Martin Wolf: Τρεις κινήσεις στο στοίχημα κατά της κλιματικής αλλαγής - Η δεκαετία των αποφάσεων.
Μετά από αιώνες, οι απόγονοί μας μπορεί να κοιτάξουν πίσω σ’ αυτή τη δεκαετία ως μια δεκαετία κατά την οποία χάθηκαν οι πιθανότητες να περιοριστεί η μη αναστρέψιμη κλιματική βλάβη. Όπως είπε τον περασμένο μήνα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Joe Biden στη διαδικτυακή σύνοδο των ηγετών για την κλιματική αλλαγή, «αυτή είναι η δεκαετία που πρέπει να πάρουμε αποφάσεις για να αποφύγουμε τις χειρότερες επιπτώσεις μιας κλιματικής κρίσης».
Οι παγκόσμιες εκπομπές ρύπων πρέπει να μειωθούν τώρα αν θέλουμε να είμαστε λελογισμένα αισιόδοξοι πως θα περιορίσουμε την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης ώστε να μην ξεπερνά τους 1,5 βαθμούς πάνω από τα προ βιομηχανίας επίπεδα. Αυτό είναι κάτι που συζητάμε να κάνουμε δεκαετίες τώρα, χωρίς αποτέλεσμα. Τώρα πρέπει να αναλάβουμε δράση.
Τα καλά νέα είναι πως η εκλογή Biden έχει αλλάξει τις πιθανότητες να επιτευχθεί κάτι πραγματικό αυτή τη δεκαετία. Τα κακά νέα είναι πως η αλλαγή είναι από μηδέν έως ένα ελαφρώς θετικό νούμερο. Αυτή η ζοφερή προοπτική δεν είναι κοινή για όλους: ο Jeffrey Sachs του Πανεπιστημίου Columbia για παράδειγμα είναι πολύ πιο αισιόδοξος, υποστηρίζοντας πως «η σύνοδος εκπροσωπεί ένα σημείο καμπής. Οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου –οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Κορέα, η Ινδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Βραζιλία- ευθυγραμμίζονται επί τέλους γύρω από τον στόχο μιας βαθιάς από-ανθρακοποίησης, δηλαδή μια αλλαγή του ενεργειακού συστήματος από τα ορυκτά καύσιμα (άνθρακα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο) σε πηγές μηδενικού άνθρακα (ηλιακή, αιολική, υδροηλεκτρική, γεωθερμική, βιομάζα και πυρηνική)».
Ελπίζω ο Sachs να έχει δίκιο. Αλλά είναι ζωτικής σημασίας να μην εφησυχάσουμε: ο χρόνος είναι περιορισμένος για να μειωθεί αποφασιστικά η τάση στις εκπομπές ρύπων, ενώ οι πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις παραμένουν τεράστιες.
Οπωσδήποτε, η πρόσφατη στροφή στη θέση των ΗΠΑ ήταν μια απαραίτητη προϋπόθεση για την παγκόσμια δράση. Αλλά οπωσδήποτε αυτό δεν αρκεί. Όλοι γνωρίζουν πως η πολιτική των ΗΠΑ θα μπορούσε να αντιστραφεί και πάλι, επειδή οι Ρεπουμπλικάνοι εξακολουθούν να αντιτίθενται σθεναρά στις αποφασιστικές ενέργειες. Επιπλέον, όπως σημείωσα αυτή την εβδομάδα, η από-ανθρακοποίηση της παραγωγής σε μια χώρα δεν είναι το ίδιο με την παγκόσμια από-ανθρακοποίηση, αφού οι εκπομπές μπορεί απλά να πάνε στο εξωτερικό. Πάνω απ’ όλα, ακόμα και οι ΗΠΑ, αν και κρίσιμης σημασίας, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας από μόνες τους. Ενώ είναι η δεύτερη σε επίπεδο εκπομπών ρύπων χώρα, παράγει μόνο το 15% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Πράγματι, το 2020, οι χώρες υψηλού εισοδήματος μαζί παρήγαγαν μόνο το 32% των παγκόσμιων εκπομπών. Η Κίνα μόνο παρήγαγε το 30% και η Κίνα μαζί με την Ινδία το 36%. Ωστόσο, ακόμα σημαντικότερο στον δρόμο που το ΔΝΤ αποκαλεί «business as usual» η Κίνα θα παράγει το 40% της αύξησης των εκπομπών από το 2020 έως το 2052, η Ινδία το 15% και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες (εξαιρουμένης της Ρωσίας) το 35%. Μακροπρόθεσμα, αυτές θα είναι οι αποφασιστικές χώρες.
