Υπάρχει και το αύριο εκτός από το τώρα.
Υπάρχουν καλά νέα για την οικονομία: η εμπιστοσύνη έχει επιστρέψει, το οικονομικό κλίμα βελτιώνεται σταθερά, οι προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης αναθεωρούνται προς τα πάνω και η ανεργία μειώθηκε κατά δυο μονάδες από τον Νοέμβριο του 2018.
Μέχρι εδώ, όλα καλά. Εχουμε περάσει διά πυρός και σιδήρου την τελευταία δεκαετία και δικαιούμαστε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Οχι όμως για να εφησυχάσουμε και, πολύ περισσότερο, όχι για να πανηγυρίσουμε. Αλλά γιατί μετά από μεγάλες προσπάθειες και τεράστιες θυσίες έχουμε μια καλή βάση για να οικοδομήσουμε ένα μοντέλο ανάπτυξης ριζικά διαφορετικό από αυτό που μας οδήγησε στη χρεοκοπία, συμβατό με τη θέση μας στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης. Ας μη μείνουμε λοιπόν μόνο στα «καλά νέα» που μας επέτρεψαν να βγάλουμε το κεφάλι μας από το νερό. Εξακολουθούμε να κουβαλάμε μεγάλα βαρίδια και τώρα είναι η ώρα να τα αντιμετωπίσουμε αν θέλουμε να αποφύγουμε τον κίνδυνο να μας τραβήξουν ξανά στον βυθό, κάποια στιγμή στο μέλλον.
Εξακολουθούμε να κουβαλάμε ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, το μεγαλύτερο στην Ευρώπη και στη ζώνη του ευρώ, και το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας - και μάλιστα διαρθρωτικής (μακροχρόνια άνεργοι).
Εξακολουθούμε να έχουμε brain drain, δηλαδή να φεύγουν τα καλύτερα μυαλά μας στο εξωτερικό, και δυσοίωνους δημογραφικούς δείκτες - από τους χειρότερους στην Ευρώπη, που έτσι κι αλλιώς αντιμετωπίζει σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα. Μια χώρα που θέλει πραγματικά να γυρίσει σελίδα μετά από όλα όσα πέρασε δεν πρέπει και δεν μπορεί να γυρίσει στην αμεριμνησία επειδή ο πυρετός έπεσε! Τώρα που ετοιμαζόμαστε να τιμήσουμε το παρελθόν, με τον εορτασμό της επετείου των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, είναι ευκαιρία να δείξουμε ότι προτεραιότητά μας είναι το μέλλον και ότι αφήνουμε πίσω μας τη νοοτροπία «αύριο, έχει ο Θεός»! Γιατί ο Θεός της Ελλάδας είναι μεγάλος, αλλά δεν έχει μόνο ένα παιδί να ασχοληθεί… Ας αξιοποιήσουμε λοιπόν τα «καλά νέα», όχι για να (ξανα)μοιράσουμε χρήμα, αλλά για να επενδύσουμε στο μέλλον και να δημιουργήσουμε ελκυστικές προοπτικές, κυρίως, για τους νέους ανθρώπους - γιατί σε αυτούς πρωτίστως έχουμε υποχρέωση και σε αυτούς θα στηριχθεί το αύριο της χώρας.
Σήμερα όλοι εμείς, Πολιτεία και κοινωνία, θα έπρεπε να ασχολούμαστε κατ’ απόλυτη προτεραιότητα με την εκπόνηση μιας εθνικής στρατηγικής για την έγκαιρη και σωστή προσαρμογή της χώρας στη νέα εποχή, την εποχή της ψηφιοποίησης και της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, και όχι στο πώς θα κάνουμε αναδιανομή του υπερπλεονάσματος σε συνταξιούχους, εργαζομένους και επιχειρήσεις. Πρώτα κοιτάς πώς θα παράγεις συνεχώς εθνικό πλούτο και μετά συζητάς πώς, πότε και πού τον (ανα)διανέμεις. Σήμερα, λοιπόν, θα έπρεπε να είναι για όλους μας μεγάλος πονοκέφαλος η αντιστροφή της τραγικής κατάταξης της χώρας στην έρευνα PISA, που αφορά τις επιδόσεις των μαθητών στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Και με βάση τα στοιχεία που πρόσφατα δημοσιεύτηκαν, μεταξύ 37 χωρών η Ελλάδα τοποθετείται στην 4η θέση από το τέλος!
Σήμερα που ο κόσμος αλλάζει ραγδαία, θα έπρεπε να στύβουμε το κεφάλι μας για να βρούμε τρόπο να συνδέσουμε την έρευνα και την εκπαίδευση με τις επιχειρήσεις, όπου σύμφωνα με τον παγκόσμιο δείκτη καινοτομίας βρισκόμαστε στην 129η θέση μεταξύ 134 χωρών! Σήμερα που έχουμε ανάγκη να κρατήσουμε στη χώρα το εναπομείναν ανθρώπινο δυναμικό υψηλής κατάρτισης και εξειδίκευσης και να φέρουμε πίσω εκείνους που έφυγαν, εκείνο που χρειαζόμαστε δεν είναι μερικώς επιδοτούμενες (από το κράτος) θέσεις εργασίας. Πρέπει να τους διασφαλίσουμε καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας με προοπτική, που σημαίνει εκσυγχρονισμό των παρωχημένων (βασισμένων σε νόμο του 1920) εργασιακών διατάξεων για τις υπερωρίες. Γιατί έτσι πλήττονται και οι εργαζόμενοι και οι πιο παραγωγικές επιχειρήσεις της χώρας, που δεν έχουν εποχικούς εργαζομένους ούτε κρύβονται στις ψηφιακές πλατφόρμες της αδήλωτης υπερ-εργασίας και μαύρης απασχόλησης.
Σήμερα που χρειάζονται παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες δημιουργούν σταθερές και ποιοτικές δουλειές, θα έπρεπε να έχουμε στην κορυφή του οικονομικού σχεδιασμού μας τη δημιουργία φορολογικών κινήτρων για σύγχρονες παραγωγικές επενδύσεις. Τέτοιο κίνητρο είναι οι επιταχυνόμενες αποσβέσεις -όπου η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα από τα χειρότερα καθεστώτα στην Ευρώπη-, πολύ περισσότερο από την οριζόντια μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων. Γιατί οι επιταχυνόμενες αποσβέσεις δεν έχουν μόνιμο δημοσιονομικό κόστος (βλ. ΙΟΒΕ), καθώς συνιστούν μετάθεση της φορολογίας υπό την προϋπόθεση της πραγματοποίησης της επένδυσης. Σε αντίθεση με την οριζόντια μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων, που και δημοσιονομικό κόστος έχει και είναι αβέβαιο αν θα οδηγήσει σε επένδυση.
Καλά είναι λοιπόν τα «καλά νέα» για την οικονομία. Για να εξακολουθήσουν όμως να είναι καλά, χρειάζονται δουλειά, εγρήγορση και, κυρίως, εγκατάλειψη της νοοτροπίας της εφήμερης ευδαιμονίας που μεταθέτει τα του αύριο στη μεγαλοψυχία του Θεού…
11 Φεβρουαρίου 2020
Εnergypress