Το PARIS REINFORCE σημαντικό εργαλείο για την υποστήριξη της ενεργειακής μετάβασης και την ενίσχυση της κλιματικής δράσης.
Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος διείσδυσης των ΑΠΕ στη χώρα μας που υιοθετεί το αναθερωημένο ΕΣΕΚ θα χρειαστεί βελτίωση της αδειοδοτικής διαδικασίας και αναβάθμιση των δικτύων, όπως υποστήριξε μεταξύ άλλων το Εργαστήριο Συστημάτων Αποφάσεων & Διοίκησης του ΕΜΠ στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης.
Αναλυτικότερα, το εργαστήριο ανέφερε τα εξής:
Το PARIS REINFORCE (https://paris-reinforce.eu/) είναι ένα πρόγραμμα έρευνας και καινοτομίας, χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο οποίο επικεφαλής εταίρος είναι το Εργαστήριο Συστημάτων Αποφάσεων & Διοίκησης, της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ. Με τη συμβολή εμπειρογνωμόνων υποστήριξης χάραξης πολιτικής, ερευνητών, επιστημόνων και ειδικών μοντελοποίησης, το PARIS REINFORCE στοχεύει στην ανάπτυξη ενός νέο πλαισίου με τη χρήση μοντέλων ολοκληρωμένης αποτίμησης (integrated assessment models – IAMs), για την αποτελεσματική υποστήριξη του σχεδιασμού και της ανάλυσης των πολιτικών για το κλίμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και σε άλλους σημαντικούς παραγωγούς εκπομπών και επιλεγμένες αναπτυσσόμενες χώρες.
Η επίτευξη του στόχου της Συμφωνίας του Παρισιού για περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας της Γης πολύ κάτω από τους 2°C και ιδανικά έως τους 1,5°C απαιτεί την επιτάχυνση των προσπαθειών και της φιλοδοξίας των εθνικά καθορισμένων συνεισφορών (National Determined Contributions, NDCs) που έως τώρα έχουν υποβάλει τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ, αλλά και των Εθνικών Σχεδίων για την Ενέργεια και το Κλίμα (National Energy and Climate Plans, NECPs). Υπό αυτό το πρίσμα, η ομάδα έργου του PARIS REINFORCE θεωρεί θετική την αύξηση των στόχων του αναθεωρημένου Σχεδίου για την χώρα. Προκειμένου, όμως, να καταστεί δυνατή η επίτευξη αυτών των στόχων απαιτείται διασαφήνιση συγκεκριμένων κρίσιμων σημείων, και ειδικά της χρηματοδότησης για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Επιπλέον—και ακριβώς λόγω της φιλοδοξίας των στόχων που τίθενται—θα πρέπει από την αρχή της περιόδου 2020-2030 να δομηθεί και να λειτουργήσει ένα εύρωστο και αποδοτικό σχήμα Διακυβέρνησης και Παρακολούθησης του ΕΣΕΚ.
Διευκρινίζοντας ότι δεν αποτελούν την επίσημη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παρά εκφράζουν τη θέση των ερευνητών του Εργαστηρίου που απασχολούμαστε στο πλαίσιο του PARIS REINFORCE, οι παρατηρήσεις μας στις επιμέρους θεματικές ενότητες του υπό διαβούλευση Σχεδίου έχουν ως εξής:
Κλιματική αλλαγή, εκπομπές και απορροφήσεις αερίων του θερμοκηπίου
– Η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αλλά και σε μείωση ρυπαντών όπως τα οξείδια του θείου και τα οξείδια του αζώτου. Με δεδομένο το υψηλό κόστος των τιμών δικαιωμάτων εκπομπής και το συνεπαγόμενο υψηλό κόστος παραγωγής από τις λιγνιτικές μονάδες, η απολιγνιτοποίηση στην Ελλάδα δεν έχει μόνο περιβαλλοντικό όφελος αλλά και σημαντική συμβολή στη μείωση του ενεργειακού κόστους. Για αυτόν το λόγο, θα πρέπει να διερευνηθεί (και με τη μορφή σεναρίου), κατά πόσον κρίνεται σκόπιμη η λειτουργία λιγνιτικών μονάδων πέραν του χρονικού ορόσημου του 2025, το οποίο ουσιαστικά τίθεται από το ίδιο το ΕΣΕΚ.
