση να αρχίσει να πέφτει, η παραγωγή απλά θα στραφεί σε άλλους παραγωγούς, κάτι που δεν θα περιορίσει τις εκπομπές και μπορεί να έχει άλλες συνέπειες. Αναλογιστείτε ότι ενώ οι μεγάλες πετρελαϊκές, Shell, Chevron, Exxon, BP και Total, προσελκύουν την προσοχή, παράγουν μονάχα το 15% του πετρελαίου και αερίου διεθνώς. Το περισσότερο παράγεται από κρατικές εταιρείες που δεν είναι τόσο δεκτικές στις πιέσεις των ακτιβιστών και εξαρτώνται λιγότερο από τη χρηματοδότηση μέσω της αγοράς. Αν η πετρελαϊκή παραγωγή μετατοπιστεί προς τις κρατικές εταιρείες των πετρελαϊκών κρατών, αυτό θα αυξήσει το μερίδιο που ελέγχει ο ΟΠΕΚ+ και θα ενισχύσει τον έλεγχό του επί της αγοράς. Πράγματι, η Saudi Aramco, η Abu Dhabi National Oil Company και η ρωσική Rosneft επενδύουν μεγάλα ποσά για την αύξηση της παραγωγής με κίνητρο όχι μόνο το να κεφαλαιοποιήσουν το πετρέλαιο πριν ο πλανήτης πάψει να το έχει ανάγκη, αλλά και με την πεποίθηση ότι το πετρέλαιό τους θα συνεχίσει να αυξάνεται καθώς οι δυτικές εταιρείες θα μειώνουν τις δικές τους επενδύσεις. Ειρωνικά, σχεδόν οι μισοί επενδυτές σε μια πρόσφατη έρευνα δήλωσαν ότι οι πετρελαϊκές είναι καλές επενδύσεις διότι θα επωφεληθούν από μια ακόμα άνοδο του πετρελαίου προτού η απανθρακοποίηση αποτελέσει θέμα.
Επιπλέον, στο βαθμό που οι πετρελαϊκές υπακούσουν στις πιέσεις των μετόχων και των δικαστηρίων πουλώντας τα κοιτάσματα, άλλοι μπορούν να αποκτήσουν αυτούς τους πόρους και να παράγουν το πετρέλαιο, πράγμα που είναι και το πιθανότερο με βάση την πρόσφατη εμπειρία. Αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που οι ιδιωτικές εταιρείες έδειξαν αυξημένο ενδιαφέρον στην παραγωγή πετρελαίου και αερίου τα τελευταία χρόνια, καθώς η κακή απόδοση και οι κλιματικές ανησυχίες οδήγησαν τις εισηγμένες να απομακρυνθούν από κάποια ώριμα κοιτάσματα. Στη Βόρεια Θάλασσα για παράδειγμα, οι μεγάλες πετρελαϊκές πωλούν αρκετά κοιτάσματα σε ιδιωτικούς ομίλους. Οι εταιρείες αυτές κατέχουν πλέον το 10% της παραγωγής της Βόρειας Θάλασσας από μηδέν το 2014. Επίσης, όσο στερεύουν τα κεφάλαια από δυτικές τράπεζες, έρχονται οι κινεζικές τράπεζες να καλύψουν το κενό.
Ταυτόχρονα, η πετρελαϊκή παραγωγή και οι επενδύσεων των μεγάλων πετρελαϊκών ίσως να μην αντισταθμιστούν πλήρως από άλλους. Στην περίπτωση αυτή, η αγορά θα σφίξει αν η προσφορά μειωθεί γρηγορότερα από τη ζήτηση και αυτό θα έχει τρία αποτελέσματα.
