Η Ελλάδα και η μεγάλη ευκαιρία της νέας εποχής του υδρογόνου
Σήμερα (σ.σ. χθες) ολοκληρώνεται στις Βρυξέλλες, η Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Υδρογόνου, κατά τη διάρκεια της οποίας συγκεκριμενοποιήθηκε περαιτέρω το ενωσιακό πλάνο για το υδρογόνο από παραγωγούς, επενδυτές, εθνικές κυβερνήσεις και ευρωπαίους αξιωματούχους. Επί του παρόντος το υδρογόνο αποτελεί ένα πολύ μικρό ποσοστό (2%) της Ευρωπαϊκής ενεργειακής κατανάλωσης. Σχεδόν δε αποκλειστικά το υδρογόνο παράγεται από φυσικό αέριο με συνέπεια την αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Τόσο σε θεσμικό (εθνικό και υπερεθνικό) όσο και επιχειρηματικό επίπεδο το ανανεώσιμο (πράσινο) υδρογόνο συγκεντρώνει ένα ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον. Ο λόγος είναι ο πολυλειτουργικός ρόλος υδρογόνου στον τομέα της ενέργειας, της βιομηχανίας, των μεταφορών, και της πράσινης μετάβασης, ειδικά ενόψει της δυνατότητας του να αποθηκεύει ενέργεια αλλά και να μεταφέρεται δια των υπαρχουσών υποδομών (με σχετικά εύκολες τροποποιήσεις).
Με τον Κανονισμό 2021/1119 της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοχυρώνεται ο νομικά δεσμευτικός στόχος της κλιματικής ουδετερότητας για το σύνολο της οικονομίας το αργότερο έως το 2050 καθώς και η μείωση των εγχώριων καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 έως το 2030. Σε αυτό το πλαίσιο ο ρόλος του υδρογόνου είναι ιδιαίτερα κρίσιμος. Όπως ορθά αναγνωρίζεται από την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη «Στρατηγική για το υδρογόνο για μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη», «[τ]ο ανανεώσιμο υδρογόνο και το υδρογόνο χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών μπορούν να συμβάλλουν» στην επίτευξη και των δύο αυτών στόχων και «προσφέρει επίσης μια μοναδική ευκαιρία για έρευνα και καινοτομία και καθιστά δυνατή τη διατήρηση και την επέκταση της τεχνολογικής πρωτοπορίας της Ευρώπης».
Το Ευρωπαϊκό Σχέδιο RePowerEU, που αποφασίστηκε ως αντίδραση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, επικαιροποίησε την στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το υδρογόνο και προβλέπει παραγωγή 10 εκατομμυρίων τόνων και εισαγωγές επίσης 10 εκατομμυρίων τόνων ανανεώσιμου υδρογόνου έως το 2030. Τέλος, είναι ενδεικτικό ότι η ΕΕ έχει συμπεριλάβει το υδρογόνο στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 2023/956 για τη θέσπιση Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (ΜΣΠΑ) (Carbon Border Adjustment Mechanism (CBAM)), ο οποίος θα ισχύσει από το 2026. Βάσει του Κανονισμού θα επιβάλλονται εισφορές σε εισαγωγές προϊόντων που προέρχονται από τρίτες χώρες με λιγότερο φιλόδοξους κανόνες για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, διασφαλίζοντας ότι τα εισαγόμενα προϊόντα δεν είναι φθηνότερα από τα αντίστοιχα προϊόντα της ΕΕ και, έτσι, αποτρέποντας ή έστω περιορίζοντας τον κίνδυνο μετεγκατάστασης ρυπογόνων βιομηχανιών αυτές τις τρίτες χώρες.
