Κλιματική αλλαγή και μπίζνες του υδρογόνου – Το «μυστικό» της COP28

Σύνοδος Κορυφής για το Κλίμα έχει κάθε χρόνο ως βασικό «φόντο» τη μείωση χρήσης υδρογονανθράκων για την παραγωγή ενέργειας, αλλά φέτος πραγματοποιείται στο Ντουμπάι, την πρωτεύουσα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και μια από τις πέντε μεγαλύτερες «πρωτεύουσες του πετρελαίου» καθώς το κρατίδιο «κάθεται» πάνω σε μερικά από τα μεγαλύτερα αποθέματα ορυκτών καυσίμων στον πλανήτη.

Πρόεδρος της  διοργάνωσης, μάλιστα, είναι ο Σουλτάνος Αχμέντ Αλ Τζαμπέρ, υπουργός Ενέργειας και επικεφαλής της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας των ΗΑΕ.

Η αντίφαση είναι προφανής και θεωρήθηκε από πολλούς και ως σύγκρουση συμφερόντων, πολλώ δε μάλλον που βασικός στόχος της συγκεκριμένης διάσκεψης, όπως και όλων των πολιτικών και διεθνών πρωτοβουλιών για το κλίμα, είναι ο περιορισμός της χρήσης υδρογονανθράκων, ώστε να μειωθούν οι εκπομπές ρύπων που ενοχοποιούνται για την θέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή.

Η επιστημονική θέση την οποία έχει υιοθετήσει ο ΟΗΕ είναι ότι εάν δεν αποτραπεί η ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη πέραν των 1,5 βαθμών Κελσίου, οι συνέπειες θα είναι αλυσιδωτές και καταστρεπτικές σε τέτοιο βαθμό που να τίθεται εν αμφιβόλω η επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού.

Είναι ενδεικτικό ότι μια από τις πρώτες ανακοινώσεις στο COP28, ήταν η δέσμευση 118 χωρών (χωρίς την Κίνα και την Ινδία) να τριπλασιάσουν την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ) μέχρι το 2030.

Ο Αλ Τζαμπέρ είχε δηλώσει, όμως, σύμφωνα με τον Guardian προ 15 ημερών, ότι δεν υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα που να στηρίζουν τη θέση ότι η εξάλειψη χρήσης των υδρογονανθράκων είναι απαραίτητη για να αποτραπεί η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας πάνω από 1,5 βαθμό Κελσίου -που είναι ο κλιματικός στόχος τον οποίο έχει υιοθετήσει ο ΟΗΕ και οι περισσότερες χώρες του κόσμου.

Το ερώτημα, επομένως, είναι ποια είναι η επιδίωξη των χωρών του Κόλπου στο θέμα της κλιματικής αλλαγής;

Πιστεύουν, πράγματι, στον περιορισμό των ορυκτών καυσίμων, παρόλο που αποτελούν τη βασική πηγή πλούτου για αυτές ή αντιθέτως θέλουν να παρατείνουν τη χρήση τους όσο το δυνατόν περισσότερο;

Ένα από τα «κλειδιά» που ίσως ερμηνεύουν την στάση των πετρελαιοπαραγωγών χωρών του Περσικού Κόλπου, είναι ο ρόλος τους στην παραγωγή υδρογόνου, το οποίο θα είναι το «νέο πετρέλαιο» του 21ου αιώνα, καθώς η χρήση του θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για τη μετάβαση σε μια οικονομία που θα λειτουργεί με «πράσινη» ενέργεια.

Το υδρογόνο είναι καθοριστικό για την αποθήκευση ενέργειας, η οποία θα παράγεται με ΑΠΕ. Το μεγάλο πρόβλημα του «καθαρού» ηλεκτρικού ρεύματος, που παράγεται από ηλιακή και αιολική ενέργεια, είναι ότι δεν μπορεί να αποθηκευτεί εύκολα και πρέπει να καταναλωθεί άμεσα. Κάποιες ώρες ή ημέρες η παραγωγή αιολικής και ηλεκτρικής ενέργειας ξεπερνά τη ζήτηση, ενώ κάποιες άλλες είναι μηδενική (π.χ. ηλιακή ενέργεια τη νύχτα), επομένως χωρίς δυνατότητα αποθήκευσης η χρήση των ΑΠΕ δεν μπορεί να επεκταθεί.

Είναι χαρακτηριστικό το πρόβλημα που διαπιστώνεται στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, κάποιες μέρες με ηλιοφάνεια και ισχυρούς ανέμους η παραγωγή ρεύματος ξεπερνά τη ζήτηση, αλλά πάει χαμένη, καθώς δεν μπορεί ούτε να αποθηκευτεί, ούτε να εξαχθεί σε άλλες χώρες επειδή το δίκτυο δεν είναι αρκετά εκτεταμένο.