Πρώτον, η πιο σφιχτή αγορά σημαίνει αυξημένες τιμές. Από τη μια, οι υψηλές τιμές μπορούν να επιταχύνουν την ενεργειακή μετάβαση ενθαρρύνοντας την εξοικονόμηση και καθιστώντας εναλλακτικές όπως τα ηλεκτρικά οχήματα, τα τραίνα και τα ΜΜΜ πιο ελκυστικά οικονομικά. Πράγματι, οι περιβαλλοντικές που μήνυσαν τη Shell βασίστηκαν σε αυτό το επιχείρημα και το δικαστήριο επικαλέστηκε σχετικές αναλύσεις για να απορρίψει τις αιτιάσεις της Shell. Από την άλλη, οι υψηλές τιμές πλήττουν τους καταναλωτές στο πρατήριο και επιβραδύνουν την οικονομία των κρατών που εισάγουν πετρέλαιο. Επίσης, οι υψηλές τιμές της βενζίνης διακινδυνεύουν να οδηγήσουν σε αντίδραση ενάντια σε ισχυρότερες κλιματικές πολιτικές, όπως έδειξαν οι διαδηλώσεων των "κίτρινων γιλέκων" στη Γαλλία ενάντια στους πράσινους φόρους για τα καύσιμα.
Πράγματι, το τωρινό σχέδιο της Ευρώπης για επέκταση του ETS σε περισσότερους τομείς της οικονομίας συναντά ήδη έντονη πολιτική αντίσταση. Όμως, με μια πολιτική τιμολόγησης των εκπομπών CO2 τουλάχιστον η κυβέρνηση θα μπορούσε να αντισταθμίσει την επίδραση προς τους καταναλωτές επιστρέφοντας τα έσοδα σε αυτούς. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί επιλογή όταν οι αυξήσεις προέρχονται από τις ίδιες τις δυνάμεις της αγοράς και οι αυξημένες καταναλωτικές δαπάνες καταλήγουν στα πετρελαϊκά κράτη.
Δεύτερον, η πιο σφιχτή αγορά και οι αυξημένες τιμές θα ενισχύσουν τη γεωπολιτική μόχλευση του ΟΠΕΚ+. Πάνω από όλα, θα ενισχύσουν τη θέση της Σαουδικής Αραβίας, που είναι και το μόνο κράτος που διατηρεί σημαντική υπερβάλλουσα παραγωγική δυνατότητα ώστε να μπορεί γρήγορα να προσθέσει βαρέλια στην αγορά όταν χρειάζεται. Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν συμπαθεί τις πετρελαϊκές, όμως λίγοι πολιτικοί επικροτούν τις υψηλότερες τιμές καυσίμων, όπως έδειξε η κυβέρνηση εκδίδοντας ανακοίνωση κατά των υψηλών τιμών λίγο πριν την αργία της Memorial Day, όταν πολλοί Αμερικανοί οδηγούν.
Αν οι επενδυτές απορρίψουν τον πετρελαϊκό κλάδο καθώς αυξάνεται η ζήτηση, οι τιμές μπορούν εύκολα να εκτιναχτούν. Οι ρεπουμπλικάνοι θα επιτεθούν σίγουρα στον πρόεδρο Μπάιντεν επειδή προκάλεσε αυξημένες τιμές καυσίμων με την πολιτική του, όπως η απαγόρευση νέων αδειών σε δημόσιες εκτάσεις. Ακόμα και αν οι επιθέσεις αυτές δεν έχουν βάση, μπορούν εντούτοις να επηρεάσουν τα εκλογικά αποτελέσματα. Οι πολιτικοί έχουν λίγες επιλογές για να να περιορίσουν τις υψηλές τιμές βραχυπρόθεσμα, πέραν του να καλέσουν τα κράτη εκείνα που μπορούν να αυξήσουν την παραγωγή τους να το πράξουν, όπως έκαναν οι ρεπουμπλικάνοι και οι δημοκρατικοί στο παρελθόν με τη Σαουδική Αραβία. Σε μια περίοδο όπου η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδιώκει να συγκρουστεί με το βασίλειο για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή τον πόλεμο στην Υεμένη, η δυνατότητα συγκράτησης της πετρελαϊκής τιμής θα δώσει μόχλευση στη Σαουδική Αραβία.
Τρίτον, η πιο σφιχτή αγορά θα επιδεινώσει τους κινδύνους για την ενεργειακή ασφάλεια μειώνοντας την ικανότητα αντιμετώπισης απρόσμενων διαταραχών. Η πρόσφατη κυβερνοεπίθεση στον αγωγό Colonial, το ψύχος στο Τέξας που προκάλεσε διακοπές παραγωγής πετρελαίου και αερίου το χειμώνα και οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή και τη Νότια Θάλασσα της Κίνας μας υπενθυμίζουν τους πολλούς κινδύνους που συνδέονται με τον καιρό, την κυβερνοασφάλεια και τη γεωπολιτική και απειλούν τον πετρελαϊκό κλάδο.