– Σημαντική συμβολή στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έχει η απόσυρση των πετρελαϊκών μονάδων που λειτουργούν στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά (ΜΔΝ). Επιβάλλεται, λοιπόν, η αναθεώρηση του σχετικού χρονοδιαγράμματος του υπό διαβούλευση Σχεδίου, και η ολοκλήρωση της διασύνδεσης των Δωδεκανήσων και των νησιών του Βορείου Αιγαίου το 2026 αντί του 2029/2030. Έργα αυτού του μεγέθους αποτελούν πια κοινό τόπο στη διεθνή αγορά ηλεκτρισμού π.χ. η διασύνδεση Celtic Interconnection μεταξύ Ιρλανδίας-Γαλλίας (σε λειτουργία το 2026, 575 km, 700 MW) και η διασύνδεση North Sea Link μεταξύ Νορβηγίας-Μεγάλης Βρετανίας (σε λειτουργία το 2021, 720 km, 1400 MW). Για τη διασύνδεση των ελληνικών ΜΔΝ με το ηπειρωτικό Σύστημα είναι διαθέσιμα σημαντικά πρόσθετα ποσά από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας EU ETS (25 εκ. EUAs με αξία άνω των 600 εκ. Ευρώ), γεγονός που μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην επιτάχυνση του χρονοδιαγράμματος.
– Όσον αφορά στη Δίκαιη Μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών (δηλαδή των νομών Κοζάνης, Φλώρινας και της περιοχής της Μεγαλόπολης), αυτή πρέπει να υποστηριχθεί σε πόρους από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (Just Transition Fund) αλλά κυρίως από τον εθνικό προϋπολογισμό. Οι περιοχές αυτές θα πρέπει να υποστηριχθούν για την επόμενη δεκαπενταετία με τουλάχιστον 200-300 εκ. ευρώ ετησίως, ώστε να επιτευχθεί η αλλαγή του οικονομικού και αναπτυξιακού υποδείγματός τους και να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή τους. Μία τέτοια προσπάθεια θα εντασσόταν τόσο στο πλαίσιο μίας δίκαιης ενεργειακής μετάβασης σε μία βιώσιμη μεταλιγνιτική εποχή στην Ελλάδα, όσο και στη λογική επίτευξης μίας σειράς στόχων βιωσιμότητας, όπως το πλαίσιο των Στόχων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (ΣΒΑ) των Ηνωμένων Εθνών για το 2030, σε τοπική (και εθνική) κλίμακα.
– Η φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών είναι ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια της κεντρικής κυβέρνησης προκειμένου να προωθήσει τους στόχους του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού. Θα πρέπει λοιπόν, υπό την εποπτεία του αρμόδιου Υπουργού Οικονομικών, να σχεδιασθεί ένα συνεκτικό και πλήρες σύστημα φορολογικών κινήτρων με στόχο την αύξηση της χρήσης ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών με μηδενικό ή χαμηλό κλιματικό αποτύπωμα. Αυτός ο κατάλογος/σύστημα μπορεί και θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται ανάλογα με το διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο.
Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας
– Για να γίνει εφικτή η εγκατάσταση των περίπου 9 GW νέας ισχύος από έργα ΑΠΕ που προβλέπει το παρόν Σχέδιο, απαιτούνται ριζικές αλλαγές στην αδειοδότηση και χωροθέτηση αυτών των έργων, στη σύνδεση τους στα δίκτυα ηλεκτρισμού και στην απορρόφηση της ενέργειας τους από αυτά, καθώς και στον σχεδιασμό των αγορών ηλεκτρισμού (ενέργειας, επικουρικών υπηρεσιών, ευελιξίας και διαθέσιμης ισχύος). Τα 29 διαφορετικά στάδια που σήμερα απαιτούνται για την αδειοδότηση ενός έργου στην Ελλάδα θα πρέπει να μειωθούν μέσω μιας ριζικής αναθεώρησης ή/και κατάργησης των αδειών που απαιτούνται και των υπηρεσιών που θα πρέπει να εμπλέκονται. Η όλη διαδικασία θα πρέπει να συντονίζεται από μια Υπηρεσία Μιας Στάσης (ΥΜΣ) έτσι ώστε να μπορεί να επιτευχθεί και το χρονικό όριο των δύο ετών—και, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τριών ετών—που προβλέπει η νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία 2018/2001 για τις ΑΠΕ.
