Πετρέλαια, υπεράκτια αιολικά πάρκα και χρυσό υδρογόνο. Η Γεωφυσική επιστήμη ωσεί παρούσα!

02 03 2025 | 08:26

Ακούμε συχνά για έρευνες πετρελαίου στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, σπανιότερα όμως για τις δυνατότητες και τα επιτεύγματα μιας επιστήμης με κομβικό ρόλο πίσω από αυτές. 

Η Γεωφυσική επιστήμη λοιπόν, με ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών, δίνει απαντήσεις στο τι υπάρχει κάτω από την επιφάνεια της Γης, και σε ερωτήματα που ανέκαθεν απασχολούσαν τον άνθρωπο. Ένα κλασικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του 1864, το ‘Ταξίδι στο Κέντρο της Γης’ του Ιουλίου Βερν, είναι ενδεικτικό αυτής της ανθρώπινης περιέργειας.

Η ανάπτυξη εφαρμοσμένων γεωφυσικών μεθόδων, σε συνδυασμό με τη Γεωλογία, ουσιαστικά ξεκίνησε για τις ανάγκες της έρευνας πετρελαίου στις αρχές του εικοστού αιώνα. Η επιτυχία βασίζεται στην ύπαρξη διαφορετικών φυσικών ιδιοτήτων μεταξύ μιας περιοχής ενδιαφέροντος και του περιβάλλοντος μέσου. Ιδιότητες, όπως η πυκνότητα, η ελαστικότητα, η μαγνητική επιδεκτικότητα και η ηλεκτρική αγωγιμότητα, αξιοποιούνται συνδυαστικά ή κατά περίπτωση. Επομένως, η ίδια η φύση είναι αυτή που υποδεικνύει τα πειράματα που απαιτούνται, σε αντίθεση με τη Φυσική που διεξάγει ελεγχόμενα και εξιδανικευμένα εργαστηριακά πειράματα. 

Επιμέρους κλάδοι της Εφαρμοσμένης Γεωφυσικής επικεντρώνονται σε μεθόδους του μαγνητικού και του βαρυτικού πεδίου της Γης, στην κατευθυνόμενη δημιουργία σεισμικών κυμάτων, και πλείστες άλλες. 

Με λίγα λόγια, όπως οι γιατροί χρησιμοποιούν το υπερηχογράφημα και τη μαγνητική τομογραφία για να δουν μέσα στο ανθρώπινο σώμα, έτσι και οι γεωφυσικοί, ‘οι γιατροί του κλάδου της εφαρμοσμένης Γεωφυσικής’, πραγματοποιούν γεωφυσικές διασκοπήσεις από την ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα, για να διερευνήσουν το υπέδαφος. 

Για τον σκοπό αυτό, επιστρατεύονται μέθοδοι αιχμής της τεχνολογίας, συστοιχίες οργάνων υψηλής ακρίβειας και εμβέλειας, προηγμένες τεχνικές επεξεργασίας και ερμηνείας δεδομένων, αλλά και συνεχής ανάπτυξη λογισμικού για τη βελτίωση της ακρίβειας των ερευνών.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά διεπιστημονικό πεδίο. Η κατάρτιση των γεωφυσικών προϋποθέτει ένα μείγμα τεχνικών, αναλυτικών και πρακτικών γνώσεων και δεξιοτήτων με δυνατές βάσεις στη Φυσική και τα Μαθηματικά, συμπληρωματικά με τη Γεωλογία. 

Ίσως η πλέον σημαντική συνεισφορά της Γεωφυσικής στην παγκόσμια

ανάπτυξη αποτελεί η καθοριστική της συμβολή στην Έρευνα και

Παραγωγή Υδρογονανθράκων, με σεισμικές μεθόδους ανάκλασης. 