Ο τρόπος αποθήκευσης στον οποίο έχει στραφεί παγκοσμίως η «πράσινη μετάβαση» είναι η χρήση του υδρογόνου ως εξής: Το «καθαρό ρεύμα» που παράγεται με ΑΠΕ χρησιμοποιείται για την παραγωγή υδρογόνου με ηλεκτρόλυση, οπότε το προϊόν μπορεί να αποθηκευτεί για μήνες ή και χρόνια. Στη συνέχεια το υδρογόνο μπορεί να μεταφερθεί ή να χρησιμοποιηθεί επιτόπου ως καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά με μηδενικούς ρύπους, δεδομένου ότι η καύση υδρογόνου παράγει… καθαρό νεράκι και όχι καυσαέρια.

Το υδρογόνο μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και ως καθαρό καύσιμο σε κινητήρες εσωτερικής καύσης. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι το υδρογόνο είναι πολύ εύφλεκτο και εκρηκτικό, επομένως η χρήση του ως καυσίμου θα περιοριστεί σε μεγάλα οχήματα, όπως τα τρένα και άλλου είδους, βιομηχανικές κυρίως, υποδομές, όπως η παραγωγή χάλυβα, σιδήρου και χημικών προϊόντων.

Μια τεχνολογία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με υδρογόνο είναι οι κυψέλες υδρογόνου, που όμως μειονεκτούν έναντι των μπαταριών, οι οποίες κυριαρχούν στις «οικιακές» χρήσεις, όπως η ηλεκτροκίνηση ή ακόμη και η αποθήκευση ενέργειας σε μικρή κλίμακα (οικίες κ.λπ.).

Όλες αυτές οι τεχνολογίες, βέβαια, είναι ακόμα υπό εξέλιξη και αναμένεται να αρχίσουν να ξεδιπλώνονται τα επόμενα χρόνια, κυρίως από το 2030 και μετά.

Είναι λοιπόν η παραγωγή υδρογόνου που αποτελεί ένα από τα πεδία στα οποία θα κριθεί η κυριαρχία στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά τις επόμενες δεκαετίες και οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Κόλπου δεν κρύβουν ότι θέλουν να πρωταγωνιστήσουν καθώς έχουν ανακοινώσει σημαντικές επενδύσεις τα επόμενα χρόνια στον τομέα αυτό.

«Μπλε» υδρογόνο

Το «μυστικό» της υπόθεσης είναι ότι οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες επενδύουν στην παραγωγή υδρογόνου με φυσικό αέριο, το λεγόμενο «μπλε υδρογόνο», που σημαίνει ότι για την ηλεκτρόλυση που θα παράγει το υδρογόνο, θα χρησιμοποιείται ηλεκτρικό ρεύμα από καύση φυσικού αερίου. Στη συνέχεια, το διοξείδιο του άνθρακα που παράγεται από την καύση του φυσικού αερίου θα αποθηκεύεται σε υπόγειες δεξαμενές και δεν θα αποδεσμεύεται στην ατμόσφαιρα. «Πράσινο» υδρογόνο είναι εκείνο που παράγεται με αιολική και ηλιακή ενέργεια, ενώ ««κόκκινο» ονομάζεται το υδρογόνο που παράγεται με ηλεκτρικό από πυρηνική ενέργεια. Το υδρογόνο που παράγεται σήμερα στα διυλιστήρια, με εκπομπές ρύπων, ονομάζεται «γκρίζο υδρογόνο».

Το πράσινο υδρογόνο, το οποίο παράγεται με τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, είναι τουλάχιστον δύο έως τρεις φορές ακριβότερο από το γκρίζο υδρογόνο, το οποίο παράγεται από ορυκτά καύσιμα.

Το μπλε υδρογόνο, αντίθετα, έχει μια μικρή διαφορά όσον αφορά το κόστος παραγωγής και προσφέρει μείωση των εκπομπών κατά 60% έως 95%, ανάλογα με την τεχνολογία δέσμευσης του άνθρακα που χρησιμοποιείται.

Παρόλο που οι εξελίξεις αυτές θα ξεδιπλωθούν σταδιακά με κρίσιμο διάστημα το διάστημα ανάμεσα στο 2030 και το 2050, τα οικονομικά μεγέθη είναι τεράστια και οι «μπίζνες» του υδρογόνου δεν έχουν μόνο οικονομικό και επιχειρηματικό ενδιαφέρον, αλλά και γεωπολιτικό.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA), που είναι το ενεργειακό «παρακλάδι» του ΟΟΣΑ, υπολογίζει ότι μέχρι το 2030, η παγκόσμια αγορά υδρογόνου αναμένεται να φθάσει τα 700 δισεκατομμύρια δολάρια άμεσων και έμμεσων επενδύσεων. Μέχρι το 2050, το απαιτούμενο επίπεδο επενδύσεων στο υδρογόνο για την επίτευξη του στόχου του καθαρού μηδενισμού ανέρχεται σε 3 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Εκτιμά, επίσης, ότι το υδρογόνο θα καλύπτει το 10% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης έως το 2050, ενώ άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό σε 20%.

 

 

 

 

cover photo:agrocapital.gr

 

 

σ