Ο «Ηλιος» που έδυσε

Ποιος θυμάται το σχέδιο «Ηλιος»; Πιθανότατα ελάχιστοι. Σίγουρα ένας από αυτούς είναι ο Γιώργος Παπανδρέου. Το θυμήθηκε το περασμένο Σάββατο, κατά την επίσκεψή του στην Κοζάνη. Μια μέρα μετά την επίσκεψη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για τον συντονισμό ενός πραγματικού σχεδίου, που θα μεταμορφώσει την περιοχή, ο πρώην πρωθυπουργός επέλεξε να αναφερθεί σε ένα «ναυάγιο» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

Για όσους δεν θυμούνται το καλοκαίρι του 2011 ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε δηλώσει, με αφορμή και την απόφαση της χώρας του να κλείσει τα πυρηνικά της εργοστάσια, ότι χάρη στην ηλιακή της ενέργεια η Ελλάδα θα μπορούσε να μετατραπεί σε εξαγωγέα ενέργειας, βοηθώντας πολύ στην οικονομική της ανάπτυξη. Ο δε γερμανός τότε επίτροπος Ενέργειας Γκίντερ Ετινγκερ, το είχε χαρακτηρίσει «σχέδιο-κλειδί» για την ανάπτυξη στην Ελλάδα.

 

Το σχέδιο το αγκάλιασε αμέσως ο κοζανίτης υπουργός Γ. Παπακωνσταντίνου. Συνέταξε σχέδιο για την εγκατάσταση σε πρώτη φάση φωτοβολταϊκών ισχύος 2.000 MW σε διάφορα σημεία της χώρας. Σε δεύτερη φάση, μετά το 2017, επιπλέον 8.000 MW. Το σύνολο του παραγόμενου ρεύματος θα όδευε προς τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Το σχέδιο μάλιστα συμπεριλήφθηκε και στο δεύτερο μνημόνιο, μετά δηλαδή την αποχώρηση του Γ. Παπακωνσταντίνου και την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου.

Ποιο ήταν το πρόβλημα και ποια είναι η διαφορά του από το σημερινό σχέδιο Μητσοτάκη. Πρώτα από όλα η σημερινή κυβέρνηση είναι από την έναρξη της θητείας της αποφασισμένη να «σπάσει αβγά». Ανακοίνωσε σχεδόν με την εκλογή της ότι οι λιγνιτικές μονάδες θα κλείσουν άμεσα. Εως το 2025 όλες. Τα έβαλε δηλαδή ευθέως με όλα τα τοπικά και συντεχνιακά συμφέροντα που είχαν αναπτυχθεί γύρω από τον λιγνίτη. Είχε πολιτικό κόστος και το πήρε.

Η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν ήθελε, ούτε τα έβαλε με την πανίσχυρη τότε ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ. Ως αποτέλεσμα το σχέδιό της ήταν γενικόλογο. Περιλάμβανε μια γενική αναφορά σε εκμετάλλευση διαθέσιμων κρατικών εκτάσεων σε όλη τη χώρα, χωρίς ποτέ να αποσαφηνιστεί, με ποια δίκτυα αρχικώς θα συγκεντρώνονταν και στη συνέχεια θα μεταφέρονταν το ρεύμα στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση το εκτιμώμενο κόστος θεωρούνταν υπέρογκο.

Η τωρινή κυβέρνηση – σε άλλους καλύτερους καιρούς η αλήθεια είναι – έχει βρει και τη χρηματοδότηση. Για να το κάνει, όμως, έβαλε πλάτη σε δύσκολες αποφάσεις για τη ΔΕΗ, με μείωση των μετοχών του κράτους (αύξηση κεφαλαίου), αλλά και περαιτέρω πώληση μετοχικών ποσοστών θυγατρικών της (ΔΕΔΔΗΕ). Αυτό βοήθησε να αποκτήσει η εταιρεία τα απαραίτητα κεφάλαια και να ξεκινήσει συνεργασία με εταιρείες κολοσσούς όπως η RWE υπό ίσους όρους.

Η τότε προσπάθεια αντίθετα βασίζονταν στη βούληση και τη χρηματοδότηση είτε των Γερμανών είτε των ευρωπαϊκών αρχών. Η Ελλάδα αδύναμη στη γωνία, καλούνταν απλά να συμμετάσχει στο πλαίσιο των μνημονιακών της υποχρεώσεων. Το άλλο μεγάλο πρόβλημα εκείνης της περιόδου είναι ότι ποτέ δεν βρέθηκε εκείνος που θα… αγοράζει το ρεύμα. Το υψηλό κόστος που απαιτείται για να παραχθεί και να εξαχθεί το ρεύμα σε άλλες χώρες, έκανε απαγορευτική την «εύλογη» τελική τιμή πώλησής του.

Αν γυρνούσε ο χρόνος πίσω, τώρα που έχουν εκτιναχθεί οι τιμές του ρεύματος, πιθανότατα οι Γερμανοί να το χρηματοδοτούσαν. Αλλά τώρα «πέταξε το πουλάκι». Τώρα η Ελλάδα έχει την πρωτοβουλία και τα χρήματα, τουλάχιστον ως προς την εκμετάλλευση του ήλιου και του αέρα της. Παράλληλα με τις εν εξελίξει κατασκευαστικές διασυνδέσεις, μπορεί όχι απλά να καλύψει σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο τις ανάγκες της. Αλλά από την επόμενη δεκαετία μπορεί να εξελιχθεί σε καθαρός εξαγωγέας ενέργειας…

(Οικονομικός Ταχυδρόμος)

1