Οι νέοι ενεργειακοί κανόνες της ΕΕ: η κρίση ως αφορμή επανασχεδιασμού

Όταν είχα τη χαρά να κληθώ και φέτος να εισφέρω στο ετήσιο επετειακό τεύχος του Energypress ανέτρεξα στο περσινό μου σχόλιο, όπου ανέφερα την πρόδηλη ανεπάρκεια του μοντέλου δόμησης της ενεργειακής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ανέπτυξα τους προβληματισμούς μου, ούτως ώστε η ενεργειακή κρίση να μην αποτελέσει αφορμή να αποκλίνει η ΕΕ και τα Κράτη Μέλη της από το στόχο της ενεργειακής μετάβασης ή από την ενωσιακή, ενοποιημένη, ενεργειακή πολιτική.

Η ΕΕ φαίνεται να συνειδητοποίησε τις ελλείψεις του νομοθετικού πλαισίου της.

«Πρέπει να επικαιροποιήσουμε τον σχεδιασμό της αγοράς για να διασφαλίσουμε ότι η [ενεργειακή] μετάβαση θα πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν και ότι οι καταναλωτές θα μπορούν να επωφεληθούν από το χαμηλότερο κόστος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας» ειχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκή Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, κ. Φρανς Τίμερμανς.

Πράγματι, ένα χρόνο μετά, βρισκόμαστε ενώπιον ενός εντελώς νέου ενωσιακού νομοθετικού πλαισίου το οποίο στοχεύει ακριβώς σε αυτό: στην κατά το δυνατόν προστασία των καταναλωτών από τις ευμετάβλητες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που οφείλονται στην παραγωγή από ορυκτά καύσιμα μέσω -κυρίως- της επιτάχυσνης ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). 

Προ ολίγων ημερών (στις 14 Δεκεμβρίου 2023), εννέα μήνες μετά την υποβολή της σχετικής νομοθετικής πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στις 14 Μαρτίου 2023), οι δύο ενωσιακοί συννομοθέτες -Συμβούλιο της ΕΕ και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- κατέληξαν σε συμφωνία για το νέο Κανονισμό για τη μεταρρύθμιση του σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ. Οι παρατεταμένες και έντονες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Κρατών Μελών για τον εν λόγω Κανονισμό ο οποίος εντάσσσεται σε μια ευρύτερη μεταρρύθμιση του σχεδιασμού της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ στο πλαίσιο της σοβούσας ενεργειακής και κλιματικής κρίσης, οφειλόταν κυρίως στον τρόπο χρηματοδότησης της παραγωγικής ικανότητας χαμηλών εκπομπών άνθρακα. 

Λίγο προτύτερα, το περασμένο καλοκαίρι, υιοθετήθηκε επίσης η νέα Οδηγία για τις ΑΠΕ με την οποία η ΕΕ αυξάνει τους ήδη φιλόδοξους στόχους της για το ποσοστό διείσδυσης των ΑΠΕ σε τουλάχιστον 42,5% (ή 45%) έως το 2030 ενώ μάλιστα στην εκπνοή του 2023, μόλις στις 19 Δεκεμβρίου, οι Υπουργοί Ενέργειας της ΕΕ αποφάσισαν την παράταση, κατά ένα έτος, της ισχύος του έκτακτου Κανονισμού Επιτάχυνσης της Αδειοδότησης ΑΠΕ. Περαιτέρω, δεν πρέπει να λησμονούμε τις αυξημένες δυνατότητες που δίδει η Επιτροπή για παρεκκλίσεις από τους αυστηρούς κανόνες απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων όταν πρόκειται για έργα προώθησης των ΑΠΕ αλλά και για δημοπρασίες ΑΠΕ με χρηματοδότηση από το νέο σχετικό ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης. 

Έπεα πτερόεντα;

Η αυτονόητη ανησυχία από αυτά τα νέα μέτρα είναι εάν θα παραμείνουν στο χαρτί ή εάν θα εφαρμοσθούν στην πράξη. Άλλως ειπείν, εάν το προεκτεθέν νομοθετικό πλέγμα περιέχει διατάξεις οι οποίες δεν θα ισχύουν μόνο θεωρητικά αλλά θα επιβάλλουν στα Κράτη Μέλη συγκεκριμένες και σαφείς υποχρεώσεις.

