Δικαιοσύνη και xρηματοδότηση για το κλίμα

Καθώς οι ηγέτες κρατών συνέρχονται στο Ντουμπάι για τη φετινή Διεθνή Διάσκεψη για το Κλίμα, δύο πράγματα είναι οδυνηρά ξεκάθαρα. Πρώτον, βρισκόμαστε ήδη σε κλιματική έκτακτη ανάγκη. Δεύτερον, οι πλουσιότερες χώρες, και ιδίως οι ΗΠΑ, συνεχίζουν να γυρίζουν την πλάτη στις φτωχότερες. Επομένως, η φετινή συζήτηση θα επικεντρωθεί στην κλιματική δικαιοσύνη και χρηματοδότηση: πώς θα μοιραστεί το κόστος των κλιματικών καταστροφών και του αναγκαίου μετασχηματισμού των παγκόσμιων συστημάτων ενέργειας και χρήσης γης.

Η διάσκεψη του Ντουμπάι είναι η 28η ετήσια διάσκεψη των μερών της σύμβασης-πλαισίου του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, δηλαδή η COP28. Η πρώτη COP πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο το 1995. Οι προσπάθειες των ηγετών μας δεν έχουν φέρει και πολλά αποτελέσματα. Το 1995, υποσχέθηκαν να σταθεροποιήσουν τη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και άλλων αερίων θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα «για να αποφευχθεί η επικίνδυνη ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλιματικό σύστημα». Τότε, οι εκπομπές CO2 ανέρχονταν σε 29 δισ. τόνους, ενώ φέτος φτάνουν περίπου τα 41 δισ. Τότε, η συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα ήταν 361 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm), ενώ σήμερα είναι 419 ppm. Τότε, η Γη είχε θερμανθεί κατά περίπου 0,7 °C σε σχέση με την περίοδο 1880-1920, ενώ πλέον έχει φθάσει σε 1,2 °C.

Επίσης, ο ρυθμός αύξησης της θερμοκρασίας μεγαλώνει. Κατά την περίοδο 1970-2010 ήταν περίπου 0,18 °C ανά δεκαετία. Τώρα, ο πλανήτης θερμαίνεται κατά τουλάχιστον 0,27 °C ανά δεκαετία. Μέσα σε δέκα χρόνια, θα φτάσουμε στο ανώτατο όριο του 1,5 °C που είχε οριστεί στο Παρίσι το 2016 (στην COP21). Tο πιθανότερο είναι να το ξεπεράσουμε πολύ νωρίτερα. Το αποτέλεσμα είναι να εντείνονται οι κλιματικές καταστροφές –πλημμύρες, ξηρασίες, καύσωνες, υπερκαταιγίδες, μεγαπυρκαγιές κ.α.– προκαλώντας θανάτους, μετατοπίσεις και ζημιές εκατοντάδων δισ. δολαρίων κάθε χρόνο, ενώ για το 2022 οι ζημιές είναι, κατ’ εκτίμηση, 275 δισ. δολάρια.

Το τι πρέπει να κάνουμε είναι ξεκάθαρο. Πρέπει να στραφούμε στην ενέργεια μηδενικού άνθρακα: αιολική, ηλιακή, υδροηλεκτρική, γεωθερμική, βιοενέργεια και πυρηνική ενέργεια, ανάλογα με την περιοχή. Τα κράτη πρέπει να διασυνδέσουν τα ηλεκτρικά τους δίκτυα με τους γείτονές τους ώστε να διαφοροποιήσουν τις πηγές ενέργειας, οικοδομώντας έτσι ανθεκτικότητα και μειώνοντας το κόστος. Να στραφούμε προς τα ηλεκτρικά οχήματα και την παραγωγή υδρογόνου για βιομηχανική χρήση. Να σταματήσουμε την αποψίλωση των δασών αυξάνοντας τη γεωργική παραγωγικότητα των υφιστάμενων εκμεταλλεύσεων και των διαχειριζόμενων δασών.

Αυτές οι λύσεις είναι εφικτές, ωστόσο δεν υπάρχει ακόμη συμφωνία για την κατανομή του κόστους. Τρία είναι τα κόστη στα οποία πρέπει να σταθούμε. Το πρώτο είναι οι «απώλειες και ζημίες» από κλιματικές καταστροφές. Το δεύτερο είναι το κόστος προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, δηλαδή το κόστος «προστασίας της κοινωνίας από τις καιρικές συνθήκες». Το τρίτο είναι το κόστος μεταρρύθμισης του ενεργειακού συστήματος.

Οσον αφορά τις απώλειες και ζημίες και την προσαρμογή, εκείνοι που προκάλεσαν την κλιματική κρίση θα πρέπει να αναλάβουν το κόστος για εκείνους που υποφέρουν αλλά είχαν μικρό ρόλο στην πρόκληση της κρίσης. Δηλαδή, οι πλουσιότερες χώρες θα πρέπει να καλύψουν μεγάλο μέρος του κόστους που πληρώνουν οι φτωχότερες. Απλή δικαιοσύνη. Οσον αφορά τη μεταρρύθμιση του ενεργειακού συστήματος, καμία χώρα δεν έχει το «δικαίωμα» να εκπέμπει CO2, οπότε όλες θα πρέπει να συμμετέχουν στο κόστος. Ωστόσο, οι φτωχότερες χώρες χρειάζονται πρόσβαση σε χαμηλού κόστους, μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση.

