«Ανανεώσιμα αέρια»: ένα πολύτιμο εργαλείο για την Ενεργειακή Μετάβαση – Συγκεκριμένες εφαρμογές για την Ελλάδα.

Η «Ενεργειακή Μετάβαση» (Energy Transition) αποτελεί αναμφισβήτητα έναν από τους κυρίαρχους όρους στο δημόσιο διάλογο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Αναφέρεται στη στόχευση των μελών-κρατών της Ε.Ε να μεταβούν ομαλά προς ένα ενεργειακό μίγμα με ουδέτερο αποτύπωμα όσον αφορά τις εκπομπές ρύπων και την όξυνση του φαινομένου της Κλιματικής Αλλαγής. 

Ο όρος «μετάβαση» ενδεχομένως να παραπέμπει (λανθασμένα) σε κάτι στιγμιαίο και παθητικό, σχεδόν νομοτελειακό. Εν προκειμένω, όμως, σίγουρα αναφερόμαστε σε κάτι με εντελώς αντίθετα χαρακτηριστικά. Η Ενεργειακή Μετάβαση θα έχει διάρκεια, απαιτεί σχέδιο και μηδενική αδράνεια ή αβελτηρία από πλευράς των εμπλεκομένων μερών. Δεν επιτρέπεται να μεταθέτουμε για το αύριο οποιαδήποτε απόφαση που αποδεδειγμένα προάγει άμεσα την αειφορία. Απεναντίας οφείλουμε να αξιοποιούμε τα εφόδια που μας προσφέρει σήμερα η τεχνολογία και η αγορά, προκειμένου να βελτιώνουμε το περιβαλλοντικό αποτύπωμα τομέων της οικονομίας και της ζωής μας. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να αναπτύσσουμε τις μελλοντικές εναλλακτικές λύσεις, προκρίνοντας όπου είναι εφικτό εφαρμογές που δεν αρκεί να είναι απλά ρηξικέλευθες (disruptive) αλλά που επιτρέπουν σε σημαντικό βαθμό και την παράταση του χρόνου ζωής πολυδάπανων υποδομών. Μόνο τότε η μετάβαση δύναται να είναι αποτελεσματική, βιώσιμη και δίκαιη.

Στο πλαίσιο αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προάγει τα λεγόμενα «ανανεώσιμα αέρια» (renewable gases) ως μία ενεργειακή λύση που μετουσιώνει σε πράξη τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά της Ενεργειακής Μετάβασης. Το βιομεθάνιο, το συνθετικό μεθάνιο, η αμμωνία, η μεθανόλη και φυσικά το υδρογόνο αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κατηγορίας, που σήμερα ήδη καταλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενεργειακή ατζέντα ευρωπαϊκών κρατών όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ολλανδία. 

Δεν πρόκειται απλά για μία τάση αλλά για μία στρατηγική επιλογή που πιστεύω ότι σύντομα θα υιοθετήσει και η χώρα μας. Αφενός διότι θα της επιτρέψει να αναδείξει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, αφετέρου διότι θα καταστήσει ομαλότερη σε πολλά επίπεδα τη μετάβαση μας προς το 2050. Θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω αυτή την πεποίθησή μου με μερικές συγκεκριμένες εφαρμογές που αναδεικνύουν τη δυνητική στρατηγική σημασία των ανανεώσιμων αερίων για την Ελλάδα.

Η χώρα μας αυτή τη στιγμή προωθεί την ανάπτυξη πρότυπων Μονάδων Επεξεργασίας Απορριμμάτων (Μ.Ε.Α) σε όλη την Επικράτεια. Έχοντας ομολογουμένως μείνει πίσω στον τομέα αυτό, επιταχύνει πλέον το βηματισμό της για να ανακτήσει το «χαμένο έδαφος». Συνεπώς, στις δημοπρατούμενες Μ.Ε.Α βρίσκεται σε θέση να προδιαγράψει την κατασκευή μονάδων παραγωγής βιομεθανίου. Όσον αφορά αρκετές από τις υφιστάμενες Μ.Ε.Α, μπορεί και εκεί να ενθαρρύνει την αναβάθμιση του παραγόμενου βιοαερίου σε βιομεθάνιο. Παράλληλα, η Ελλάδα διαθέτει σωρεία ανεκμετάλλευτων πηγών οργανικών αποβλήτων (αγροτική παραγωγή, κτηνοτροφία, ιχθυοκαλλιέργειες, βιομηχανία τροφίμων, βιολογικοί καθαρισμοί) που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί προς την ίδια κατεύθυνση. Συνεπώς, η παραγωγή βιομεθανίου μπορεί να μειώσει δραστικά τους εκπεμπόμενους ρύπους που εκλύουν τα απορρίμματα και τα απόβλητα, αρκεί φυσικά να υπάρξουν εφαρμογές αξιοποίησης αυτού του βιομεθανίου. 