Τα χαρακτηριστικά του υπεδάφους ‘χαρτογραφούνται’ προκαλώντας σεισμικά κύματα από πηγές ενέργειας. Παράλληλα, μια σειρά από αισθητήρες – ανιχνευτές ανακλώμενης ενέργειας, (γνωστοί ως γεώφωνα στην ξηρά ή υδρόφωνα στη θάλασσα), καταγράφουν τα σεισμικά κύματα που, αφού ταξιδεύουν μέσα από γεωλογικά στρώματα, ανακλώνται και επιστρέφουν στην επιφάνεια. Ο χρόνος ταξιδιού από την πηγή στον κάθε δέκτη είναι η αρχική πληροφορία που αναλύεται. 

f

Υπάρχουν δισδιάστατες(2D) έρευνες που πραγματοποιούνται σε γραμμικά προφίλ. Σπανίως όμως μιλάμε για ένα μόνο προφίλ. Συνήθως προγραμματίζεται ένας μεγαλύτερος αριθμός από (2D) σεισμικά προφίλ. Η μέθοδος αυτή ενδείκνυται, λόγω κόστους, στα αρχικά στάδια της έρευνας. 

Συνθέτοντας, αναλύοντας και ερμηνεύοντας τα δεδομένα μπορεί να προκύψει μια ικανοποιητική εικόνα που να υποδείξει πιθανές δομές ενδιαφέροντος. Σε περιπτώσεις που υπάρχουν αντίκλινα, ρήγματα ή άλλες σύνθετες γεωλογικές δομές κάποια χαρακτηριστικά τους, εκτός του κατακόρυφου επιπέδου του προφίλ, προκαλούν συγκεχυμένες εικόνες λόγω πλευρικών ανακλάσεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι δισδιάστατες(2D) έρευνες δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές. 

Σε επόμενο στάδιο, για τον ακριβέστερο εντοπισμό αυτών των δομών, ακολουθούν τριδιάστατα σεισμικά προγράμματα(3D) με σημαντικά μεγαλύτερο κόστος. Εκατοντάδες ανιχνευτές ενέργειας απλώνονται σε ολόκληρη την περιοχή ενώ παράλληλα μετακινείται σταδιακά η πηγή. Έτσι επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ακρίβεια, αφού προκύπτουν περισσότερες ανακλάσεις που συνθέτουν (stacking) την εικόνα σε κάθε σημείο. 

Επιπλέον, με τη σωστή επεξεργασία των τρισδιάστατων δεδομένων η έρευνα απαλλάσσεται από πλάγιες παρεμβολές. Η εκτίμηση των πιθανοτήτων ύπαρξης υδρογονανθράκων καθίσταται δυνατή αφού γίνει η γεωφυσική ερμηνεία και ανάλυση κινδύνου (risk analysis) σε συνδυασμό με τα γεωλογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Με λίγα λόγια η Γεωφυσική και οι γεωφυσικοί είναι αναπόσπαστο κομμάτι των επιτυχημένων εργασιών τρισδιάστατης απεικόνισης, οριοθέτησης και εκμετάλλευσης κοιτασμάτων.

Η εκτίμηση των πιθανοτήτων ύπαρξης υδρογονανθράκων καθίσταται δυνατή αφού γίνει η γεωφυσική ερμηνεία και ανάλυση κινδύνου σε συνδυασμό με τα γεωλογικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Κίνδυνοι όπως ανεπιτυχείς γεωτρήσεις, διαρροές φυσικού αερίου και σπατάλη πόρων σε άγονες περιοχές περιορίζονται σημαντικά. 

