Πράσινο υδρογόνο: Μόνο 200 MW τα «πιλοτικά - εμπορικά» έργα που θα επιδοτηθούν μέχρι το 2030 - Από το 2035 και μετά η έγχυση πράσινου H2 στα δίκτυα φυσικού αερίου

Την γνωστή επιφυλακτικότητα της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΝ απέναντι στη τεχνολογία του πράσινου υδρογόνου, αντανακλούν οι σχετικές αναφορές στο νέο, επικαιροποιημένο ΕΣΕΚ, το οποίο αναμένεται να βγει σε διαβούλευση την επόμενη εβδομάδα, προκειμένου να σταλεί προς έγκριση το φθινόπωρο στην Κομισιόν.

Αν και το επιχειρηματικό ενδιαφέρον είναι ισχυρό και η πρόοδος σε ερευνητικό επίπεδο εντυπωσιακή, εντούτοις το κείμενο αναφέρει, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Energypress, ότι μόλις 200 MW είναι τα έργα που θα τύχουν επιδότησης μέχρι το 2030, απεικονίζοντας στην ουσία την άποψη που είχε εκφράσει τον Ιούνιο στο Second Hydrogen & Green Gases Forum του Energypress, ο αρμόδιος υπουργός ΠΕΝ Θόδωρος Σκυλακάκης.

 

Τότε, και παρά την κρατούσα κινητικότητα στο χώρο, ο υπουργός είχε τονίσει ότι οι τεχνολογίες για την παραγωγή υδρογόνου δεν είναι ώριμες, η χώρα δεν έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στον τομέα, και συνεπώς δεν μπορούν να διατεθούν εθνικά κονδύλια παρά μόνον για πιλοτικά έργα.

Συγκρίνοντας την παραπάνω προσέγγιση με το κείμενο του ΕΣΕΚ, η μόνη διαφορά είναι ότι σε αυτό, η τελική διατύπωση πιθανότατα να μιλά για τα πρώτα «πιλοτικά - εμπορικά» έργα, καθώς τα συνθετικά καύσιμα που θα παράγονται με Η2, θα πωλούνται και στην αγορά.

Σημειωτέον πάντως ότι στο ίδιο συνέδριο, ο ΓΓ Ενέργειας του ΥΠΕΝ, Αρ. Αιβαλιώτης, μιλώντας για το νέο θεσμικό πλαίσιο που θα είναι έτοιμο το φθινόπωρο, είχε εξηγήσει ότι θα προβλέπει ένα σχήμα στήριξης, το πολύ 30 εκατ. ευρώ το χρόνο, ικανό για να στηρίξει έργα, ισχύος το πολύ 50 MW.

2030-2040: Αλμα από 1 TWh το 2030, σε 6,5 TWh το 2040

Στο δια ταύτα, το κείμενο του ΕΣΕΚ, αναφέρει, σύμφωνα με τις πληροφορίες, ότι η παραγωγή πράσινου υδρογόνου δεν θα υπερβαίνει τη 1 TWh μέχρι το 2030 και θα αφορά κυρίως ανανεώσιμα συνθετικά καύσιμα στα διυλιστήρια (συνθετική κηροζίνη, συνθετική μεθανόλη). Τα δε, πρώτα έργα εμπορικής λειτουργίας και η έγχυση H2 στα δίκτυα, τοποθετούνται από το 2035 και μετά.

Κάνει λόγο για τις σημαντικές προκλήσεις, κυρίως κόστους παραγωγής και τεχνολογίας χρήσης, που αντιμετωπίζουν ακόμη τα ανανεώσιμα συνθετικά καύσιμα, ενώ εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί να γίνει εξαγωγέας πράσινου υδρογόνου. «Είναι δυνατόν να υπάρξουν επιχειρηματικές εξαγωγικές ευκαιρίες για υδρογόνο που θα παράγεται στην Ελλάδα, μένει όμως αυτό να διευκρινισθεί στο μέλλον εφόσον υπάρξουν οι κατάλληλες εμπορικές συνθήκες και δεσμεύσεις», αναφέρεται χαρακτηριστικά. 

