Ενεργειακή φτώχεια: Η δικαιοσύνη ως μονόδρομος
Οσο βαθαίνει η ενεργειακή κρίση στον πλανήτη τόσο επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο το ζήτημα της ενεργειακής φτώχειας. Ως ενεργειακή φτώχεια χαρακτηρίζεται ο αποκλεισμός ή η ανεπαρκής πρόσβαση των νοικοκυριών σε υπηρεσίες ενέργειας. Ωστόσο, δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ μόνο λίγες είναι οι χώρες οι οποίες έχουν δημοσιοποιήσει εθνικούς ορισμούς.
Κοινή συνισταμένη αποτελούν οι παραδοχές πως το φαινόμενο προκύπτει από τον συνδυασμό χαμηλού εισοδήματος με το υψηλό ποσοστό του εισοδήματος αυτού που δαπανάται για ενέργεια, με το υψηλό κόστος της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης των κατοικιών και με τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής που πλήττουν περισσότερο τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για την Ενεργειακή Φτώχεια, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πάνω από 57 εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορούν να διατηρήσουν τα σπίτια τους ζεστά κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ενώ 104 εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορούν να διατηρήσουν τα σπίτια τους δροσερά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν την ένταση της ενεργειακής φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και καταδεικνύουν τη μεγάλη αβεβαιότητα ενόψει του χειμώνα.
Η ενεργειακή δικαιοσύνη, ως κεντρική πολιτική συνισταμένη των μέτρων που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις για την ενεργειακή μετάβαση και την αντιμετώπιση της κρίσης, αποτελεί μονόδρομο για τη βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών. Η κατανομή του κόστους σε εταιρείες και πολίτες ανάλογα με τις δυνάμεις τους και η στήριξη των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων θα αποτρέψει τις κοινωνικές εντάσεις και θα αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες.
Στη χώρα μας, όπου τα κόστη της ενέργειας διαμορφώνονται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, τα ήδη ειλημμένα μέτρα της κυβέρνησης για τη συγκράτηση των τιμών θα πρέπει να υποστηριχθούν από διαρκέστερες πολιτικές περιορισμού των υπερκερδών των προμηθευτών και των μεσαζόντων, μείωσης των ενδιάμεσων φόρων και χρήσης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών και εθνικών κονδυλίων για διαρκέστερη προστασία των ασθενέστερων.
Εξάλλου, όπως και σειρά άλλων τομέων της οικονομίας, τα παραδείγματα πολιτικών κρατών-μελών δεν θα πρέπει να αγνοηθούν. Καλύτερη συνεργασία μεταξύ κεντρικής διοίκησης, δημοτικών Αρχών και κοινωνικών υπηρεσιών όπως στην Ισπανία, όπου η διακοπή ρεύματος σε νοικοκυριά που δεν έχουν αποπληρώσει τους σχετικούς λογαριασμούς σε συγκεκριμένες περιφέρειες δεν ολοκληρώνεται πριν επέλθει συνεννόηση με το οικείο δημοτικό συμβούλιο ώστε να διαπιστωθεί πως δεν πρόκειται περί ευάλωτου νοικοκυριού. Μείωση των φόρων όπως στη Δανία όπου «η επιταγή θερμότητας» εισήχθη για να στηρίξει περίπου 400.000 πληττόμενα νοικοκυριά. Πρόγραμμα επιδότησης της απόκτησης νέου ή μεταχειρισμένου μικρού υβριδικού ή ηλεκτρικού οχήματος με εισοδηματικά κριτήρια, όπως στην Ολλανδία.
Η ενεργειακή φτώχεια είναι μια μόνο πτυχή της νέας διεθνούς πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται από πυκνότητα γεγονότων διασυνοριακής εμβέλειας που επηρεάζουν ενιαία τον παγκόσμιο πληθυσμό. Τα γεγονότα αυτά δεν εξελίσσονται γραμμικά αλλά μάλλον δυναμικά, όπως δυναμική θα πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή τους με συγκεκριμένες πολιτικές που δεν πρέπει να αγνοούν τη δίκαιη κατανομή των βαρών και την ανάγκη υποστήριξης των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων.
* Ο Ορέστης Ομράν είναι δικηγόρος – οικονομικός αναλυτής με έδρα τις Βρυξέλλες
(in.gr)