Οι ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές. Ο νέος Κανονισμός για το σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δίδει στα Κράτη Μέλη τη δυνατότητα να στηρίζουν την αγορά νέας παραγωγής από ΑΠΕ μέσω κινήτρων για μακροπρόθεσμες συμβάσεις για ηλεκτροπαραγωγή από μη ορυκτές πηγές (π.χ. PPAs), έμφαση στην αυτοκατανάλωση/αυτοπαραγωγή και λύσεις όπως τα προθεσμιακά συμβόλαια η απόκριση της ζήτησης και η αποθήκευση, ενώ παράλληλα μπορούν να συναφθούν αμφίδρομες συμβάσεις επί διαφοράς για στήριξη επενδύσεων σε νέες εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής που βασίζονται στην αιολική, την ηλιακή, τη γεωθερμική, την υδροηλεκτρική (χωρίς ταμιευτήρες) αλλά και την πυρηνική ενέργεια, χρησιμοποιούν υποχρεωτικά αμφίδρομες συμβάσεις για τη διαφορά (CfD), μέτρο το οποίο σκοπεί στην καταβολή «ελάχιστης αμοιβής» για την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων ΑΠΕ.

Επιπλέον, στη νέα Οδηγία για τις ΑΠΕ , εκτός από τους στόχους τους οποίους τα Κράτη Μέλη οφείλουν να επιτύχουν, ορίζονται πλέον ως μόνιμα μέτρα για την περαιτέρω διευκόλυνση κι επιτάχυνση της ανάπτυξης των υποδομών ΑΠΕ (συνώνυμα με αυτά του προσωρινού κι έκτακτου πλαισίου αδειοδότησης των ΑΠΕ κατά τον πόλεμα στην Ουκρανία) όπως π.χ. η κατά τεκμήριο εξαίρεσή τους από την υποχρέωση εκπόνησης μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και ο ορισμός περιοχών προτεραιότητας.

Δυστυχώς, η εικόνα δεν είναι ειδυλλιακή. Υπάρχουν -όπως πάντοτε- μελανά σημεία τα οποία προκύπτουν κυρίως από την εμμονή και την επιμονή ορισμένων Κρατών Μελών τα οποία έχουν σαφή συμφέροντα για την παράταση χρήσης ορυκτών καυσίμων ή από επενδύσεις στην πυρηνική ενέργεια. Έτσι, η Πολωνία επέμεινε στη δυνατότητα εξαιρετικής παρέκκλισης από τα όρια εκπομπών CO2 της ΕΕ, για ενεργοποίηση σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα σε περίπτωση ενεργειακής κρίσης. Παρά το «έκτακτο» του μέτρου καθώς και τις λοιπές ασφαλιστικές δικλείδες, το σημείο αυτό δεν παύει να αποτελεί «κακό σημάδι για την Πράσινη Συμφωνία και την ικανότητα της Ευρώπης να εκσυγχρονιστεί» όπως προειδοποιούν οι ευρωπαίοι Πράσινοι. Ομοίως, η δυνατότητα προαιρετικής χρήσης CfDs για εγκαταστάσεις πυρηνικής ενέργειας, κατόπιν πιέσεων της Γερμανίας και της Γαλλίας, εγείρει έντονους προβληματισμούς. 

Η Συμφωνία στο προσφάτως ολοκληρωθέν COP28 επιτάσσει τον τριπλασιασμό της ικανότητας παραγωγής ενέγειας από ΑΠΕ έως το 2030, με ελάχιστες ωστόσο απτές επιμέρους δεσμεύσεις και λεπτομέρειες για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Στο κατώφλι του νέου έτους ας παραμείνουμε αισιόδοξοι ότι η ΕΕ -τουλάχιστον- θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της και η χώρα μας δεν θα αποκλίνει από τις ενωσιακές της υποχρεώσεις. 

Ο Καθηγητής κ. Αντώνης Μεταξάς είναι Διευθύνων Εταίρος της Δικηγορικής Εταιρείας «Μεταξάς & Συνεργάτες», Προέδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Ενεργειακής Ρύθμισης και διδάσκει Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Δίκαιο Ενέργειας στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Βερολίνου 

Φ