«Το πετρέλαιο αρχικά και αργότερα το φυσικό αέριο (ΦΑ) αποτέλεσαν και αποτελούν ακόμα τη βασική μορφή ενέργειας που τροφοδοτεί τις ανάγκες ενός συνεχώς διευρυνόμενου παγκόσμιου πληθυσμού σε μια αδιάλειπτη πορεία ανάπτυξης και ευημερίας, όπως τις γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Η σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη του γιγαντιαίου κοιτάσματος Zohr στη θαλάσσια περιοχή της Αιγύπτου, κοντά στην κυπριακή ΑΟΖ, σε πετρελαϊκή δομή άγνωστου μέχρι τότε τύπου (βιογενές αέριο σε ασβεστολιθικό ύφαλο του Μειοκαίνου), έδωσε τεράστια ώθηση στο ερευνητικό ενδιαφέρον των διεθνών εταιριών και των αντίστοιχων κρατικών αρμόδιων αρχών, γεγονός που, όπως ήταν φυσικό, έλαβε μεγάλη δημοσιότητα. Μετά από τα πρώτα κοιτάσματα πετρελαίου που ανακαλύφθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα, αρχικά σε μικρά βάθη (στην Αμερική, στη Ρουμανία, στο Ιράν κλπ.) με σχεδόν αποκλειστικά γεωλογικές μελέτες, οι υδρογονάνθρακες μπορούν πλέον να εντοπιστούν μόνο με τη χρήση γεωφυσικών μεθόδων, κύρια με τεχνικές σεισμικής ανάκλασης. Αν και άλλες γεωφυσικές μέθοδοι, ιδίως η ανάλυση των πεδίων δυναμικού (βαρύτητας και γεωμαγνητισμού), είναι σημαντικές στη χαρτογράφηση γεωλογικών περιοχών πετρελαϊκού ενδιαφέροντος, μόνο η σεισμική έρευνα μπορεί να αναδείξει συγκεκριμένες δομές οι οποίες θα πρέπει να διατρηθούν για την εύρεση και την παραγωγή πετρελαίου και ΦΑ, δεδομένου του υψηλού κόστους των ερευνητικών γεωτρήσεων που σήμερα, ειδικά για βαθιά κοιτάσματα σε μεγάλα βάθη θαλασσών, φθάνει σε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση με την παράλληλη ανάπτυξη των υπολογιστικών συστημάτων έχει οδηγήσει στη συνεχή βελτίωση της ανακλαστικής σεισμολογίας τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η διακριτική ικανότητα της μεθόδου έχει αυξηθεί εντυπωσιακά, ιδίως με την ανάπτυξη της τριδιάστατης σεισμικής χαρτογράφησης, ενώ είναι πλέον εφικτός ο εντοπισμός στρωματογραφικών παγίδων (πχ λόγω μεταβολής της λιθολογίας ενός γεωλογικού σχηματισμού) πέραν των κλασικών τεκτονικών δομών που αναγνωρίζονται από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά τους. Αυτό κατέστη δυνατό με την ανάλυση των

δυναμικών χαρακτηριστικών των σεισμικών κυμάτων (πλάτους, συχνότητας, φάσης, στιγμιαίας ταχύτητας διάδοσης κλπ). Αυτές οι βελτιώσεις τείνουν διαρκώς προς την επίτευξη του στόχου του Άμεσου Εντοπισμού Υδρογονανθράκων (Direct Hydrocarbons Detection) πριν από τη γεώτρηση, που αποτελεί το ‘Άγιο Δισκοπότηρο’ της γεωφυσικής διασκόπησης. Σε κάθε περίπτωση, η αναλογία των επιτυχημένων ερευνητικών γεωτρήσεων έναντι των αποτυχιών (dry holes) έχει αυξηθεί εντυπωσιακά τις τελευταίες δεκαετίες», μας λέει ο Έλληνας Γεωφυσικός, Δρ. Μάρκος Λουκογιαννάκης με πολυετή εμπειρία και θέσεις ευθύνης σε πετρελαϊκές έρευνες στην Ελλάδα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.

Πετρέλαιο και νέες μορφές ενέργειας στην Ευρώπη

Χαρακτηριστικό παράδειγμα έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων στην Ευρώπη αποτελεί η Βόρεια Θάλασσα, όπου παράγεται και το πετρέλαιο Brent. Εντούτοις, σήμερα ακόμη και εκεί, τίθεται θέμα σύγκρισης με την ταχέως αυξανόμενη παραγωγή υπεράκτιας αιολικής ενέργειας.

Σε όλη τη Βόρεια Θάλασσα η εγκατεστημένη υπεράκτια αιολική ισχύς είναι σήμερα 36 GW. Eννέα χώρες στοχεύουν σε συνδυασμένη υπεράκτια αιολική δυναμικότητα 120GW έως το 2030 και 300GW έως το 2050 (πηγή: reuters).

«Από την ακτή, είναι δύσκολο να εκτιμήσεις την τρομερή δύναμη του ανέμου της Βόρειας Θάλασσας. Είναι πραγματικά ένας πόρος παγκόσμιας κλάσης, όπως τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά εκεί στη δεκαετία του 1960. Καθώς βλέπουμε την άνοδο μιας μορφής ενέργειας και τη μείωση της άλλης, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθούμε πώς συγκρίνονται αυτές οι δύο πηγές ενέργειας», αναφέρει έκθεση της WoodMckenzie (Δεκ. 2024). 

