Μεταρρυθμίσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας το 2025
Μετά την υιοθέτηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), με συναίνεση που επιβεβαιώνει τη φιλόδοξη στόχευση για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), θα πρέπει το 2025 να γίνουν σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις ώστε να αντιμετωπισθούν αδυναμίες που υπονομεύουν την πορεία προς τους στόχους του 2030.
Είναι ευνοϊκή η συγκυρία αφού οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να γίνουν ευχερώς στο πλαίσιο της εφαρμογής στην Ελλάδα της πρόσφατης Ευρωπαϊκής Οδηγίας του 2023. Η Οδηγία αυτή σχεδιάστηκε κατά την διάρκεια της μεγάλης κρίσης των τιμών φυσικού αερίου του 2022 που παρέσυρε και τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας προς τα πάνω. Η κρίση αυτή πυροδότησε μεγάλη αμφισβήτηση των βασικών επιλογών για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή τις χονδρεμπορικές αγορές και το διασυνοριακό εμπόριο που βασίζονται στην αρχή της διαμόρφωσης των χονδρεμπορικών τιμών από το οριακό κόστος των οικονομικών προσφορών ταυτόχρονα σε σύνολο διασυνδεδεμένων αγορών. Ταυτόχρονα, πολέμιοι της πολιτικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής βρήκαν ευκαιρία να κατηγορήσουν τις ΑΠΕ για τις υψηλές τιμές όχι γιατί κοστίζουν πολύ αλλά γιατί θα είναι δαπανηρή η συμπλήρωση και εξισορρόπησή τους.
Ήταν μία θετική έκπληξη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάφερε να έχει γρήγορη και αποτελεσματική απάντηση στην κρίση φυσικού αερίου, με τη ραγδαία μείωση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο και την αντικατάστασή του από υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) το οποίο εξασφάλισε ομαλότητα τιμών ήδη από το 2023. Όμως επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέλεξε να λάβει και θεσμικά μέτρα για την αγορά και τις επενδύσεις διαπιστώνοντας αδυναμίες που αναδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης των τιμών. Αυτές αποτυπώθηκαν στη νέα Οδηγία για την Ηλεκτρικής Ενέργειας, η οποία αποτελεί ένα πρόσφορο πλαίσιο ώστε τα κράτη-μέλη να εξειδικεύσουν κατάλληλα τις μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό τους δίκαιο.
Οι αδυναμίες που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Οδηγία είναι παρούσες και στην Ελλάδα. Εν συντομία, οι μεταρρυθμίσεις έχουν τρεις κύριες επιδιώξεις:
Α) Άμεση πρόσβαση των τελικών καταναλωτών στο χαμηλό κόστος των ΑΠΕ, σταθερότητα των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στη λιανική αγορά και απεξάρτηση από τις διακυμάνσεις των τιμών του φυσικού αερίου.
Β) Διασφάλιση υψηλού ρυθμού επενδύσεων σε ΑΠΕ και αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας με διευκόλυνση επαρκούς και χαμηλού κόστους χρηματοδότησης.
Γ) Εξασφάλιση ισχύος εφεδρείας και ευελιξίας στο σύστημα για αποτελεσματική και οικονομική εξισορρόπηση και συμπλήρωση των ΑΠΕ.
Όπως προβλέπει το ΕΣΕΚ, το σύστημα της ηλεκτρικής ενέργειας θα αλλάξει ριζικά σε λίγα μόνο χρόνια και το 2030 η παραγωγή θα βασίζεται κατά τουλάχιστον 80% από ΑΠΕ, οι οποίες θα συμπληρώνονται από μεγάλης έκτασης αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ οι θερμικές μονάδες με φυσικό αέριο θα λειτουργούν ελάχιστα και κυρίως για λόγους αξιόπιστης λειτουργίας του συστήματος.
Το κόστος παραγωγής από ΑΠΕ είναι αποκλειστικά συνδεδεμένο με το κόστος επένδυσης, είναι σταθερό και χρειάζεται για την αποπληρωμή σε ετήσια βάση των κεφαλαίων. ΤΟ μέσο ετήσιο κόστος νέων ΑΠΕ ανά μονάδα παραγωγής είναι όλο και μικρότερο λόγω της συνεχούς βελτίωσης των τεχνολογιών ΑΠΕ. Το κόστος αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας είναι επίσης συνδεδεμένο με κόστος επένδυσης το οποίο και αυτό μειώνεται συνεχώς. Αθροιζόμενα τα κόστη ΑΠΕ και αποθήκευσης ανά μονάδα ηλεκτρικής ενέργειας είναι σήμερα μακράν φτηνότερα από την παραγωγή από φυσικό αέριο και κάθε άλλη τεχνολογία ηλεκτροπαραγωγής.
