Μπορεί η Ελλάδα να ξεφύγει από ενεργειακές αναπαλαιώσεις;
Η χώρα βρίσκεται στην καρδιά της ενεργειακής κρίσης.
Η βασική αιτία του βάθους και της έντασης της κρίσης αυτής στην Ελλάδα είναι η μεγάλη της εξάρτηση από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και τις αλυσίδες υπερ κερδοσκοπίας που τα συνοδεύουν. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, η ενεργειακή εξάρτηση από το εισαγόμενο πετρέλαιο και φυσικό αέριο προσεγγίζει το 82%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 58%. Η αύξηση της εξάρτησης είναι πολύ μεγαλύτερη τις 2 τελευταίες δεκαετίες (πάνω από 20% αύξηση), όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη υπήρξε μείωση. Μάλιστα, η Ελλάδα βρίσκεται στις πιο υψηλές θέσεις της Ευρώπης στην ενεργειακή εξάρτηση, κάτω από 2 νησιά, την Μάλτα και την Κύπρο που είναι ηλεκτρικά απομονωμένα, και το πολύ πλούσιο Λουξεμβούργο.
Ειδικά όμως για την Ελλάδα, που βρίσκεται σε ιδιάζουσα γεωπολιτική θέση, θα έπρεπε να δινόταν ιδιαίτερη προσοχή στις εισαγόμενες ενεργειακές επιλογές. Αν σκεφτεί κανείς πως ο τομέας της ενέργειας αποτελεί σημαντικό αρνητικό παράγοντα στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών, επιβαρύνοντας διαχρονικά το δημόσιο χρέος, προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση πώς η χώρα με το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρώπη αφέθηκε να προσδεθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό σε ένα εισαγόμενο ορυκτό καύσιμο.
Είναι χαρακτηριστικό πως το 40% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2021 προήλθε από φυσικό αέριο, ποσοστό το οποίο έχει αυξηθεί κατά 2,5 φορές σε σχέση με μία δεκαετία πριν. Μάλιστα, το 2020, η παραγωγή ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 1/3 σε σχέση με το 2019. Και όλα αυτά, ενώ η χώρα μας ήταν το μοναδικό κράτος μέλος στην Ένωση, που αύξησε κατά 25% την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, εν μέσω κρίσης, με την ελληνική κοινωνία να πληρώνει βαρύ τίμημα.
Η λανθασμένη και παράδοξη επιλογή της πρόσδεσης της Ελλάδας στο άρμα του εισαγόμενου φυσικού αερίου αποτυπώνεται σε όλα τα βασικά ενεργειακά κείμενα στρατηγικής. Στο δεκαετές πλάνο ανάπτυξης του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΜΗΕ) υπάρχει πρόβλεψη για έξι νέες μονάδες φυσικού αερίου αθροιστικής ισχύος 3,3 GW (διπλασιασμός δηλαδή της υπάρχουσας εγκατεστημένης ισχύος μονάδων φυσικού αερίου). Στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα του Δεκεμβρίου του 2019 (ακόμα περιμένουμε την επικαιροποίησή του), με το οποίο η κυβέρνηση αναθεώρησε το αντίστοιχο που είχε δημοσιεύσει η προηγούμενη κυβέρνηση, προβλεπόταν η αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος από μονάδες φυσικού αερίου κατά 1,8 GW (μιάμιση φορά πάνω από την σημερινή συμμετοχή του ορυκτού αυτού καυσίμου στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής).
Από την άλλη μεριά, το γερμανικό παράδειγμα δείχνει τον άλλον δρόμο, που ακολουθήθηκε από πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Η Γερμανία την τελευταία δεκαετία μείωσε τους λιγνίτες, τον άνθρακα και τα πυρηνικά με ομαλό τρόπο και υπερδιπλασίασε τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), κρατώντας σταθερό το φυσικό αέριο. Μάλιστα, ο υπερδιπλασιασμός των ΑΠΕ έγινε με όρους ενεργειακής δημοκρατίας, με την παραγωγή καθαρής ενέργειας κατά βάση στα χέρια των πολιτών. Αυτή θα έπρεπε να είναι και η προσέγγιση της χώρας μας. Μια πραγματικά φιλική προς το περιβάλλον πολιτική θα προέβλεπε την επιτάχυνση της μετάβασης σε ΑΠΕ και της διάχυσης αυτών στους πολίτες με την ενίσχυση ενεργειακών κοινοτήτων για αγρότες, κτηνοτρόφους και μεταποιητές καθώς και την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στις στέγες για να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της οικονομίας και της κοινωνίας.
Η προσέγγιση όμως που ακολουθείται είναι διαφορετική, καθώς είναι συγκεντρωτική. Γίνεται μέσω της προώθησης φαραωνικών έργων, με μονοπώλιο τεχνολογιών και επενδυτών, χωρίς τη συμμετοχή τοπικών κοινωνιών. Την ίδια ώρα, οι απλοί πολίτες είναι «αποκλεισμένοι», όχι μόνο από αυτές τις μεγάλες επενδύσεις στις ανανεώσιμες, αλλά και από τις μικρότερες, καθώς τα δίκτυα χαμηλής και μέσης τάσης είναι κορεσμένα σχεδόν σε όλη χώρα, αδυνατώντας να απορροφήσουν την παραγόμενη καθαρή ενέργεια. Το ίδιο συμβαίνει και με την αποθήκευση, όπου στο ταμείο ανάκαμψης έχουν προγραμματιστεί μόνο συγκεντρωτικά έργα (για την υψηλή τάση και την αντλησιοταμίευση).
Το παλιό και ανεπαρκώς συντηρημένο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, με την απουσία ακόμα και μελλοντικής πρόβλεψης για διεσπαρμένη αποθήκευση, καθιστά τεχνολογικά εφικτή μόνο την προώθηση μεγάλων έργων. Η αύξηση όμως του διαθέσιμου ηλεκτρικού χώρου και της δυνατότητας διεσπαρμένης αποθήκευσης, μέσα από τον εκσυγχρονισμό των δικτύων, και τη δυνατότητα ομότιμης πρόσβασης σε αυτόν από όλους τους πολίτες, είναι θεμελιώδες ζήτημα ενεργειακής δημοκρατίας και δικαιοσύνης.
Τα παραπάνω θα περιορίζονταν σε ένα ευχολόγιο, αν δεν τεθεί επί τάπητος το πολιτικό διακύβευμα:
Μπορούν να προχωρήσουν τα πράγματα πέρα από τις ρητορείες και τις πράσινες διακηρύξεις, ενώ τα συμφέροντα που μας έφτασαν ως εδώ παραμένουν ανέπαφα;
Ο αναγκαίος ενεργειακός μετασχηματισμός προϋποθέτει και οδηγεί σε έναν νέο πολιτικό μετασχηματισμό, σε νέες μορφές κοινωνικής ενεργοποίησης, συμμετοχής και στρατηγικού σχεδιασμού δράσεων στη βάση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Σε συνθήκες αβεβαιότητας και πολυπλοκότητας, ο κίνδυνος αναπαραγωγής των γνωστών κομματικο-πελατειακών σχέσεων και των ενεργειακών αναπαλαιώσεων των ορυκτών καυσίμων που καθηλώνουν τόσο χρόνια την χώρα είναι μεγάλος.
Αυτή όμως είναι η μάχη που πρέπει να κερδηθεί.
--------------------------
Ο Χάρης Δούκας είναι Αν. Καθηγητής ΕΜΠ
(Το άρθρο περιλαμβάνεται στον υπό έκδοση τόμο Greek Energy 2022 του energypress)