Είναι φανερό ότι κάτω από τη σημαία της ενεργειακής μετάβασης η ΕΕ υιοθετεί μια νέα στρατηγική, εστιάζοντας σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία υπεράκτιων αιολικών πάρκων (ΥΑΠ), με τις πλέον προηγμένες τεχνολογίες για παραγωγή ενέργειας ουδέτερης από άνθρακα. Η υπεράκτια αιολική ενέργεια αναμένεται να αντιπροσωπεύει έως και το 20% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη το 2050. 

Η Γεωφυσική και οι γεωφυσικοί στην ανάπτυξη ΥΑΠ.

Μια δομή ΥΑΠ μπορεί να αποτελείται είτε από γειωμένα συστήματα (σταθερής έδρασης πακτωμένα στον βυθό, ή πλωτής έδρασης αγκυροβολημένα στον πυθμένα. Οι βασικές αρχές αυτής της τεχνολογίας έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, η οποία ξεκίνησε να πρωτοπορεί στις εξέδρες άντλησης πετρελαίου στη δεκαετία του 1960. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι οι ηγέτες, στον εκκολαπτόμενο τομέα της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας της Ευρώπης, είναι επίσης οι μεγαλύτεροι παραγωγοί πετρελαίου (Νορβηγία, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιταλία). 

Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Αιολικής Ενέργειας τονίζει την εκθετική ανάπτυξη που αναμένεται για σταθερά και πλωτά έργα τα επόμενα χρόνια, με την παγκόσμια εγκατεστημένη ισχύ να υπερβαίνει τα 300 GW έως το 2030. 

Η πλωτή έδραση αποτελεί μια πρόκληση για το μέλλον λόγω του μεγάλου κόστους. Εντούτοις, αυτή η τεχνολογία μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στους στόχους της απανθρακοποίησης της ενέργειας, εφόσον το 80% του παγκόσμιου δυναμικού υπεράκτιων αιολικών πόρων αναμένεται να αναπτυχθεί σε μεγαλύτερα βάθη θάλασσας (άνω των 40-60 μέτρων). 

Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, ο ανανεωμένος ρόλος της εφαρμοσμένης Γεωφυσικής θυμίζει τις προκλήσεις που αντιμετώπιζε η πετρελαϊκή βιομηχανία πριν μερικές δεκαετίες. Και αυτό, γιατί ο  σχεδιασμός και η αδειοδότηση ενός ΥΑΠ προαπαιτεί έρευνες χαρακτηρισμού της τοποθεσίας για τη δομική ακεραιότητα του έργου. 

Στο σημείο αυτό ο γεωφυσικός κύριος Ιωάννης Αμπατζής, με επιτελικό ρόλο στις γεωφυσικές έρευνες του Γεωλογικού Ινστιτούτου της Δανίας και Γροιλανδίας (The Geological Survey of Denmark and Greenland - GEUS), μας μεταφέρει την εμπειρία του εκεί: 

«Για να δημιουργηθεί ένα ΥΑΠ προηγούνται σημαντικές έρευνες τόσο περιβαλλοντικές όσο και γεωφυσικές προκειμένου να κριθεί η καταλληλότητα της περιοχής. Αρχικά αξιολογούνται δεδομένα σεισμικής ανάκλασης, ενδεχομένως από προηγούμενες ή εν εξελίξει πετρελαϊκές έρευνες, στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, η κυβέρνηση της Δανίας χρηματοδοτεί ένα ευρύ αναγνωριστικό πρόγραμμα γεωφυσικών και γεωλογικών ερευνών που καλύπτει πλήρως τη θαλάσσια περιοχή γύρω από τη χώρα. 