Σίγουρα υπάρχουν πολλές τέτοιες δυνητικές εφαρμογές. Ξεκινώ με το κύριο πεδίο απορρόφησης ποσοτήτων βιομεθανίου ανά την Ευρώπη, το οποίο αναμφισβήτητα είναι το υφιστάμενο δίκτυο φυσικού αερίου. Το βιομεθάνιο, ανάλογα με την προέλευσή του, μπορεί να θεωρηθεί έως και 100% ανανεώσιμη πηγή ενέργειας και σε κάθε περίπτωση μπορεί να υποκαταστήσει το φυσικό αέριο. Συνεπώς, το βιομεθάνιο θα επέτρεπε τη σημαντική αύξηση κατανάλωσης ανανεώσιμης ενέργειας σε τομείς δύσκολα «διεκδικήσιμους» από τις παραδοσιακές ΑΠΕ όπως ο τομέας της παραγωγής θερμότητας. Ταυτόχρονα, θα εξασφάλιζε στο διηνεκές ένα υψηλό βαθμό αξιοποίησης του ελληνικού δικτύου φυσικού αερίου, μίας υποδομής που αξίζει να θυμόμαστε πως αριθμεί λιγότερο από 25 έτη λειτουργίας στην πατρίδα μας (και κατά τόπους ακόμη λιγότερα έτη) και που συνεπώς διαθέτει ακόμη ένα σημαντικό απόθεμα «εμπορικής και επιχειρησιακής ζωής».

Ένας άλλος τομέας που προσφέρεται για την απορρόφηση ποσοτήτων βιομεθανίου είναι ο τομέας των οδικών και θαλασσίων μεταφορών. Η αυξανόμενη διείσδυση του φυσικού αερίου ως καυσίμου κίνησης για οχήματα και πλοία δημιουργεί ταυτόχρονα το υπόβαθρο και για τη διείσδυση ανανεώσιμων αερίων καυσίμων όπως το βιομεθάνιο. Η ανάμιξη του LNG με υγροποιημένο βιομεθάνιο (Bio-LNG) θα επιτρέψει την άμεση βελτίωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος βαρέων οχημάτων και πλοίων που θα επιλέξουν να στραφούν στο φυσικό αέριο. Τα τελευταία χρόνια η Ελληνική Πολιτεία έχει εμπράκτως αγκαλιάσει την αξιοποίηση του φυσικού αερίου ως καυσίμου και στη στεριά και στη θάλασσα και συνεπώς διαθέτει τα εφόδια για να ενεργοποιήσει και αυτή την προοπτική σημαντικής αποφόρτισης του ιδιαίτερα ενεργοβόρου τομέα των μεταφορών.

Η Ελλάδα είναι σε εξίσου πλεονεκτική θέση να εντάξει αρμονικά και το υδρογόνο στον ενεργειακό της σχεδιασμό. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τη δυνητική χρησιμότητα του υδρογόνου ως μεθόδου αποθήκευσης ενέργειας παραγόμενης από ΑΠΕ. Εν αναμονή διαρκών βελτιώσεων στην απόδοση και στο κόστος των τεχνολογιών ηλεκτρόλυσης, οποιοδήποτε πλεόνασμα ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ μπορεί στο μέλλον να τροφοδοτεί ηλεκτρολύτες που θα διαχωρίζουν το νερό σε οξυγόνο και υδρογόνο, το οποίο και θα αποθηκεύουν προς μελλοντική αξιοποίηση. Και υπάρχουν σίγουρα δυνητικές εφαρμογές του υδρογόνου που εύκολα θα εναρμονίζονταν με την ελληνική ενεργειακή πραγματικότητα.

Η πρώτη θα ήταν η αξιοποίηση του υδρογόνου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αξιοποιώντας ακόμη και τους αεριοστροβίλους των σύγχρονων σταθμών φυσικού αερίου που ήδη λειτουργούν ή σχεδιάζονται. Άλλωστε, μεγάλοι κατασκευαστές όπως η GE εγκαθιστούν ήδη αεριοστρόβιλους που έχουν τη δυνατότητα να καταναλώσουν μίγμα καυσίμου περιεκτικότητας έως και 50% σε υδρογόνο. Αυτή είναι μία ενθαρρυντική προοπτική για μία ενεργειακή αγορά όπως η ελληνική, στην οποία αυτή τη στιγμή δρομολογούνται σημαντικές επενδύσεις σε νέους σταθμούς παραγωγής ενέργειας με καύσιμο το φυσικό αέριο. Είναι επίσης μία εξίσου ενθαρρυντική προοπτική και για τα νησιά μας, στα οποία δεν υπάρχουν σήμερα άλλες εναλλακτικές πέρα από τα πετρελαιοειδή για την κάλυψη αναγκών φορτίου βάσης.