– Όμως, όσο και να απλοποιηθεί η αδειοδοτική διαδικασία, ο στόχος για νέες ΑΠΕ θα παραμείνει ανέφικτος, εάν δεν αλλάξει ο τρόπος σχεδιασμού των δικτύων ηλεκτρισμού. Αυτή τη στιγμή, δεν είναι καν γνωστό πόση περισσότερη ισχύ από έργα ΑΠΕ μπορούν να ενσωματώσουν το Σύστημα Μεταφοράς και το Δίκτυο Διανομής. Είναι, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη να εκπονείται σε τακτά χρονικά διαστήματα κοινή μελέτη των Διαχειριστών Ηλεκτρισμού, στην οποία θα αποτυπώνεται η υφιστάμενη κατάσταση σχετικά με την ικανότητα των δικτύων να ενσωματώσουν νέα έργα ΑΠΕ καθώς και τα απαραίτητα νέα έργα για την ενίσχυση και ψηφιοποίηση των δικτύων με ορίζοντα το 2030 και τους στόχους που θέτει το ΕΣΕΚ.
– Η πολύ μεγάλη διείσδυση των μεταβαλλόμενων ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά, αιολικά) μέχρι το 2030, αλλά ιδιαίτερα την επόμενη περίοδο, δημιουργεί μεγάλες ανάγκες για αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτή μπορεί να γίνει με αντλησιοταμιευτικά, με μπαταρίες (συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρικών αυτοκινήτων) και με αποθήκευση Power-to-X. Το ΕΣΕΚ προβλέπει νέα αποθηκευτική ισχύ 700 MW μέχρι το 2030. Αυτό το νούμερο μπορεί να θεωρηθεί συντηρητικό και θα πρέπει σίγουρα να γίνει επανεξέτασή του στην πορεία προς το 2023 (πρώτη ανασκόπηση/αναθεώρηση).
Πολύ σημαντικό είναι, όμως, να ξεκινήσει εντός της περιόδου 2020-2030 ο σχεδιασμός και η υλοποίηση μεθόδων αποθήκευσης Power-to-X. Εδώ, το πράσινο υδρογόνο μπορεί να παίξει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο και να δώσει την απαραίτητη διέξοδο για μακροχρόνια αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων ενέργειας που θα παράγεται από τα έργα ΑΠΕ κατά τις ώρες και περιόδους μέγιστης παραγωγής. Η τεχνολογία του πράσινου υδρογόνου (δηλαδή παραγωγή υδρογόνου μέσω ηλεκτρόλυσης νερού με τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ) αποτελεί κεντρικό θέμα της δημόσιας συζήτησης σε χώρες με μακρά βιομηχανική παράδοση, όπως η Γερμανία. Όπως αναγνωρίζεται και από τους πλέον αρμόδιους γερμανικούς συνδέσμους VDI και VDE (VDE-VDI Studie, Mai 2019), η προμήθεια του υδρογόνου από χώρες με χαμηλό κόστος ρεύματος από ΑΠΕ μειώνει σημαντικά το κόστος για το πράσινο υδρογόνο. Η Ελλάδα, λόγω του ηλιακού αλλά και του αιολικού δυναμικού της, μπορεί να φιλοξενήσει νέα έργα ΑΠΕ με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος παραγωγής, τα οποία και με χρήση εργαλείων αγοράς, π.χ. μακροχρόνια power purchase agreements (PPAs), θα προμηθεύουν βιομηχανικές εγκαταστάσεις (στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες της ΕΕ) για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου. Κάποιες από αυτές τις εγκαταστάσεις θα μπορούσαν μάλιστα να χωροθετηθούν στην Ελλάδα στο πλαίσιο διευρωπαϊκών προγραμμάτων συνεργασίας. Σε αυτήν την περίπτωση, το παραγόμενο πράσινο υδρογόνο θα μπορεί να μεταφερθεί προς την Κεντρική Ευρώπη χρησιμοποιώντας το υφιστάμενο δίκτυο αγωγών φυσικού αερίου (σε ποσοστό 5%-10% της μεταφορικής ικανότητας). Τέλος, προσοχή θα πρέπει να δοθεί από το ΕΣΕΚ και στον τομέα της έρευνας για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου στην Ελλάδα.