Οι προκλήσεις όμως σχετικά με το ανανεώσιμο υδρογόνο δεν λείπουν. Η τεχνολογία του πράσινου υδρογόνου βρίσκεται σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης. Η αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της σχετικής αγοράς ισορροπία μεταξύ της παραγωγής αφενός και της κατανάλωσης και ζήτησης αφετέρου δεν έχει ακόμα επιτευχθεί. Η Κίνα, η μεγαλύτερη παραγωγός αλλά και καταναλωτής υδρογόνου παγκοσμίως, επενδύει στρατηγικά και σε μεγάλη κλίμακα στο πράσινο υδρογόνο και υπάρχει ορατός κίνδυνος να ξεπεράσει την Ευρώπη και σε αυτόν τον τομέα τόσο από τεχνολογικής όσο και από οικονομικής και βιομηχανικής άποψης.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η πρόσφατη έκθεση του Ιουλίου του 2024 του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνέδριου 11/2024 σχετικά με την «Βιομηχανική πολιτική της ΕΕ για το ανανεώσιμο υδρογόνο» αξιολογώντας τους σχετικούς στόχους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρά την χρηματοδότηση ύψους 18,8 δισ. ευρώ, αυτοί δεν είναι «ρεαλιστικοί». Στις 5 Νοεμβρίου 2024 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα συμπεράσματα του σχετικά με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνέδριου κάλεσε την Επιτροπή να λάβει υπόψιν τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της έκθεσης και τόνισε μεταξύ άλλων ότι «παράλληλα με την ικανότητα παραγωγής υδρογόνου, σε συνδυασμό με τις εισαγωγές, θα πρέπει επίσης να αναπτυχθεί το αναγκαίο διασυνδεδεμένο ευρωπαϊκό δίκτυο για τη διευκόλυνση της διασυνοριακής μεταφοράς και αποθήκευσης υδρογόνου για τη σύνδεση παραγωγών και αγοραστών».
Συνεπώς το εμβρυακό αλλά πολλά υποσχόμενο στάδιο στο οποίο βρίσκεται η βιομηχανία του πράσινου υδρογόνου σε διεθνές, ευρωπαϊκό, και εθνικό επίπεδο, δεν αποτελεί δικαιολογία εφησυχασμού ή αδράνειας αλλά συνιστά μια τεράστια ευκαιρία στρατηγικού χαρακτήρα για την Ελλάδα. Μεταξύ των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας συγκαταλέγονται η ικανότητά της για χαμηλού κόστους παραγωγή ανανεώσιμου υδρογόνου λόγω της ευρείας πρόσβασης σε ΑΠΕ, η γεωστρατηγική της θέση γενικά αλλά και ειδικά για την παραγωγή και μεταφορά υδρογόνου σε συνδυασμό με την γεωπολιτική ασφάλεια, την πολιτική σταθερότητα και την φίλο-επενδυτική και φίλο-επιχειρηματική νοοτροπία που επικράτησε μετά το 2019.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν και οι πρωτοβουλίες του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) αλλά και άλλων διαχειριστών αγωγών στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης τόσο ως προς την κατασκευή νέων αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου συμβατούς με τη μεταφορά έως και 100% υδρογόνου όσο και ως προς τη μεταφορά του μίγματος φυσικού αερίου και υδρογόνου από το υφιστάμενο σύστημα μεταφοράς, αλλά και η ευρύτερη στρατηγική διασύνδεσης της Ελλάδας με Βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία) αλλά και χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Σλοβακία, Τσεχία και Γερμανία).
H Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αδράξει αυτή την μοναδική ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει στον αναδυόμενο τομέα του υδρογόνου επιτυγχάνοντας τον διπλό στόχο της απανθρακοποίησης και της ενεργειακής ασφάλειας και δημιουργώντας πεδίο επένδυσης διεθνών, ευρωπαϊκών και εγχώριων κεφαλαίων στην εναλλακτική αυτή πηγή ανανεώσιμης ενέργειας, η οποία ορθώς χαρακτηρίζεται ως το βασικό στοιχείο της νέας εποχής των αγορών ενέργειας που έχει ήδη ξεκινησει.
Ο Ορέστης Ομράν είναι διεθνής δικηγόρος, ειδικός σε θέματα Οικονομίας και Ενέργειας.
(Οικονομικός ταχυδρόμος)