Σε πολύ λίγα χρόνια, το ποσοστό του φυσικού αερίου στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής θα είναι πολύ μικρό, και η παραγωγή αυτή θα είναι η μόνη που θα έχει μη μηδενικό οριακό κόστος (δηλαδή κόστος λειτουργίας – καυσίμου που αυξάνεται όταν χρειάζεται να παραχθεί μία επιπλέον μονάδα ενέργειας). Εκ των πραγμάτων μόνη αυτή θα καθορίζει την οριακή τιμή ισορροπίας της χονδρεμπορικής αγοράς κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Δηλαδή, παρά την ελάχιστη συμμετοχή του στο ενεργειακό ισοζύγιο, επειδή συχνά κάθε μέρα θα χρειάζεται λίγο για την ισορροπία του συστήματος, το φυσικό αέριο θα καθορίζει τις τιμές της χονδρικής αγοράς τις περισσότερες ώρες σε ημερήσια βάση.
Ένα απλό παράδειγμα: έστω ότι το κόστος για την αποπληρωμή της επένδυσης ΑΠΕ μαζί και με αποθήκευση είναι 80 Ευρώ την MWh ηλεκτρικής ενέργειας και το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο είναι 120 Ευρώ την MWh. Έστω επίσης ότι κατά μέσο όρο οι ΑΠΕ παράγουν το 80% της ηλεκτρικής ενέργειας και το φυσικό αέριο το υπόλοιπο 20%. Αν στη χονδρική αγορά η τιμή προκύπτει από την τιμή του φυσικού αερίου κατά το 50% των ωρών, τότε η μέση τιμή της χονδρικής αγοράς είναι 50% x 120 Ευρώ/MWh + 50% x 80 Ευρώ/MWh = 100 Ευρώ/MWh. Όμως το πραγματικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τον καταναλωτή είναι 20% x 120 Ευρώ/MWh + 80% x 80 Ευρώ/MWh = 88 Ευρώ/MWh. Με άλλα λόγια, η τιμή της χονδρεμπορικής θα είναι 100 Ευρώ/MWh και η τιμή της λιανικής πρέπει να είναι 88 Ευρώ/MWh. Τυχόν αυτόματη μετακύλιση των τιμών χονδρικής στη λιανική ισοδυναμεί με 13,6% υπερκέρδος.
Τα κόστη 80 Ευρώ/MWh για ΑΠΕ και αποθήκευση περιλάμβαναν ανάκτηση κάθε είδους κόστους και εύλογο κέρδος του παραγωγού. Ως γνωστόν, η βέλτιστη χρηματοδότηση υποδομών, όπως οι ΑΠΕ και η αποθήκευση, που έχουν μόνο κόστος κεφαλαίου και όχι μεταβλητό κόστος είναι η εξασφάλιση σταθερής και βέβαιης αμοιβής ίσης με το τοκοχρεωλυτικό ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του κεφαλαίου επένδυσης. Όσο πιο βέβαιη είναι η αμοιβή αυτή τόσο ποιο φτηνό θα είναι το κόστος των τόκων και πιο μικρή θα είναι η ετήσια τοκοχρεωλυτική αμοιβή. Δηλαδή, η σταθερότητα και βεβαιότητα αμοιβής των ΑΠΕ και αποθήκευσης δρα συγχρόνως υπέρ του καταναλωτή (αγοραστή της ενέργειας) και του παραγωγού ΑΠΕ, μειώνοντας το κόστος για τον πρώτο και εξασφαλίζοντας βέβαιο κέρδος για τον δεύτερο. Δεν αποτελεί βέλτιστη χρηματοδότηση ΑΠΕ ή άντληση εσόδων από χονδρική-χρηματιστηριακή αγορά ενέργειας, γιατί οι τιμές σε αυτήν είναι κυμαινόμενες και αβέβαιες οπότε το τοκοχρεωλυτικό κόστος της χρηματοδότησης αυξάνεται.