Στην ηλεκτροκίνηση, οι στόχοι που θέτει το υπό διαβούλευση κείμενο είναι υψηλοί, ιδιαίτερα για την περίοδο 2027-2030. Ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη τους ότι δεν υπάρχει σχετική εγχώρια βιομηχανία στην χώρα. Τα φορολογικά ή άλλα κίνητρα για τη διείσδυση των ηλεκτρικών οχημάτων μπορούν να δώσουν μια ώθηση στη διείσδυσή τους στην αγορά. Όμως, χωρίς εγχώρια βιομηχανία, έστω για επιμέρους τομείς της αλυσίδας της ηλεκτροκίνησης, και περαιτέρω δραστική μείωση της εργοστασιακής τιμής των μπαταριών αυτοκινήτου ή/και των κυψελών καυσίμου, η αγορά και χρήση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων θα παραμείνει περιορισμένη. Για αυτό, θα πρέπει ειδικά η ενότητα της ηλεκτροκίνησης να εξετασθεί εκ νέου το 2023 υπό το πρίσμα και των νέων δεδομένων κόστους, σε συνδυασμό με την σχετιζόμενη βιομηχανική δραστηριότητα που θα υπάρχουν έως τότε.
Βελτίωση ενεργειακής απόδοσης
– Είναι σημαντικό το ΕΣΕΚ να περιγράφει και τους υπόλοιπους στόχους—καθώς και τον τρόπο επίτευξης αυτών—για την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, όπως αυτοί περιλαμβάνονται στα Άρθρα 3, 5 και 7 της Οδηγίας 2012/27.
– Το ΕΣΕΚ προβλέπει ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας περίπου 16,5 MTOE το 2030, δηλαδή στα ίδια επίπεδα με το 2017. Ταυτόχρονα προβλέπει σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ άνω του 30%. Είναι προφανές ότι για να επιτευχθεί αυτή η ριζική απόζευξη οικονομικής ανάπτυξης και ενεργειακής κατανάλωσης θα πρέπει να υλοποιηθούν εκτεταμένα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας σε όλους τους τομείς της οικονομίας και ιδιαίτερα στα κτίρια. Ο τρόπος χρηματοδότησης αυτών των παρεμβάσεων περιγράφεται μεν στο ΕΣΕΚ αλλά με ανεπαρκή τρόπο. Αυτό θα πρέπει όμως οπωσδήποτε να γίνει, για παράδειγμα, στο πλαίσιο των πράσινων χρηματοδοτήσεων, αλλιώς η ασάφεια και η αβεβαιότητα θα θέσουν σε κίνδυνο την επίτευξη του γενικού στόχου για εξοικονόμηση ενέργειας κατά 38% το 2030.
– Επίσης, πρέπει να υπάρξει λεπτομερής αναφορά στον σχεδιασμό και την εφαρμογή μέτρων προώθησης συμπεριφορικών αλλαγών, μόνο με τις οποίες θα καταστούν εφικτοί οι τολμηροί στόχοι που αφορούν στην εξοικονόμηση ενέργειας, όπως π.χ. σχετικά με το πολύ υψηλό ποσοστό των ηλεκτρικών αυτοκινήτων έως το 2030.
Ενεργειακή ασφάλεια
– Η ενεργειακή μετάβαση μπορεί να λειτουργήσει ως πλατφόρμα για τη δημιουργία μιας περιφερειακής και περιεκτικής ενεργειακής συνεργασίας στη ΝΑ Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Μπορεί αυτό σήμερα να σημαίνει κυρίως την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά μέσο- και μακροπρόθεσμα οι φθηνές ΑΠΕ και το φθηνό πράσινο υδρογόνο που μπορούν να παραχθούν στην περιοχή πιστεύεται ότι δύνανται να αποτελέσουν τις εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας που αναζητά η ΕΕ.
– Η μεγάλη διείσδυση των κυμαινόμενων ΑΠΕ κατά τις επόμενες δεκαετίες καθιστά αναγκαία τη διασφάλιση επαρκούς ισχύος για την κάλυψη των αιχμών ζήτησης αλλά και για την εύρυθμη λειτουργία του ηλεκτρικού Συστήματος σε καθημερινή βάση. Αυτό σημαίνει ότι ο Διαχειριστής Συστήματος θα πρέπει να έχει διαθέσιμα όλα τα εργαλεία αγοράς (αγορά εξισορρόπησης, μακροχρόνια αγορά ισχύος & ευελιξίας) για να διασφαλίσει ότι η πορεία της ενεργειακής μετάβασης θα γίνει χωρίς συμβιβασμούς, όσον αφορά το επίπεδο αξιόπιστης λειτουργίας του Ηλεκτρικού Συστήματος. Σε αυτόν τον στόχο θα πρέπει να μπορούν να συνεισφέρουν όλες οι διαθέσιμες πηγές ισχύος δηλ. συμβατικές κατανεμόμενες μονάδες, απόκριση ζήτησης, διασυνοριακή συμμετοχή και ΑΠΕ, κάθε μια με τον βαθμό διαθεσιμότητας που θα υπολογίζεται. Σημαντικό είναι επίσης να λειτουργήσει η περιφερειακή συνεργασία στο θέμα της επάρκειας ισχύος/ασφάλειας εφοδιασμού στον ηλεκτρισμό. Σε αυτή την κατεύθυνση θα λειτουργήσει επικουρικά και η λειτουργία του νέου κέντρου Regional Security Coordinator (RSC) στη Θεσσαλονίκη.