 

Σε κάθε περίπτωση, η ουσιαστική αύξηση παραγωγής Η2 στην Ελλάδα τοποθετείται στα μισά της επόμενης δεκαετίας: Από 1 TWh το 2030, το κείμενο μιλά για παραγωγή 3,7 TWh το 2035, 6,5 TWh το 2040, 12,1 TWh το 2045 και 20,2 TWh το 2050.

Επισημαίνεται ότι η διαφαινόμενη προσδοκία μείωσης του κόστους παραγωγής του πράσινου υδρογόνου (λόγω βελτίωσης της αποδοτικότητας της τεχνολογίας και παράλληλης μείωσης των τιμών ρεύματος), συγκρινόμενη και με την αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής των αερίων του θερμοκηπίου, θα επιτρέψει σε ποσότητες πράσινου υδρογόνου να εγχέονται στα δίκτυα φυσικού αερίου από το 2035. Εντός πάντα των ορίων που θα ισχύουν για το διασυνοριακό εμπόριο, αλλά και τις τεχνικές δυνατότητες των μονάδων καύσης.

Σχετικά με τις ανάγκες της βιομηχανίας και τη στροφή σε νέα καύσιμα, όπως η αμμωνία, το ΕΣΕΚ αναφέρει ότι τα δεδομένα συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης μόνο μιας τέτοιας μονάδας, η οποία θα χρησιμοποιεί από το 2035 και μετά, πράσινο υδρογόνο. Εξάλλου, μια μονάδα αμμωνίας υπάρχει ήδη στις εγκαταστάσεις της Ελληνικά Λιπάσματα και Χημικά (ELFE).

2040-2050: Η μαζική διείσδυση Η2 σε μεταφορές, βιομηχανία

Σύμφωνα πάντα με το εθνικό σχέδιο, η μεγάλη διείσδυση του πράσινου υδρογόνου στην Ελλάδα τοποθετείται μετά το 2040, όταν θα αρχίσει να χρησιμοποιείται μαζικά από τις μεταφορές και τη βαιομηχανία.

Στην 3η δηλαδή περίοδο της ενεργειακής μετάβασης της χώρας (2040 - 2050), όπως γράφει το ΕΣΕΚ, όπου η βουτιά στα κόστη του Η2, λόγω της τεχνολογικής προόδου και της χρήσης του στα συνθετικά καύσιμα, θα του επιτρέψουν να κυριαρχήσει στους τομείς που είναι πιο δύσκολο να απανθρακοποιηθούν, («hard to abate»), όπως οι βαριές οδικές μεταφορές και οι μονάδες παραγωγής χάλυβα ή γυαλιού. Εξάλλου μέχρι τότε, τα δύο διυλιστήρια θα έχουν ήδη προχωρήσει σε επενδύσεις που θα επιτρέπουν τη μετατροπή του «γκρι» υδρογόνου που παράγουν, σε «μπλε» (δηλ. με δέσμευση και αποθήκευση του CO2).

Σε ό,τι αφορά τις βαριές οδικές μεταφορές βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη εντατική εφαρμοσμένη έρευνα από τις αυτοκινητοβιομηχανίες για ηλεκτροκίνηση με ανάπτυξη νέων μπαταριών αυξημένης ενεργειακής πυκνότητας και υποδομών υπερ-ταχείας φόρτισης υψηλής τάσης. Ταυτόχρονα, σε χώρες όπως στην Ιαπωνία «τρέχουν» μελέτες και για την υδρογονοκίνηση. Στο ΕΣΕΚ γίνεται η υπόθεση της μερικής υδρογονοκίνησης των βαρέων οδικών μεταφορών από το 2040 και μετά, με την ηλεκτροκίνηση πάντως να έχει τον κύριο λόγο. Και αυτό, καθώς η υδρογονοκίνηση, όπως αναφέρουν οι συντάκτες του κειμένου, παρά τα τεχνικά της πλεονεκτήματα, έχει το πρόβλημα της χαμηλής συνολικής ενεργειακής απόδοσης και του υψηλού κόστους ανάπτυξης σταθμών ανεφοδιασμού. 