Στην πιο σφιχτή αγορά οι κίνδυνοι αυτοί θα γίνουν ακόμα πιο σημαντικοί. Αναλογιστείτε την επίθεση που σημειώθηκε το 2019 στο Ακμπαίκ, τη μεγαλύτερη μονάδα επεξεργασίας πετρελαίου παγκοσμίως, στη Σαουδική Αραβία. Η αγορά δεν επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την ξαφνική απώλεια άνω του 5% της παγκόσμιας προμήθειας, όμως η επίδραση στην προσφορά και την τιμή θα ήταν πολύ πίο έντονη αν η αγορά δεν είχε τόσο περιθώριο όσο τότε, με ιδιαίτερα αυξημένες δυνατότητες παραγωγής.
Για να είμαστε ξεκάθαροι, κανένα από αυτά τα ρίσκα δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να ενισχύσουμε την πίεση προς τις πετρελαϊκές και τους οικονομικούς θεσμούς ώστε να επιταχύνουν τη μετάβαση από το πετρέλαιο προς την καθαρή ενέργεια. Όμως, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές αποτελεσματικά, η πίεση για μείωση του πετρελαίου πρέπει να οδηγεί και στη μείωση της χρήσης του. Ίσως να το πράξει αν οι εταιρείες αντιδράσουν μετατοπίζοντας τις επενδύσεις προς τις ΑΠΕ και τις υποδομές, για παράδειγμα με δίκτυα φόρτισης ή μειώνοντας το κόστος του υδρογόνου και του CCS. Πράγματι, οι μεγάλες πετρελαϊκές έχουν τα πορτοφόλια, την τεχνογνωσία και τις διοικητικές ικανότητες για να αναπτύξουν τέτοιες τεχνολογίες στη μεγάλη κλίμακα που χρειάζεται για παγκόσμια απανθρακοποίηση, αν οδηγηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Ή ίσως το αυξανόμενο στίγμα για τις πετρελαϊκές θα βελτιώσει τις προοπτικές υιοθέτησης πιο φιλόδοξων κλιματικών πολιτικών εξασθενώντας την πολιτική επιρροή ενός κλάδου που για πολύ καιρό αντιδρούσε σε τέτοια κλιματικά μέτρα. Πράγματι, μια πρόταση που παραλίγο να περάσει στη ΓΣ της Chevron θα οδηγούσε σε δημοσίευση του lobbying της εταιρείας, κάτι που ενδεχομένως θα έκανε περισσότερα για τη μείωση των εκπομπών σε σχέση με το ψήφισμα που πέρασε. Ή ίσως οι αγωγές ενάντια στις μεγάλες πετρελαϊκές θα οδηγήσουν σε αντίστοιχες προς εταιρείες που παράγουν προϊόντα που καταναλώνουν πετρέλαιο, όπως αυτοκινητοβιομηχανίες, αεροπορικές και ναυτιλιακές και θα τις αναγκάσουν να στραφούν γρηγορότερα προς εναλλακτικές λύσεις.
Το να αναγκάσουμε τις πετρελαϊκές να μειώσουν τις επενδύσεις τους οδηγεί σε μείωση των εκπομών μονάχα αν μειωθεί και η πετρελαϊκή ζήτηση διεθνώς. Διαφορετικά, η υποεπένευση προκαλεί οικονομικούς, πολιτικούς και γεωπολιτικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ταχεία απανθρακοποίηση που χρειάζεται για αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Οι εξελίξεις της περασμένης εβδομάδας μπορεί να ήταν πλήγμα για τον πετρελαϊκό κλάδο, όμως θα γίνουν πλήγμα κατά της κλιματικής αλλαγής μονάχα με ισχυρότερες πολιτικές, κίνητρα και καινοτομία για τη ραγδαία μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου και των εκπομπών.
*Foreign Policy
8 Ιουνίου 2021
energypress