Εσωτερική αγορά ενέργειας
– Η Ελλάδα έχει ήδη καθυστερήσει την έναρξη λειτουργίας των νέων αγορών ηλεκτρισμού. Για αυτό και δεν έχει καταστεί ακόμα εφικτή η σύζευξη της ελληνικής αγοράς με τις γειτονικές αγορές κρατών-μελών της ΕΕ με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε δυνατότητα διασυνοριακού εμπορίου και τιμών χονδρεμπορικής. Η λειτουργία των νέων αγορών ηλεκτρισμού από τον Ιούνιο 2020 θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην υιοθέτηση εύρωστων και αποδοτικών διαδικασιών παρακολούθησης της αγοράς (market monitoring) από τους αρμόδιους φορείς, δηλαδή τη ΡΑΕ, τον ΑΔΜΗΕ και το ΕΧΕ. Η παρακολούθηση της αγοράς θα πρέπει να διασφαλίζει την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού REMIT και γενικότερα των αρχών ανταγωνισμού, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο Ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο.
– Ο ιδιοκτησιακός διαχωρισμός των δικτύων ενέργειας από τις εταιρείες που ασκούν τις δραστηριότητες της παραγωγής και εμπορίας μπορεί να συμβάλει στη σημαντική βελτίωση του επιπέδου ανταγωνισμού στις ενεργειακές αγορές. Ταυτόχρονα μπορεί να προσφέρει τα απαραίτητα κεφάλαια για την ανάπτυξη και την ψηφιοποίηση των δικτύων ενέργειας.
Αγροτικός Τομέας
– Το παρόν σχέδιο αναφέρεται σε μεγάλη έκταση στην ανάπτυξη της χρήσης της υπολειμματικής βιομάζας, ενώ αντίθετα είναι πολύ πιο συντηρητικό όσον αφορά τη χρήση της γεωθερμίας στις αγροτικές δραστηριότητες. Το γεωθερμικό δυναμικό της χώρας επιβάλλει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση και στη γεωθερμία ως μέσο μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αλλά και των ενεργειακών εισροών στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων.
– Ο στόχος για εξοικονόμηση ενέργειας και νερού στα αντλιοστάσια έχει ως βασική προϋπόθεση τη ριζική αναδιάρθρωση της δομής και του παραδοσιακού τρόπου λειτουργίας των Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ). Χωρίς αυτή τη μεταρρύθμιση κάθε άλλη προσπάθεια, στο πλαίσιο των μακροχρόνιων πολιτικών για την ενέργεια και το κλίμα, θα παραμείνει ημιτελής.
Ανάλυση Ευρωστίας
– Όσον αφορά στην αντικατάσταση των πετρελαϊκών προϊόντων, σημαντική διαφοροποίηση παρατηρείται μεταξύ των αποτελεσμάτων μοντελοποίησης του ελληνικού ενεργειακού συστήματος με τα δύο εργαλεία που αξιοποιήθηκαν για την υποστήριξη της διαμόρφωσης του ΕΣΕΚ. Αντίστοιχη διαφοροποίηση παρατηρείται και στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρισμού, καθώς και στην κατανομή των καυσίμων στο ενεργειακό μίγμα το 2030.
– Με βάση τα παραπάνω αλλά και τους περιορισμούς των πλαισίων μοντελοποίησης που αξιοποιήθηκαν, εύλογα καλλιεργείται η ανάγκη για την εκπόνηση εύρωστης ολοκληρωμένης αποτίμησης του ελληνικού ενεργειακού συστήματος. Προς αυτήν την κατεύθυνση, συνίσταται η αξιοποίηση συνδυαστικών και συντονισμένων επιστημονικών διεργασιών μοντελοποίησης από πλήθος εργαλείων διαφορετικής μαθηματικής δομής που συναποτελούν ένα ολοκληρωμένο σύνολο πλήρους κάλυψης τεχνολογιών, εκπομπών, μέτρων πολιτικής και οικονομικών τομέων εστίασης (και όχι αποκλειστικά ενεργειακών μοντέλων).