Κατά συνέπεια, ο στόχος της άμεσης πρόσβασης στο χαμηλό κόστος των ΑΠΕ και η σταθερότητα λιανικών τιμών χωρίς υπερβολική εξάρτηση από τις κυμαινόμενες τιμές φυσικού αερίου μπορεί να επιτευχθεί μόνο εκτός χρηματιστηριακών αγορών ενέργειας και μέσω μακροχρόνιων διμερών συμβάσεων που συνάπτουν προμηθευτές και καταναλωτές με ΑΠΕ και αποθήκευση απευθείας ή μέσω του κράτους. Οι διμερείς συμβάσεις μέσω του κράτους έχουν το προνόμιο να εξασφαλίζουν μεγαλύτερη βεβαιότητα και πιο μακρόχρονη διάρκεια εσόδων για την επένδυση και επομένως μικρότερο κόστος εξυπηρέτησης κεφαλαίου προς όφελος του καταναλωτή και του παραγωγού.
Για το λόγο αυτό η νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία προωθεί ως υποχρεωτικές τις συμβάσεις οικονομικών διαφορών (CfD). Είναι επομένως σκόπιμο να μετατραπούν όλες οι συμβάσεις με ΑΠΕ και αποθήκευση σε συμβάσεις CfD, να συναφθούν νέες για τις επιπλέον επενδύσεις και να προσφερθούν απευθείας, εκτός χονδρικής αγοράς, προς τους προμηθευτές και καταναλωτές. Με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί άμεσα σταθερότητα τιμών σε εύλογο – κοστοστρεφές επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό θα γίνεται η διαχείριση του συνόλου των ΑΠΕ ως συμβάσεις οικονομικών διαφορών με φυσική παράδοση. Η ρύθμιση των κανονιστικών διατάξεων περί της πρόσβασης των προμηθευτών και καταναλωτών στην ενέργεια των ΑΠΕ θα επιτρέψει την άσκηση διαφόρων πολιτικών για την προώθηση επιμέρους στόχων, όπως ο μετριασμός κόστους της ενεργοβόρου βιομηχανίας, η προστασία μικρών και αποκεντρωμένων καταναλώσεων κλπ. Σε κάθε περίπτωση, οι προμηθευτές θα έχουν έτσι τη δυνατότητα να συγκροτούν χαρτοφυλάκιο ενέργειας που αποτελείται από ΑΠΕ με απευθείας κοστολόγηση και άντληση ενέργειας, αποθήκευση και τμήμα ενέργειας από την χονδρική με κυμαινόμενο κόστος. Έτσι θα μετακυλίουν στις τιμές καταναλωτή το σταθμισμένο μέσο κόστος των τριών συνιστωσών του χαρτοφυλακίου τους και όχι μόνο το κόστος της χονδρικής αγοράς όπως κάνουν σήμερα. Επιπλέον, λόγω της μακροχρόνιου και σταθερού κόστους δομής του μεγαλύτερου μέρους του χαρτοφυλακίου, οι προμηθευτές μπορούν να χτίσουν συμβάσεις μελλοντικής εκπλήρωσης (hedging futures) για την προστασία από τυχόν μεγάλες διακυμάνσεις του τμήματος με κυμαινόμενο κόστος. Αυτό δρα προς όφελος του καταναλωτή αλλά και του μεριδίου αγοράς του προμηθευτή και βρίσκεται στις επιδιώξεις της νέας Οδηγίας (περί hedging contracts for consumers).
