Λυδία λίθος για το ΕΣΕΚ, ο στόχος 38,5% για εξοικονόμηση ενέργειας - Η αγορά αναμένει το σχέδιο δράσης και το μηχανισμό παρακολούθησης.
Στην εξοικονόμηση ενέργειας, δηλαδή στη μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος κτιρίων και οχημάτων, βρίσκεται το κλειδί για την υλοποίηση των στόχων του νέου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα.
Εκεί βρίσκονται “όλα τα λεφτά” του μεγαλεπήβολου εγχειρήματος, εκεί θα παιχθεί το στοίχημα του ΕΣΕΚ, για το οποίο ο “πήχυς” σχετικά με την ενεργειακή απόδοση έχει μπει πολύ ψηλά.
Ενόψει της σημερινής εκδήλωσης στην Τράπεζα της Ελλάδας για την παρουσίαση του σχεδίου σε φορείς της αγοράς, οι τελευταίοι χαρακτηρίζουν εντυπωσιακό το στόχο μείωσης της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2030, κατά 38,5% σε σχέση με όσα προβλέπονταν (για το 2030), το 2007.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όπως λένε κύκλοι των ΑΠΕ στο “Energypress”, ότι μέχρι και τα μέσα του 2017, η τότε κυβέρνηση είχε βάλει ως στόχο εξοικονόμησης το 27%, εν συνεχεία τον αναθεώρησε στο 30% (μη δεσμευτικό), έως ότου αναγκάστηκε πέρυσι να αποδεχτεί την απόφαση της ΕΕ για 32,5%. Είναι ο στόχος που είχε υιοθετηθεί στο προηγούμενο ΕΣΕΚ επί υπουργίας Γ. Σταθάκη, και ο οποίος είχε θεωρηθεί και τότε λίαν φιλόδοξος για τα δεδομένα μιας χώρας, όπως η Ελλάδα.
Τώρα, αυτός ο στόχος αναθεωρείται προς τα πάνω κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες. Σε απόλυτα νούμερα, αυτό σημαίνει ότι η μείωση της ετήσιας κατανάλωσης το 2030 θα είναι 1,8 εκατομμύρια τόνοι ισοδύναμου πετρελαίου σε σχέση με το προηγούμενο ΕΣΕΚ, και… 3,2 εκατομμύρια τόνοι αν η σύγκριση γινόταν με τον στόχο 27%.
Μεγαλύτερη παραγωγή ενέργειας, αν πέσουν έξω οι στόχοι της κατανάλωσης
Τα νούμερα είναι πολύ μεγάλα, και οδηγούν, τους συνομιλητές μας, στο παρακάτω συμπέρασμα: Εφόσον δεν επιτευχθεί ο πολύ φιλόδοξος στόχος για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 38,5% σε σχέση με όσα προβλέπονταν το 2007, τότε η άσκηση του ΕΣΕΚ δεν “βγαίνει”. Επίδοση τυχόν χαμηλότερη του 38,5%, μεταφράζεται σε μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας, άρα σεανάγκη για ακόμη για μεγαλύτερη παραγωγή ενέργειας, που με την σειρά του σημαίνει περισσότερες επενδύσεις σε ΑΠΕ, φυσικό αέριο και άλλες τεχνολογίες. Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν οι υποδομές για κάτι τέτοιο, όταν ήδη οι τεθέντες στόχοι θεωρούνται φιλόδοξοι.
Κρίσιμο επομένως είναι όλες οι επιμέρους τομεακές πολιτικές, κυρίως δηλαδή στις μεταφορές, και την οικοδομή, να προσαρμοστούν ανάλογα, προκειμένου να “κουμπώσουν” με τον εθνικό στόχο μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι μέχρι το 2030 θα πρέπει να έχουν αναβαθμιστεί ενεργειακά περίπου 600.000 χιλιάδες κατοικίες, ήτοι 60.000 το χρόνο. Σημαίνει επίσης ότι έως το 2030 η διείσδυση της ηλεκτροκίνησης θα πρέπει να αυξάνεται κατακόρυφα κάθε χρόνο, ώστε στο τέλος της επόμενης δεκαετίας να ταξινομηθούν τουλάχιστον 82.000 νέα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, έναντι μόλις… 315 πέρυσι. Είτε θα πρέπει να δοθούν γενναία κίνητρα και σε βάθος χρόνου για την αγορά τους, είτε θα πρέπει να μειωθεί κατακόρυφα το κόστος των μπαταριών που κρατά στα ύψη τις σημερινές τιμές των ηλεκτροκίνητων.
Τα χρονοδιαγράμματα και οι μηχανισμοί
Η μια ανησυχία των φορέων της αγοράς είναι τα παραπάνω. Η άλλη σχετίζεται με το γεγονός ότι όλοι αναμένουν να δουν το σχέδιο δράσης, αυτό δηλαδή που θα περιλαμβάνει τα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής των μέτρων, μαζί με τον μηχανισμό παρακολούθησης του νέου ΕΣΕΚ, και που ανάλογα με την πορεία του, θα γίνονται παρεμβάσεις. Αμφότεροι οι μηχανισμοί θα ανακοινωθούν κάπου στις αρχές του 2020.
Πέραν όλων αυτών, η ιστορικής σημασίας απεξάρτηση της χώρας από τον λιγνίτη, και μάλιστα μέσα σε εννέα χρόνια, είναι αυτή που οδηγεί και στην εντυπωσιακή μείωση των εκπομπών κατά 42% το 2030 σε σχέση με το 1990 (σε σύγκριση με μόλις 32% του προηγούμενου ΕΣΕΚ). Την απώλεια βέβαια του λιγνίτη έρχεται να καλύψει μια σημαντική αύξηση του φυσικού αερίου, το οποίο μέχρι το 2030 θα είναι ο μεγάλος κερδισμένος. Το φυσικό αέριο από 5,2 GW το 2020 θα φτάσει τις 7 GW το 2030, που μεταφράζεται σε 18.304 GWh.
Κάπως έτσι, το 2030 προβλέπονται 18,9 GW ΑΠΕ (από κάπου 10 GW σήμερα, εκ των οποίων τα 3,4 GW υδροηλεκτρικά), που σημαίνει ότι σχεδόν το 65% της ενεργειακής μας κατανάλωσης θα εξακολουθεί να καλύπτεται από πετρέλαιο και φυσικό αέριο, έναντι 69% του προηγούμενου ΕΣΕΚ.
Τα παραπάνω είναι λογικά και αναμενόμενα. Το ερώτημα για την αγορά των ΑΠΕ, είναι κατά πόσο το φυσικό αέριο θα αποτελέσει πράγματι το καύσιμο- “γεφυρα” για το 2050, καθώς και τι μέτρα θα ληφθούν, ώστε μέσα στα επόμενα τριάντα χρόνια, να οδηγηθούμε έμπρακτα σε μια οικονομία μηδενικών ρύπων.
2 Δεκεμβρίου 2019
energypress