Ξεκίνησε η "αντίστροφη μέτρηση" και για το φυσικό αέριο
H Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευθεί, σύμφωνα με τη Διεθνή Συνθήκη για το κλίμα των Ηνωμένων Εθνών το έτος 2015 στο Παρίσι, για μηδενικές εκπομπές αέριων ρύπων στην παραγωγή ενέργειας, έως το έτος 2050. Στην ενεργειακή στρατηγική της έως το έτος 2050, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χαρακτηρίσει το φυσικό αέριο ως το βασικό ορυκτό καύσιμο (bridge fuel) που θα χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή ενέργειας την περίοδο μετάβασης του Ευρωπαϊκού μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας από τα ορυκτά καύσιμα σε καθαρές μορφές παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας, 2020 - 2050.
Η Ελληνική αγορά φυσικού αερίου ακολουθεί τις ευρωπαϊκές τάσεις. Τον περασμένο Οκτώβριο στην Ελλάδα, οι εγχώριες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες φυσικού αερίου κάλυψαν το 45% της συνολικής μηνιαίας εγχώριας ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας από το 30% που κάλυπταν σταθερά την προηγούμενη δεκαετία. Τον ίδιο μήνα, οι λιγνιτικές μονάδες κάλυψαν μόλις το 5%, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) το 32% και οι εισαγωγές το 17%. Σε ετήσια βάση, η ελληνική κατανάλωση φυσικού αερίου από τα 3,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το 2017- 2018 κυμάνθηκε στα 5,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα την περίοδο 2019 – 2020. Η παρατηρούμενη αύξηση στην κατανάλωση κατευθύνθηκε αποκλειστικά στην ηλεκτροπαραγωγή.
Ερωτήματα ωστόσο έχουν αρχίσει να εγείρονται αν το φυσικό αέριο θα πρέπει να συνεχίσει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της μετάβασης 2020 – 2050, ως καύσιμο παραγωγής ενέργειας καθώς το φυσικό αέριο εκλύει και αυτό κατά τη διαδικασία μεταφοράς και της καύσης του, διοξείδιο του άνθρακα αλλά επιπλέον εκλύει και μεθάνιο. Σημαντικός αριθμός θεσμικών Επενδυτών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχουν ήδη δηλώσει τον τερματισμό των επενδύσεων τους στα ορυκτά καύσιμα συμπεριλαμβάνοντας και τις επενδύσεις σε έργα φυσικού αερίου.
Σημειώνουμε όμως ότι το Σεπτέμβριο του 2020, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε να δεχθεί, κατ’ εξαίρεση τη χρηματοδότηση νέων έργων φυσικού αερίου από τον Κοινοτικό προϋπολογισμό και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα επενδύσεων, αποκλειστικά σε περιοχές που συντελείται η διαδικασία απολιγνιτοποίησης και απανθρακοποίησης των τοπικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής.
Ήδη όμως, υπάρχουν ορισμένες Ευρωπαϊκές χώρες που αμφισβητούν το θετικό ρόλο του φυσικού αερίου στην αειφόρο ανάπτυξη και έχουν ξεκινήσει διαδικασίες για τον περιορισμό αν όχι τον τερματισμό, της χρήσης του πριν το τέλος της μεταβατικής περιόδου 2020 – 2050.
Η Μεγάλη Βρετανία έχει αποφασίσει να τερματίσει την οικιακή χρήση του φυσικού αερίου και έχει ήδη επιβάλλει την απαγόρευση της σύνδεσης των νέων κτιρίων που κατασκευάζονται στη Βρετανική επικράτεια να συνδέονται με το δίκτυο διανομής φ.α. από το έτος 2025 και ύστερα. Επιπλέον η Βρετανία προωθεί σχέδιο μελλοντικής μετατροπής των δικτύων μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου σε δίκτυα μεταφοράς και διανομής πράσινου υδρογόνου.
Ομοίως η Ολλανδία, πρόσφατα αποφάσισε τον τερματισμό της εξόρυξης φυσικού αερίου από το Ολλανδικό κοίτασμα Groningen καθώς συνδέεται με την απροσδόκητη αύξηση των σεισμών στην Ολλανδική επικράτεια. Επιπλέον, η Ολλανδία έχει θέσει ως στόχο τον τερματισμό της γενικής χρήσης φυσικού αερίου έως το 2030 καθώς κατατάσσει και το φυσικό αέριο στα ορυκτά καύσιμα που βλάπτουν το περιβάλλον.
Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργεια του ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η παραγωγή και η ζήτηση φυσικού αερίου θα συνεχίσει να αυξάνεται έως το 2035 λόγω της αντικατάστασης των μονάδων άνθρακα και των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από τις μονάδες φυσικού αερίου και ύστερα να σταθεροποιείται, μέχρι το έτος 2040. Μετά το 2040, η Διεθνής Υπηρεσία ενέργειας εκτιμά ότι η παγκόσμια ζήτηση θα αρχίσει να μειώνεται καθώς όλες οι χώρες θα επιταχύνουν τις διαδικασίες ενεργειακής μετάβασης για την παραγωγή ενέργειας με μηδενικές εκπομπές ρύπων. Καθώς θα πλησιάζουμε στο έτος 2050, εκτιμάται ότι η κατανάλωση φυσικού αερίου θα περιορίζεται αποκλειστικά στην ηλεκτροπαραγωγή.
Όσον αφορά τη διαθεσιμότητα του φυσικού αερίου στις Διεθνείς αγορές, η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας του ΟΟΣΑ εκτιμά ότι τα αποθέματα των κοιτασμάτων αυτή την περίοδο (2020), καλύπτουν την παγκόσμια ζήτηση για τα επόμενα 49 χρόνια, τα οποία υπερβαίνουν κατά 19 χρόνια το έτος ορόσημο 2050 για τον τερματισμό της χρήσης των ορυκτών καυσίμων στην παγκόσμια παραγωγή ενέργειας. Αυτό σημαίνει ότι κοιτάσματα που ήδη είναι εκμεταλλεύσιμα και τα νέα κοιτάσματα που θα ανακαλυφθούν τα επόμενα χρόνια δεν πρόκειται να εξαντλήσουν τις ποσότητες αποθεμάτων που διαθέτουν. Μεγάλο μέρος των αποθεμάτων θα παραμείνουν εντός κοιτασμάτων και πολλές επενδύσεις θα αποδειχθούν ζημιογόνες.
Υπό αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να αναμένεται αύξηση της διάθεσης φυσικού αερίου στην παγκόσμια αγορά τα επόμενα χρόνια σε μια τελευταία προσπάθεια, οι διεθνείς εταιρίες παραγωγής φυσικού αερίου να εξαντλήσουν την αξία των παγίων τους και των προϊόντων τους, προ του έτους 2050.
*O Βασίλειος Π. Πανουσόπουλος (1971) είναι Οικονομολόγος, - Διεθνολόγος (ΕΕΠ). Ειδικός Επιστήμονας Βαθμός Α, στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ). Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι αποκλειστικά προσωπικές.
2 Δεκεμβρίου 2020
energypress