Ναυτιλία και αεροπλοΐα

Τη δεκαετία 2040-2050 το βάρος θα πέσει στην απανθρακοποίηση της ναυτιλίας και της αεροπλοίας, και για το σκοπό αυτό θα απαιτηθούν τεράστιες ποσότητες πράσινου υδρογόνου και βιομηχανικές εγκαταστάσεις σύνθεσης στα διϋλιστήρια, τα οποία έχουν ήδη εμπειρία στις χημικές διεργασίες επεξεργασίας καυσίμων. Το πράσινο υδρογόνο θα παράγεται επί τόπου από ΑΠΕ, είτε από σταθμούς που θα αναπτυχθούν ειδικά για το σκοπό αυτό, είτε μέσω PPAs. Άλλωστε, από το 2035 και μετά, οι ΑΠΕ θα έχουν μερίδιο στην ηλεκτροπαραγωγή άνω του 90%. Αυτό σημαίνει ότι το υδρογόνο που θα παράγεται με χρήση ηλεκτρικής ενέργειας απορροφούμενης από τα δίκτυα σε όλη την ελληνική επικράτεια θα θεωρείται ανανεώσιμο. 

Συμπερασματικά, το νέο ΕΣΕΚ διατηρεί, όπως όλα δείχνουν, σοβαρές επιφυλάξεις για την συγκεκριμένη τεχνολογία και θα παραπέμπει σε επόμενη αναθεώρηση, όταν τα δεδομένα (τεχνικά, οικονομικά, γεωπολιτικά αλλά και επιχειρηματικά) θα έχουν αποκρυσταλλωθεί σε μεγαλύτερο βαθμό.

Οι χαμηλές προσδοκίες και η αγορά

Το μήνυμα ότι πρέπει να χαμηλώσουν οι προσδοκίες της αγοράς είχε σταλεί ήδη από τον Ιούνιο, όταν μιλώντας στο συνέδριο του Energypress, ο υπ. ΠΕΝ Θ. Σκυλακάκης είχε μιλήσει για μια ανώριμη ακόμη τεχνολογία, η οποία δεν επιτρέπει τη διάθεση εθνικών πόρων παρά μόνον για πιλοτικά έργα, ώστε να υπάρξει προετοιμασία για μια μελλοντική περίοδο όπου, πιθανόν, η τεχνολογία να έχει εξελιχθεί.

Στο ίδιο πάντως συνέδριο, o Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, CEO της Hellenic Hydrogen, είχε αναφέρει ότι η πρώτη παραγωγή υδρογόνου στο Αμύνταιο, μέσω του έργου «North -1 Project», θα μπορούσε να ξεκινήσει ακόμη και σε τρία χρόνια από σήμερα, εφόσον οι θεσμικές εξελίξεις επιτρέψουν στους μετόχους, Motor Oil και ΔΕΗ, να λάβουν την επενδυτική τους απόφαση.

Από τη πλευρά του, ο CEO της Hydrogen Europe, Γιώργος Χατζημαρκάκης είχε επαναλάβει ότι η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει τον επόμενο μεγάλο κόμβο υδρογόνου στη περιοχή, ενώ ο Διευθυντής Στρατηγικής Ανάπτυξης του ΔΕΣΦΑ, Μιχάλης Θωμαδάκης, είχε ανακοινώσει ότι ο Διαχειριστής σύναψε συμφωνία με τους διαχειριστές Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ουγγαρίας, Σλοβακίας, Τσεχίας και Γερμανίας για τη δημιουργία του «Διαδρόμου Υδρογόνου της ΝΑ Ευρώπης» (SEEHy).

(φωτογραφία: freepik.com)

s