PARIS REINFORCE
Η υλοποίηση της ποσοτικής αποτίμησης στο πλαίσιο του PARIS REINFORCE θα ξεκινήσει με τη διαμόρφωση επίκαιρων σεναρίων παγκόσμιας και πανευρωπαϊκής κλίμακας, τα οποία αφορούν μεταξύ άλλων στην αποτίμηση κινδύνων και ευκαιριών που σχετίζονται με πιθανή αποτυχία τεχνολογιών αρνητικών εκπομπών άνθρακα, διαφορετικά επίπεδα συμπεριφορικών αλλαγών, ταχεία απανθρακοποίηση στο πλαίσιο μίας Πράσινης Νέας αλλά και Κοινωνικά Δίκαιης Συμφωνίας, καθώς και διαφορετικές ρυθμίσεις συνοριακής προσαρμογής άνθρακα. Έτσι, μέσω πολλαπλών και διαφορετικού τύπου μοντέλων ολοκληρωμένης αποτίμησης (E3ME, GCAM, TIAM, MUSE, ICES, GEMINI-E3, και 42), θα μελετηθούν διαφορετικά μονοπάτια μετάβασης για την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά, ώστε να αξιολογηθούν οι δυνατότητες, ευκαιρίες και κίνδυνοι που υφίστανται για την Ελλάδα στο πλαίσιο διεθνών, κοινοτικών και διακρατικών μέτρων πολιτικής και μηχανισμών.
Βάσει αυτών των αποτιμήσεων, θα αξιοποιηθούν μία σειρά από εργαλεία μοντελοποίησης με λεπτομερή κάλυψη σε εθνικό επίπεδο για την χώρα (JRC-EU-TIMES, NEMESIS, LEAP) καθώς και με τομεακή εστίαση στις εγχώριες μεταφορές, τον οικιακό τομέα και την ελληνική βιομηχανία (FORECAST και ALADIN), με σκοπό τη μελέτη διαφορετικών σεναρίων απολιγνιτοποίησης αλλά και ευρύτερων χαμηλών μονοπατιών άνθρακα για την Ελλάδα. Η μελέτη αυτή θα ενισχυθεί από μία λεπτομερή κοινωνικοτεχνική ανάλυση της ενεργειακής μετάβασης σε μία δίκαιη μεταλιγνιτική Ελλάδα, αποσκοπώντας τόσο στην ενημερωμένη διαμόρφωση σεναρίων μοντελοποίησης όσο και στη διαμόρφωση αφηγημάτων προσαρμοστικής κλιματικής πολιτικής στην περίπτωση πραγματοποίησης απρόβλεπτων κοινωνικοοικονομικών μεταβολών.
Αυτές οι επιστημονικές διεργασίες θα πραγματοποιηθούν παράλληλα με μία σειρά ημερίδων, στα οποία θα προσκληθούν να συμμετέχουν εκπρόσωποι από ολόκληρη την κοινωνία (επιστήμονες, φορείς χάραξης εθνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής, ΜΚΟ, βιομηχανία, κοινωνία των πολιτών, κλπ.). Μία τέτοια προσέγγιση θα συνεισφέρει στην καλλιέργεια ενός αισθήματος συν-ιδιοκτησίας της κλιματικής δράσης στην κοινωνία, διασφαλίζοντας υψηλά επίπεδα συναίνεσης και ενισχύοντας τις απαιτούμενες συμπεριφορικές αλλαγές.
Η προσπάθεια επιστημονικής υποστήριξης της εθνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής, στο πλαίσιο του PARIS REINFORCE, θα ολοκληρωθεί εντός της επόμενης τριετίας, με προοπτική την υποστήριξη της αναθεώρησης του ΕΣΕΚ και των ευρωπαϊκών εθνικά καθορισμένων συνεισφορών (2023). Στόχος μας είναι η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων στη διαδικασία παρακολούθησης, ανασκόπησης και αναθεώρησης των Σχεδίων της χώρας για το 2030 και εναρμόνισής τους με μία φιλόδοξη μακροπρόθεσμη στρατηγική για το 2050.
18 Δεκεμβρίου 2019
energypress