Το GEUS, το οποίο τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Κλίματος, Ενέργειας και Εγκαταστάσεων της Δανίας, συμμετέχει ενεργά στον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή αυτών των μελετών, καθώς και στην ερμηνεία και χαρτογράφηση των συλλεγόμενων γεωφυσικών, γεωλογικών και περιβαλλοντικών δεδομένων. Οι έρευνες περιλαμβάνουν ένα πυκνό δίκτυο σεισμικών καταγραφών, που στην περίπτωση αυτή, είναι δεδομένα υψηλής ευκρίνειας (high frequency and resolution) και αποτυπώνουν λεπτομερώς τα πρώτα 100 μέτρα κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας. Ταυτόχρονα, σε κάθε διασταύρωση (crossing point) των σεισμικών καταγραφών παίρνουμε και επιφανειακά δείγματα του πυθμένα. Τα δεδομένα αυτά συνεισφέρουν στη λεπτομερή χαρτογράφηση της θαλάσσιας περιοχής γύρω από τη Δανία, ενώ, σε συσχετισμό με τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό (Marine spatial planning), μας βοηθούν να προκαθορίσουμε επακριβώς τις ζώνες μέσα στις οποίες μπορούν να αναπτυχθούν ΥΑΠ. 

Όταν επιλέγεται μια τέτοια ζώνη, τότε προχωράμε σε λεπτομερέστερες έρευνες (Fine tuning με σεισμικά που μπορεί να είναι και 3D, ταυτόχρονες μετρήσεις όπως Sub-Bottom Profiler-SBP, multibeam echosounder, διαγραφίες-logs, γεωμαγνητικές μετρήσεις και δείγματα αβαθών γεωτρήσεων). Σκοπός είναι να αποτυπώσουμε τα χαρακτηριστικά του πυθμένα και των υποκείμενων 100 μέτρων του υπεδάφους, μιας και εκεί πρόκειται να εγκατασταθούν οι πυλώνες των ανεμογεννητριών, όπως και να αποφευχθεί ο κίνδυνος (de-risking) από την εμφάνιση απρόβλεπτων συνθηκών (ναυάγια, βόμβες, αρχαία) στη διάρκεια των εργασιών έδρασης, αλλά και να ελαχιστοποιηθούν τα κόστη και οι υπερβολικές μηχανικές παρεμβάσεις. 

Περιβαλλοντικές έρευνες για πουλιά, θηλαστικά και ότι σχετίζεται με την πανίδα και χλωρίδα στον πυθμένα και στην κολόνα του νερού, βαρύνουν εξίσου στην τελική επιλογή θέσεων για εγκατάσταση ΥΑΠ, ακόμη και αν το υπέδαφος είναι γεωφυσικά κατάλληλο. Στη συνέχεια οι μηχανικοί κάνουν τις απαραίτητες προσομοιώσεις για την εγκατάσταση των πυλώνων. 

Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από μια δομή ΥΑΠ μεταφέρεται στη στεριά και στο εκεί υπάρχον ηλεκτρικό δίκτυο με υποθαλάσσια ηλεκτρικά καλώδια». 

Στη Δανία, όπου επικρατεί η σταθερή έδραση, εκτιμάται ότι έως το 2030, η παραγωγή ενέργειας από ανεμογεννήτριες θα υπερβαίνει την εθνική ζήτηση.

Ας σημειωθεί ότι στην Ελλάδα το πρόγραμμα εγκατάστασης ΥΑΠ και ο πρώτος διαγωνισμός που σχεδιαζόταν για το 2027, έχουν κολλήσει στα συναρμόδια υπουργεία.

Η Γεωφυσική και οι γεωφυσικοί στην έρευνα για χρυσό υδρογόνο

Οι εκτιμήσεις ότι η Γη περιέχει τρισεκατομμύρια τόνους αερίου φυσικού υδρογόνου, ωθούν κυβερνήσεις, εταιρίες και ερευνητές σε όλο τον κόσμο να αναζητήσουν υπόγεια αποθέματα. Σήμερα, αυτό το χρυσό ή γεωλογικό Η2 κερδίζει την προσοχή ως μία από τις νέες πιθανές μορφές ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα που μπορεί να συμβάλει στην ενεργειακή μετάβαση.

Αποθέματα Η2 δημιουργούνται όταν υπερβασικά πετρώματα πλούσια σε σίδηρο όπως ο ολιβίνης έρχονται σε επαφή με υπόγειο νερό και σκουριά, δεσμεύοντας οξυγόνο, για την παραγωγή οξειδίων του σιδήρου (σερπεντινοποίηση), απελευθερώνοντας υδρογόνο. 