Οι πλούσιες χώρες αρνούνται μέχρι στιγμής να αποδεχθούν το μερίδιο ευθύνης και το κόστος που τους αναλογεί για τις ζημίες από την κλιματική κρίση.

Εδώ είναι το πρόβλημα. Οι πλούσιες χώρες, και ιδίως οι ΗΠΑ, αρνούνται μέχρι στιγμής να αποδεχθούν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί για τις απώλειες και ζημίες και το κόστος προσαρμογής που επωμίζονται οι φτωχότερες χώρες. Επίσης, οι πλούσιες χώρες δεν έχουν λάβει πρακτικά μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι φτωχότερες χώρες θα έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση χαμηλού κόστους για την ενεργειακή μετάβαση.

Οι ΗΠΑ είναι υπεύθυνες για σχεδόν το 25% των σωρευτικών εκπομπών CO2 από την έναρξη της βιομηχανικής ανάπτυξης γύρω στο 1750, παρόλο που αποτελούν μόλις το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι ΗΠΑ είχαν εκπομπές περίπου 400 δισ. τόνους CO2, δηλαδή σχεδόν 1.200 τόνους για κάθε έναν από τα 330 εκατ. κατοίκων τους σήμερα, ενώ στις φτωχές αφρικανικές χώρες, αντιστοιχούν σχεδόν 1-2 τόνοι ανά άτομο. Παρ’ όλα αυτά, οι Αμερικανοί πολιτικοί συνιστούν με θράσος «εθελοντικά» προγράμματα για τη χρηματοδότηση των φτωχότερων χωρών, ένα μάλλον θλιβερό τέχνασμα για να μεταθέσουν την ευθύνη μακριά από τις ΗΠΑ.

Αν οι πλούσιες χώρες φορολογούνταν με μόλις δέκα σεντς ετησίως για κάθε τόνο σωρευτικών εκπομπών, το ποσό που θα πλήρωναν θα ήταν γύρω στα 100 δισ. δολάρια ετησίως, με τις ΗΠΑ να καταβάλλουν περίπου τα 40 δισ. Επίσης, οι πλούσιες χώρες θα πρέπει να φορολογηθούν με περίπου 4 δολάρια για κάθε τόνο νέων εκπομπών, εξασφαλίζοντας ακόμη σχεδόν 100 δισ. δολάρια ετησίως. Οι συνδυασμένες εισφορές επί των προηγούμενων και των σημερινών εκπομπών θα ανεβάσουν τις συνολικές εισφορές σε περίπου 200 δισ. δολάρια ετησίως, με το μερίδιο των ΗΠΑ να ανέρχεται σε περίπου 60 δισ.

Οι ΗΠΑ αναμφίβολα θα συνεχίσουν να αντιδρούν έντονα προκειμένου να μην αναλάβουν τέτοια ευθύνη. Θα ισχυριστούν ότι η καταβολή σχεδόν 60 δισ. δολαρίων ετησίως είναι υπερβολική – ωστόσο οι ίδιες δαπανούν 1 τρισ. δολάρια ετησίως σε στρατιωτικές δαπάνες. Με ετήσιο ΑΕΠ κοντά στα 26 τρισ. δολάρια, η εισφορά 60 δισ. ετησίως για τις ΗΠΑ θα αντιστοιχούσε μόλις στο 0,2% του ΑΕΠ τους.

Πιστεύω ακράδαντα ότι θα υπάρξει δικαιοσύνη. Ο παγκόσμιος συσχετισμός ισχύος μεταξύ πλουσίων και φτωχών εξισορροπείται, με αποτέλεσμα να εκλείπει πλέον η δυνατότητα των πλούσιων χωρών να διαφεύγουν των ευθυνών τους. Πιστεύω ότι αυτή η εξισορρόπηση θα οδηγήσει σε νέες μορφές παγκόσμιας φορολόγησης βάσει του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, μεταξύ των οποίων και παγκόσμιες εισφορές επί των εκπομπών CO2. Ναι, αυτή η αλλαγή θα είναι ένα μεγάλο σοκ για τις πλούσιες χώρες που επί μακρόν επέβαλαν τη θέλησή τους στον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο, η κλιματική κρίση μας διδάσκει ότι βρισκόμαστε σε έναν διασυνδεδεμένο κόσμο, όπου όλες οι χώρες πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους για τις παρελθούσες, παρούσες και μελλοντικές δράσεις τους. Η αυξανόμενη συνειδητοποίηση της διασύνδεσης και της ευθύνης είναι ο δρόμος προς τη δικαιοσύνη και τη βιώσιμη ανάπτυξη για όλους.

*Ο κ. Τζέφρι Ντ. Σακς είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο Columbia και πρόεδρος του Δικτύου Λύσεων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ.

 

 

 

 

cover photo:weathergroup.gr

 

 

 

 

σ