Είναι λάθος και παραπλανητική η κριτική ότι δήθεν τα υποχρεωτικά CfD εκτός χονδρικής αγοράς θα αποτελέσουν αντικίνητρο για τις επενδύσεις σε ΑΠΕ και αποθήκευση. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει, γιατί οι επενδύσεις που θα εξαρτώντο από κυμαινόμενα και αβέβαια χρηματιστηριακά έσοδα θα οδηγούσαν σε αυξημένο τοκοχρεωλυτικό κόστος και δεν θα εξασφάλιζαν τραπεζική χρηματοδότηση. Δηλαδή πώς είναι δυνατόν μία επένδυση καθαρής εντάσεως κεφαλαίου να εξαρτά τη χρηματοδότησή της από τα οριακά κόστη μίας άλλης τεχνολογίας με κόστος καυσίμου και να μην προτιμά την βέβαιη και σταθερή αποπληρωμή του κόστους επένδυσης; Μάλιστα οι κινδυνολογία αυτή συχνά συνοδεύεται από προτάσεις για εφαρμογή διοικητικά καθορισμένου άνω ορίου τιμών στο χρηματιστήριο ενέργειας ή προληπτικού «κόφτη» τιμών στις οικονομικές προσφορές. Τέτοια μέτρα δεν επιτρέπονται στο Ενωσιακό δίκαιο και προφανώς χειραγωγούν τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Μα δεν υπάρχει ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός μόνο στα χρηματιστήρια, υπάρχει και στην αγορά για τη σύναψη διμερών συμβολαίων. Ολόκληρη η οικονομία στηρίζεται κυρίως σε διμερείς συμβάσεις για την πλειοψηφία των συναλλαγών και λιγότερο σε χρηματιστηριακά οργανωμένες χονδρεμπορικές αγορές. Γιατί λοιπόν να μην εμπιστευόμαστε τον ανταγωνισμό στο πλαίσιο των διμερών συμβάσεων και μάλιστα σε μία αγορά με κόστος εντάσεως κεφαλαίου, όπως εξελίσσεται η ηλεκτρική αγορά με την απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα;
Πράγματι, η διασφάλιση σταθερού και υψηλού ρυθμού επενδύσεων σε ΑΠΕ και αποθήκευση απαιτεί παρέμβαση του Κράτους σε μία αγορά που έχει τόσο φιλόδοξους στόχους για τα επόμενα χρόνια. Αυτό γιατί αν τα έσοδα εξαρτώντο μόνο από την ελεύθερη χονδρική αγορά κάθε νέα επένδυση σε ΑΠΕ ή αποθήκευση θα μείωνε τα έσοδα και για την ίδια αλλά και για τις προηγούμενες επενδύσεις, δηλαδή θα «κανιβάλιζε» τις ομοειδείς επενδύσεις, όπως λένε στην πιάτσα. Ήδη σήμερα η αύξηση των ΑΠΕ συνοδεύεται από αύξηση των περικοπών της ενέργειας από ΑΠΕ λόγω περιορισμών στη ζήτηση και στο σύστημα αφού οι ΑΠΕ έχουν στοχαστική μη ελεγχόμενη παραγωγή. Οι περικοπές μειώνουν τα έσοδα από την χονδρική και αυξάνονται με τις επιπλέον επενδύσεις ΑΠΕ. Πρόκειται για φαύλο κύκλο που αποθαρρύνει νέες επενδύσεις. Ομοίως, κάθε νέα αποθήκευση μειώνει τα έσοδα για την ίδια και τις προηγούμενες επενδύσεις αποθήκευσης. Αυτό γιατί η αποθήκευση μειώνει την διαφορά των τιμών της χονδρικής αγοράς μεταξύ των στιγμών που η αποθήκευση αντλεί ενέργεια και των τιμών που η αποθήκευση παράγει ενέργεια. Άρα αν η αποθήκευση εξαρτά την αποπληρωμή της επένδυσης από τα έσοδα από τη χονδρική αγορά, κάθε νέα επένδυση αποθήκευση αποθαρρύνει τις νέες επενδύσεις.
Αυτά τα εγγενή χαρακτηριστικά των οικονομικών των ΑΠΕ και της αποθήκευσης καθιστούν τη χονδρική αγορά πολλαπλώς επισφαλή για να στηρίζουν σε αυτή οι επενδυτές την αποπληρωμή των επενδύσεών τους. Μόνη βιώσιμη λύση και πάλι είναι τα διμερή συμβόλαια με τιμές και διαχείριση εκτός χρηματιστηριακής αγοράς ενέργειας.
Επιπλέον θα διευκόλυνε τη χρηματοδότηση η εφαρμογή μηχανισμού με βάση τον οποίο η πληρωμή των ΑΠΕ και αποθήκευσης στο πλαίσιο της διμερούς σύμβασης θα γίνεται κατ’ αναλογία της δυνητικής τους παραγωγής (capability payment) και όχι της πραγματικής τους παραγωγής (injection payment). Ήδη σημαντικοί Ευρωπαϊκοί φορείς διαχείρισης ενέργειας και μελετητές προτείνουν συμβόλαια που θα βασίζονται στη δυνητική παραγωγή. Αυτός ο τρόπος χρειάζεται περαιτέρω εξειδίκευση και νομική κατοχύρωση αλλά είναι ο μόνος που μπορεί να διασφαλίσει απρόσκοπτα τη συνέχιση υψηλών ρυθμών επενδύσεων σε ΑΠΕ και αποθήκευση ώστε έτσι να αντιμετωπιστεί η επίπτωση του «κανιβαλισμού» στην αποθάρρυνση των επενδυτών.