Η Γεωφυσική αποτελεί και εδώ την αναγκαία και ικανή συνθήκη για τον εντοπισμό, την αποτελεσματική και κατά το δυνατόν ασφαλέστερη εξόρυξη, αυξάνοντας την κερδοφορία και μειώνοντας τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Παράλληλα, απαντάει στο ερώτημα πού να μην γίνει γεώτρηση. Οι ηλεκτρομαγνητικές μέθοδοι και οι μέθοδοι δυναμικού πεδίου είναι σημαντικές για την οριοθέτηση και τον χαρακτηρισμό των πετρωμάτων υπερβασικής προέλευσης και του βαθμού σερπεντινοποίησης, ενώ η σεισμική μέθοδος για την οριοθέτηση των αποθεμάτων υδρογόνου. Ως παράδειγμα, συνδυάζοντας την ειδική αντίσταση από ηλεκτρομαγνητικά δεδομένα, με την ταχύτητα από τα σεισμικά δεδομένα και την πυκνότητα από τα βαρυτομετρικά δεδομένα, μπορεί να απεικονιστεί ένα πιθανό κοίτασμα υδρογόνου και να περιοριστεί σημαντικά ο κίνδυνος.

‘Εργαλεία’ που επιταχύνουν σημαντικά τον εντοπισμό γεωλογικού H2 είναι η μηχανική μάθηση(ML) και η αποτελεσματική συλλογή γεωφυσικών δεδομένων. Το υδρογόνο, αφού εντοπιστεί σε δομές, παγιδευμένο κάτω από αδιαπέραστα στρώματα πετρωμάτων, μπορεί να εξαχθεί με γεώτρηση. Στην περίπτωση που μητρικά πετρώματα πλούσια σε σίδηρο είναι ρηχά και ρηγματωμένα, μπορεί να γίνει απευθείας συλλογή υδρογόνου. Στην Ελλάδα υπερβασικά πετρώματα υπάρχουν στην περιοχή της Αν.Ροδόπης (Geophysical evidence for the subsurface distribution and mode of emplacement of ophiolites in the Eastern Rhodope region, N. Greece, F.Maltezou and M.Loucoyannakis, 1993, Tectonophysics, Vol.218, issue 4, 355-365). Στη γειτονική μας  Αλβανία, ανακαλύφθηκε πρόσφατα σημαντικό κοίτασμα φυσικού υδρογόνου.

Μια επιστήμη με μέλλον

Καθώς οι περιβαλλοντικές προκλήσεις γίνονται πιο περίπλοκες, η Γεωφυσική θα εξελίσσεται παράλληλα με αυτές.

Ο κλάδος της αγοράς γεωφυσικών υπηρεσιών αναμένεται να αυξηθεί από περίπου 20 διςUS$ το 2025 σε 30 διςUS$ το 2034 (ρυθμός ανάπτυξης 4,44%). Η αγορά αυτή κατατμείται σε γεωλογικές και γεωφυσικές υπηρεσίες, υπηρεσίες απόκτησης, επεξεργασίας και ερμηνείας σεισμικών και άλλων δεδομένων.

f

Η αγορά γεωφυσικών υπηρεσιών (Πηγή: Market Research Future) 

Εξελίξεις που ενισχύουν την ακρίβεια και αποτελεσματικότητα της απόκτησης και ερμηνείας γεωφυσικών δεδομένων είναι η τεχνητή νοημοσύνη (AI), η μηχανική μάθηση (ML) και cloud computing. Οι αλγόριθμοι AI επιτρέπουν την επεξεργασία και ανάλυση δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, ταχύτερη λήψη αποφάσεων και βελτιωμένα αποτελέσματα. 

Η Εφαρμοσμένη Γεωφυσική δεν εξαντλείται στην αναζήτηση και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, στην ανάπτυξη ΥΑΠ και στην έρευνα για χρυσό υδρογόνο. Αποτελεί επίσης σημαντικό ‘εργαλείο’ ελέγχου της διαδικασίας έγχυσης και γεωλογικής αποθήκευσης του CO2 που προέρχεται από τη βιομηχανία (CCUS), όπως και της συνεχούς παρακολούθησής του προκειμένου να παραμένει απομονωμένο από την ατμόσφαιρα. Γεωφυσικές μέθοδοι σε συνδυασμό με γεωλογικές και γεωχημικές χρησιμοποιούνται επίσης στη Γεωθερμία. 

*Φυσικός, Γεωφυσικός (Ph.D.), Δημοσιογράφος.