Ψηφιακό εμπόριο και καθαρή ενέργεια.

01 12 2020 | 09:34Nathaniel Bullard

Πριν από περίπου είκοσι χρόνια, το ηλεκτρονικό εμπόριο έκανε την εμφάνισή του και έκτοτε αργά και σταθερά, απορροφώντας μικρά μερίδια στην αρχή, έχει ισχυρή παρουσία στο παγκόσμιο σκηνικό. Σήμερα, πλέον, εκατοντάδες εκατομμύρια καταναλωτές αγοράζουν δισεκατομμύρια αντικείμενα ηλεκτρονικά, τα οποία παραλαμβάνουν διά μέσου ενός περίτεχνου, πολύπλοκου και εκτεταμένου σε όλη την υφήλιο δικτύου διανομής και αποθήκευσης. Στην πρώτη φάση του ψηφιακού εμπορίου ήταν τα βιβλία και τα ηλεκτρονικά είδη –συσκευές, μικροσυσκευές και αξεσουάρ– που διακινούνταν και ακολούθησαν ενδύματα και υποδήματα, καθώς και τρόφιμα. 

Με τα σημερινά δεδομένα της πανδημίας του κορωνοϊού, η τάση αυτή έχει εκτιναχθεί στα ύψη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, από το 11,3% επί του συνόλου του λιανεμπορίου στα τέλη του 2019 έχει πλέον φθάσει φέτος στα τέλη του δευτέρου τριμήνου στο 16,1%. Χρειάστηκε περισσότερο από επτά χρόνια το ψηφιακό εμπόριο να φθάσει από το 5% των λιανικών πωλήσεων στο 10%, αλλά στην περίπτωση του κορωνοϊού η αντίστοιχη αύξηση επιτεύχθηκε σε μόλις έξι μήνες. Φέτος, στις ΗΠΑ εκτιμάται πως το διάστημα από 26 Νοεμβρίου, Ημέρα των Ευχαριστιών, έως τη Σάιμπερ Μάντεϊ, 30 Νοεμβρίου, το 95% των καταναλωτών θα κάνουν τα ψώνια τους ηλεκτρονικά.

Κατά τον Μπένεντικτ Εβανς, ανεξάρτητο αναλυτή του κλάδου του λιανεμπορίου, η ιστορία του ψηφιακού λιανεμπορίου αφορά την προσπάθειά του να ανέλθει σε νέο επίπεδο. Το ερώτημα έχει να κάνει με το πόσο μερίδιο της συνολικής αγοράς μπορεί να κατακτήσει κατά τρόπο βιώσιμο. Ούτε θα σταματήσει να αναπτύσσεται, βέβαια, ούτε και θα κατακλύσει όλο το πεδίο. Αυτό που θα απομυζά, όμως, είναι ακόμη πιο πολύ ηλεκτρισμό για τις αποθήκες, περισσότερα καύσιμα για τα φορτηγά και περισσότερη ενέργεια στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές για αναζήτηση, υπόδειξη προϊόντος και διαδικασία αγοραπωλησίας. Αυτό θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια χαμένη ευκαιρία σε κάθε δυνατή έκφανση της σύγχρονης ζωής, που εκτείνεται από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε όλο τον πλανήτη μέχρι το ευρύτερα τοπικό πεδίο, με τις εκπομπές ρύπων από τα φορτηγά που μεταφέρουν και παραδίδουν τα εμπορεύματα στους δρόμους των πόλεων. Υπό το πρίσμα αυτό, ακόμη περισσότερο ψηφιακό εμπόριο θα σημάνει κάτι βλαβερό. Ισως, όμως, και να μπορεί να μετριαστεί ο αντίκτυπος αυτός εάν οι αντίστοιχες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο πεδίο αλλάξουν συμπεριφορά. Και αν αποτιμήσει κανείς τα όσα έχουν ήδη κάνει και όσα επαγγέλλονται, πιθανώς και να συμβεί όντως η αλλαγή αυτή.

Το διάστημα από το 2010 και μέχρι σήμερα η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στα κέντρα δεδομένων έχει αυξηθεί μόλις 6%, ακόμη και αν η ετήσια κίνηση σε αυτά έχει εκτιναχθεί σε επίπεδα άνω του 1.700%, βάσει των στοιχείων που έχει συγκεντρώσει συν τω χρόνω ο κολοσσός υψηλής τεχνολογίας Cisco Systems. Οι επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας και οι εταιρείες ψηφιακού λιανικού εμπορίου συνηθίζουν πλέον να προμηθεύονται καθαρή ενέργεια για να τροφοδοτούν τα κέντρα δεδομένων και τις αποθήκες τους. Σχεδιάζουν τα δικά τους ηλεκτροδοτούμενα φορτηγά διανομής και δεσμεύονται σε βάθος χρόνου για εκμηδένιση του ανθρακικού τους αποτυπώματος. Από τη δική τους πλευρά, οι καταναλωτές ίσως και να μην έχουν εγγενώς την τάση της αυτοβελτίωσης, αντιθέτως με τις επιχειρήσεις, οι οποίες γνωρίζουν ότι το ανά προϊόν ανθρακικό αποτύπωμα, όπως και η τοπική ροή της κίνησης και ο παραγόμενος θόρυβος, είναι ζωτικής σημασίας για την εκστρατεία εξάλειψης των ρύπων τους. 

Σημειώνεται, τέλος, πως πολλά χρόνια πριν αναχθεί σε επίσημη πολιτική του, στον αμερικανικό όμιλο ταχυμεταφορών και διαχείρισης εφοδιαστικής αλυσίδας UPS οι οδηγοί γνώριζαν εξ εμπειρίας τη διαφορά μεταξύ αριστερής και δεξιάς στροφής: «Η δεξιά στροφή είναι πιο γρήγορη και εξοικονομεί καύσιμα». 

 

 

27 Νοεμβρίου 2020

energypress