Αν η σύνοδος για την κλιματική αλλαγή (COP26) στη Γλασκόβη τον Νοέμβριο του 2021 θέλει να αποτελέσει την αποφασιστική αλλαγή που πρέπει να αποτελέσει, τότε πρέπει να συμφωνηθούν τρία πράγματα. Πρώτον, οι χώρες υψηλού εισοδήματος πρέπει να δείξουν ότι είναι αξιόπιστοι ηγέτες δεσμευόμενες σε τεράστιες μειώσεις στις καθαρές εκπομπές από τη δική τους παραγωγή μέσα στην δεκαετία. Δεύτερον, όλα τα μέρη πρέπει να συμφωνήσουν στην από-ανθρακοποίηση όλων των σχετικών συστημάτων μέχρι το 2050, με σημαντική πρόοδο μέχρι τη δεκαετία του 2030. Τέλος, πρέπει επίσης να συμφωνήσουν σε ένα πακέτο κινήτρων, αντικινήτρων και διεθνούς βοήθειας που θα καταστίσει εφικτή την επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων.
Απέχουμε ακόμα πολύ από αυτό. Ενώ αυξάνεται η σιγουριά πως αυτό είναι τουλάχιστον εφικτό, με διαχειρίσιμο κόστος, το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από την πολιτική και την εφαρμογή της πολιτικής σε όλο τον πλανήτη. Αυτή είναι πράγματι μια ηρωική απαίτηση. Πώς μπορεί, λοιπόν, να γίνει;
Πρώτον, με κίνητρα: ο Raghuram Rajan του Πανεπιστημίου του Σικάγο έχει προτείνει αυτό που αποκαλεί «παγκόσμιο κίνητρο για μείωση του άνθρακα». Η κάθε χώρα που εκπέμπει περισσότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο των περίπου πέντε τόνων κατά κεφαλή ετησίως θα βάζει χρήματα σε ένα ταμείο κινήτρων. Η πληρωμή θα υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας την υπερβάλλουσα κατά κεφαλήν εκπομπή με τον πληθυσμό και το συμφωνημένο κίνητρο. Αυτοί που εκπέμπουν περισσότερο θα συμβάλλουν και αυτοί που εκπέμπουν λιγότερο θα λαμβάνουν. Αλλά όλοι θα χάνουν αν αυξήσουν τις κατά κεφαλήν εκπομπές τους. Άρα θα αντιμετωπίσουν όλοι το ίδιο κίνητρο για μείωση των εκπομπών.
Δεύτερον, με αντικίνητρα: εναλλακτικά (ή επιπρόσθετα), οι χώρες που δεσμεύονται να επιβάλλουν τιμή στις εγχώριες εκπομπές θα επιτρέπεται να βάζουν συνοριακό φόρο στις εισαγωγές έντασης εκπομπών από χώρες που δεν δεσμεύονται για κάτι τέτοιο. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε η παραγωγή τους μπορεί απλώς να στραφεί προς το εξωτερικό, με περιορισμένη επίπτωση στις παγκόσμιες εκπομπές. Μια τέτοια συνοριακή προσαρμογή αναμφίβολα θα είναι δύσκολη και θα προκαλέσει παγκόσμιες προστριβές. Αλλά μια δέσμευση από μεγάλες χώρες υψηλού εισοδήματος να εισάγουν μια τέτοια τιμή μπορεί επίσης να οδηγήσει σε συμφωνία για καλύτερες πολιτικές, περιλαμβανομένης της τιμολόγησης του άνθρακα, παντού.
Τέλος, με τη βοήθεια: το ΔΝΤ έχει υποστηρίξει πως η Κίνα, η ΕΕ, η Ινδία, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ μόνες μπορούν να φέρουν το μεγαλύτερο μέρος της αναγκαίας αλλαγής στις εκπομπές. Αλλά μακροπρόθεσμα κάθε χώρα θα χρειαστεί να κάνει στροφή προς μια οικονομία χαμηλού άνθρακα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα εάν σκεφτεί κάποιος τον ρόλο των φυσικών συστημάτων σε αυτό και ομοίως της γεωργίας και της δασοκομίας. Ως εκ τούτου θα είναι ουσιώδους σημασίας να αναπτυχθούν και να διαδοθούν αποτελεσματικές τεχνολογίες, πρακτικές και πολιτικές σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό θα απαιτήσει βοήθεια, μεταξύ άλλων για να μειωθούν οι κίνδυνοι στις επενδύσεις στην ενέργεια, στις μεταφορές, στις κατασκευές, στην γεωργία και σε άλλα συστήματα.
Η επόμενη δεκαετία πρέπει να σηματοδοτήσει μια αρχή. Αλλά αυτό το πρόγραμμα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε διάστημα δεκαετιών. Θα πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσπάθεια συνεργασίας μεταξύ χωρών, μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων τομέων και μεταξύ ολόκληρων οικονομιών στην ιστορία. Είναι απαραίτητη και εφικτή, αλλά εξαιρετικά περίπλοκη. Ναι, η κατάσταση φαίνεται λίγο καλύτερη τώρα. Αλλά να μην υποτιμάμε την πρόκληση. Θα γνωρίζουμε σύντομα αν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να ανταποκριθούμε σ’ αυτήν.
(του Martin Wolf, Financial Times, euro2day.gr)
10 Μαϊου 2021
energypress