Μία ακόμη εφαρμογή αξιοποίησης του υδρογόνου είναι η έγχυσή του στο δίκτυο αγωγών φυσικού αερίου. Ανάλογα με τις τεχνικές προδιαγραφές κάθε εθνικού ή ακόμη και τοπικού δικτύου, το μέγιστο ποσοστό συγκέντρωσης υδρογόνου που επιτρέπει ο εκάστοτε Διαχειριστής διαφέρει σημαντικά. Όμως παραμένει ένας αποτελεσματικός και άμεσα υλοποιήσιμος τρόπος «απανθρακοποίησης» του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής αλλά και της θέρμανσης.

Το υδρογόνο αποκτά επίσης μεγάλο ενδιαφέρον όσον αφορά τον τομέα των μεταφορών. Στις οδικές μεταφορές βλέπουμε ήδη προσπάθειες για τη διείσδυσή του ως καυσίμου σε οχήματα διαφόρων κατηγοριών (Ι.Χ, λεωφορείο, φορτηγό), τόσο όσον αφορά την ανάπτυξη αντίστοιχων μοντέλων από τις αυτοκινητοβιομηχανίες όσο και πρατηρίων ανεφοδιασμού από ενεργειακούς ομίλους. Επιπλέον, το υδρογόνο προσφέρεται για τη παραγωγή εναλλακτικών καυσίμων (e-fuels) όπως η αμμωνία, η μεθανόλη, το συνθετικό αέριο (syngas), που στο μέλλον μπορούν να αποτελέσουν μία επιπλέον επιλογή για την κίνηση πλοίων. 

Διαφαίνεται, λοιπόν, πως τα ανανεώσιμα αέρια διαθέτουν τη δυναμική για να αποκτήσουν ένα σημαντικό μελλοντικό αποτύπωμα στο ενεργειακό μίγμα της χώρας μας. Γι᾽αυτό και θεωρώ πως η Ελλάδα οφείλει να αφουγκραστεί τη διεθνή συζήτηση και να εντάξει τα ανανεώσιμα αέρια όχι απλά στην εθνική δημόσια συζήτηση αλλά στο στρατηγικό οδικό της χάρτη προς το 2050.  Τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν πως η συνδρομή τους είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί η Ενεργειακή Μετάβαση, όπως αυτή έχει προσδιορισθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 

Όμως δεν μπορεί κανείς να προκαθορίσει ποιοι θα είναι οι «νικητές» μεταξύ των ανανεώσιμων αερίων που θα κυριαρχήσουν. Το σίγουρο είναι πως δεν θα είναι μόνο ένας. Τον ακριβή βαθμό διείσδυσης των διαφόρων εναλλακτικών στο εκάστοτε ενεργειακό γίγνεσθαι θα το αποφασίσει η ίδια η αγορά. 

Συνεπώς, αυτό που οφείλει κατά τη γνώμη μου να κάνει η Πολιτεία είναι το πριμοδοτεί στόχους και όχι τεχνολογίες. Δηλαδή προσωπικά τάσσομαι υπέρ των κινήτρων και των προτύπων που επιβραβεύουν ή απαιτούν την άμεση βελτίωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας, παρά υπέρ κινήτρων που επιβραβεύουν την υιοθέτηση συγκεκριμένων τεχνολογιών.

Όμως παράλληλα δεν ακυρώνω και τη σημασία της επιδότησης πιλοτικών έργων, που συνάδουν με την ευρωπαϊκή στρατηγική ωρίμανσης καινοτόμων τεχνολογιών και που συμβάλλουν μεσοπρόθεσμα στην υλοποίηση της Ενεργειακής Μετάβασης. 

Σίγουρα χρειαζόμαστε και τις δύο μορφές στήριξης στη σωστή δοσολογία.

Η Ενεργειακή Μετάβαση αφορά όλους τους τομείς της ζωής μας και η Πολιτεία οφείλει να ενεργοποιήσει λύσεις για καθέναν εξ αυτών. Είμαι πεπεισμένος πως τα ανανεώσιμα αέρια θα αποδειχθούν πολύτιμα για αρκετούς από αυτούς τους τομείς. Ελπίζω σύντομα να αρχίσουμε να συζητάμε γι᾽αυτές τις λύσεις και στην πατρίδα μας και φυσικά να τις υλοποιούμε.  

*Ο κ. Αλέξανδρος Λαγάκος είναι Γενικός Διευθυντής της Blue Grid Gas & Power

Το άρθρο περιλαμβάνεται στην έκδοση GREEK ENERGY 2020 που εκδίδει για ένατη συνεχόμενη χρονιά το energypress

 

 

 

13 Ioυλίου 2020

energypress