Σε εξωπραγματικά επίπεδα έχουν φτάσει οι αιτήσεις στον ΑΔΜΗΕ για νέες ΑΠΕ – 42 Γιγαβάτ περιμένουν στην ουρά! – Πώς διαμορφώνεται το επενδυτικό τοπίο

Με καταιγιστικούς ρυθμούς (για τα δεδομένα του διαθέσιμου ηλεκτρικού «χώρου») συνεχίζουν να καταφθάνουν στον ΑΔΜΗΕ αιτήσεις σύνδεσης για νέα έργα ΑΠΕ. Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με πληροφορίες του energypress, αυτή τη στιγμή να «περιμένουν στην ουρά» για προσφορά σύνδεσης μονάδες συνολικής ισχύος περίπου 42 Γιγαβάτ!!. 

Με βάση τις ίδιες πληροφορίες, οι αιτήσεις αυτές επιμερίζονται σε 1.700 σταθμούς με Βεβαίωση Παραγωγού ή Άδεια Παραγωγής, συνολικής ισχύος 34,1 Γιγαβάτ περίπου. Επίσης, στα επίπεδα των 7,9 Γιγαβάτ αθροίζονται οι 9.650 απαλλασσόμενοι σταθμοί που, μέσω ομαδικών αιτημάτων, διεκδικούν να κατακυρώσουν ηλεκτρικό «χώρο» στο ΕΣΜΗΕ. 

 

Υπενθυμίζεται ότι την ίδια στιγμή, σύμφωνα με το επικαιροποιημένο Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης (ΔΠΑ) 2024-2033 του ΑΔΜΗΕ (με στοιχεία του Ιουνίου 2023) υπό ανάπτυξη σταθμοί συνολικής ισχύος 15 Γιγαβάτ περίπου έχουν λάβει οριστικές προσφορές σύνδεσης από τους δύο Διαχειριστές. Επίσης, σταθμοί ΑΠΕ συνολικής ισχύος 10,6 Γιγαβάτ βρίσκονται σε λειτουργία. 

Αυτό σημαίνει πως ούτε λίγο ούτε πολύ αθροίζεται σε 67,6 Γιγαβάτ η ισχύς των έργων που είτε έχουν κατακυρώσει δυναμικότητα στο ΕΣΜΗΕ και το ΕΔΔΗΕ, είτε αιτούνται «χώρο» στο σύστημα μεταφοράς. Μάλιστα, στην πραγματικότητα το portfolio αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο, καθώς θα πρέπει κανονικά να προστεθούν και οι αιτήσεις σύνδεσης «μικρών» μονάδων ΑΠΕ, που βρίσκονται εν αναμονή στον ΔΕΔΔΗΕ. 

«Στα χαρτιά» μεγάλο μέρος των έργων 

Το παραπάνω άθροισμα είναι αρκετό για να καταδειχθεί γιατί δεν πρόκειται να υλοποιηθεί ένα μεγάλο ποσοστό από αυτό το «κύμα» των 42 Γιγαβάτ νέων έργων. Ενδεικτικό είναι, άλλωστε, ότι το επικαιροποιημένο ΕΣΕΚ προβλέπει για το 2050 ένα στόχο 54,4 Γιγαβάτ για την εγκατεστημένη ισχύ στη χώρα μας φωτοβολταϊκών, χερσαίων αιολικών, ΣΗΘΥΑ, μονάδων βιομάζας-βιοαερίου και μικρών υδροηλεκτρικών. Επομένως, μόνο τα έργα που βρίσκονται στην ουρά στον ΑΔΜΗΕ, θεωρητικά θα υπερκαλύπτουν ακόμη και τον στόχο για τα μέσα της 100ετίας. 

Οι στόχοι του ΕΣΕΚ βασίζονται μεταξύ άλλων στην πρόβλεψη για την εξέλιξη της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια. Κάτι που εξηγεί γιατί είναι αναπόφευκτο να «μείνει στα χαρτιά» ένα μεγάλο μέρος των μονάδων που διεκδικούν «θέση» στο ΕΣΜΗΕ, καθώς σε αντίθετη περίπτωση οι περικοπές θα έφταναν σε δυσθεώρητα επίπεδα, επιφέροντας άλυτα προβλήματα στην οικονομική βιωσιμότητα των πράσινων επενδύσεων. 

Επίσης, η τεράστια ζήτηση για δυναμικότητα στο σύστημα μεταφοράς δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ούτε και στην προοπτική ανάπτυξης «ηλεκτρικών λεωφόρων» μεταφοράς ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας στην καρδιά της Ευρώπης. Ο πρώτος λόγος είναι πως τέτοιες υποδομές ωριμάζουν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ο οποίος δεν συμβαδίζει με τις προσδοκίες των επενδυτών για τους χρόνους που επιθυμούν να λάβουν όρους σύνδεσης. Επίσης, η εξαγωγή άφθονης «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να απαντούσε στις περικοπές λόγω ισοζυγίου παραγωγής – ζήτησης ηλεκτρισμού, όχι όμως και στις περικοπές λόγω τοπικών συμφορήσεων. 

 

Αυστηρά χρονοδιαγράμματα υλοποίησης 

Βέβαια, ένας σημαντικός αριθμός των έργων που βρίσκονται στην ουρά στον ΑΔΜΗΕ, δεν ωριμάζει με την προοπτική να κατασκευαστεί τελικά. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για «πράσινες» επενδύσεις καθιστά τον (περιορισμένο) διαθέσιμο ηλεκτρικό «χώρο» ακόμη πιο πολύτιμο και, κατά συνέπεια, πως είναι απαραίτητο να μπλοκαριστούν από την πρόσβαση σε αυτόν τυχόν «επενδυτές ευκαιρίας», με τέτοιο τρόπο όμως ώστε ο κλάδος να διατηρήσει παράλληλα το momentum που έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια.  

Σε αυτό το πλαίσιο, κατεύθυνση του ΥΠΕΝ είναι να τεθούν αυστηρά χρονικά ορόσημα στα έργα που δεσμεύουν δυναμικότητα, ή πρόκειται να δεσμεύσουν εφεξής. Σε αυτό το πλαίσιο εξάλλου, όπως έχει γράψει το energypress, στους διαγωνισμούς για την κινητροδότηση έργων με ΟΠΣ ώστε να υποβληθούν σε περιορισμούς έγχυσης ή να προσθέσουν μπαταρίες, σχεδιάζεται να προβλέπονται πολύ «σφιχτές» προθεσμίες για την υλοποίηση των σταθμών που θα προκριθούν. 

Από την άλλη πλευρά, προβληματισμό στο υπουργείο φαίνεται να προκαλεί το γεγονός ότι οι αιτήσεις σύνδεσης συνεχίζουν να κατατίθενται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, παρά το γεγονός ότι από το καλοκαίρι του 2022 (και την ψήφιση του νόμου για το δεύτερο «κύμα» αδειοδοτικής απλοποίησης των «πράσινων» επενδύσεων) η υποβολή της εγγυητικής γίνεται μαζί με την κατάθεση της αίτησης για σύνδεση – και όχι με την αποδοχή της προσφοράς, όπως συνέβαινε νωρίτερα. Κάτι που δείχνει πως η εγγυητική -ως φίλτρο φερεγγυότητας των επενδυτών- δεν είναι τόσο αποτελεσματική όσο θα χρειαζόταν, δεδομένων, ίσως, και των διάφορων λύσεων που βρήκαν πολλοί από τους επενδυτές, με εταιρείες των Βαλκανίων κ.λπ. 

d