Όσο περισσότερο κυριαρχούν στο σύστημα οι ΑΠΕ και η αποθήκευση, τόσο αυξάνεται η ανάγκη ύπαρξης σχετικά ανενεργών παραγωγικών πόρων που θα χρειαστούν σπάνια ή πολύ λίγο ώστε να διατηρείται η αξιοπιστία της παροχής ηλεκτρικής ισχύος. Οι παραγωγικοί αυτοί πόροι πρέπει να είναι ευέλικτοι σχετικά με την διακύμανση της ισχύος τους, γρήγορης απόκρισης σε εντολή εκκίνησης και σβέσης και χαμηλού κόστους. Η διατήρηση τέτοιων ευέλικτων παραγωγικών πόρων σε ετοιμότητα επιφέρει στην ουσία κόστος εξυπηρέτησης σταθερών δαπανών κεφαλαίου επένδυσης και συντήρησης. Όπως σε κάθε παρόμοια περίπτωση, ο καλύτερος τρόπος διασφάλισης τέτοιας υποδομής είναι μέσω μακροχρόνιων διμερών συμβάσεων που αποπληρώνουν με βεβαιότητα το σταθερό κόστος συντήρησης και διαθεσιμότητας (κεφαλαίου), παρά μέσω εσόδων από χρηματιστηριακές αγορές. Μέσω διμερών συμβολαίων, εν προκειμένω με τον διαχειριστή του συστήματος ο οποίος απολαμβάνει ρυθμιστική σταθερότητα εσόδων, διασφαλίζεται αξιόπιστη και φτηνή χρηματοδότηση, ενώ όταν η πληρωμή γίνεται μέσω χρηματιστηριακών αγορών το κόστος εξυπηρέτησης κεφαλαίου αυξάνεται λόγω αβεβαιότητας άρα και το κόστος της υπηρεσίας γίνεται υψηλό.
Για τους λόγους αυτούς, η νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία επιτρέπει τη συγκρότηση μηχανισμών αμοιβής της διαθεσιμότητας ισχύος παραγωγικών πόρων που προσφέρουν ευελιξία στο σύστημα, όπως η αποθήκευση, τα υδροηλεκτρικά, η απόκριση ζήτησης και υπό όρους οι μονάδες αερίου. Οι μηχανισμοί αμοιβής διαθεσιμότητας ισχύος εφαρμόζουν διμερείς συμβάσεις οι οποίες προκύπτουν από ετήσιους διαγωνισμούς και δεν εξαρτώνται από τη χονδρική αγορά. Σε αντάλλαγμα της μικρής επιβάρυνσης (κόστος αξιοπιστίας) που επιφέρουν στις τιμές των καταναλωτών, οι μηχανισμοί διαθεσιμότητας ισχύος περιλαμβάνουν στις διμερείς συμβάσεις υποχρέωση οι παραγωγοί να επιστρέφουν στους διαχειριστές, και άρα στους καταναλωτές, τυχόν έσοδα πάνω από ένα άνω όριο τιμής. Αυτοί οι όροι clawback λέγονται contracts with reliability options και αφορούν μόνο τους πόρους που συμβάλλονται για παροχή υπηρεσιών εφεδρείας και ευελιξίας με το σύστημα. Τα clawback προσφέρουν επιπλέον προστασία έναντι διακυμάνσεων των τιμών της χονδρικής αγοράς και έτσι οι συμβάσεις διαθεσιμότητας συμβάλλουν τόσο στην αξιόπιστη παροχή ενέργειας και ισχύος και στην αποφυγή υψηλού κόστους.
Με την έλευση του 2025, ήρθε πλέον ο καιρός για σοβαρές μεταρρυθμίσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και μάλιστα στο πλαίσιο των υποχρεώσεων για την εφαρμογή της νέας Ευρωπαϊκής Οδηγίας. Δεν πρέπει να υπάρξει άλλη καθυστέρηση. Η άμεση πρόσβαση όλων στις φτηνές ΑΠΕ, η σταθερότητα των τιμών και η απεξάρτηση από το φυσικό αέριο, η διασφάλιση υψηλών ρυθμών επένδυσης σε ΑΠΕ και αποθήκευση και η διαθεσιμότητα εφεδρείας και ευελιξίας στο σύστημα είναι οι στόχοι που είναι κομβικής σημασίας για να επιτευχθεί η πορεία του ΕΣΕΚ με αποτελεσματικότητα και οικονομικότητα.
Ο κ. Παντελής Κάπρος είναι Καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο ΕΜΠ
Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του energypress για τις εμπειρίες του 2024, τις προκλήσεις και τις προσδοκίες για το 2025