Πώς ένα μικρό χωριό αντιστάθηκε στην παγκόσμια κλιματική ατζέντα
Η περίπτωση του χωριού Πόντα Μπελέϊα που αρνήθηκε να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα “προσαρμογής” και… η παράλληλη ιστορία στο Αιγαίο.
Στην απότομη, ηφαιστειακή ακτή του Σάο Τομέ και Πρίνσιπε, βρίσκεται το χωριό Πόντα Μπελέϊα, μια μικρή κοινότητα 200 κατοίκων της οποίας η ιστορία προσφέρει χρήσιμα μαθήματα για την προσαρμογή στην κλιματική κρίση και την αντίσταση των τοπικών κοινωνιών. Το χωριό αρνήθηκε να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα “προσαρμογής” που ηγήθηκε το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNDP) σε συνεργασία με την εθνική κυβέρνηση την περίοδο 2016-2019. Αυτό δεν προήλθε από άγνοια ή άρνηση της κλιματικής αλλαγής, αλλά από μια βαθιά απογοήτευση με τον τρόπο που σχεδιάζονται και υλοποιούνται τέτοια προγράμματα, αναδεικνύoντας την αυξανόμενη ένταση μεταξύ των παγκόσμιων αναπτυξιακών ατζεντών και των πραγματικών εμπειριών των κοινοτήτων που επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν.
Ο αγώνας μεταξύ της μεγάλης “προσαρμογής” και των τοπικών κοινοτήτων
Καθώς ο κόσμος αντιμετωπίζει μια επιταχυνόμενη κλιματική κρίση, η “προσαρμογή” έχει γίνει η λέξη-κλειδί σε διεθνή φόρουμ. Τόσο κυβερνήσεις όσο και μη κυβερνητικές οργανώσεις αγωνίζονται να υλοποιήσουν μέτρα για να βοηθήσουν ευάλωτες κοινότητες να αντιμετωπίσουν ακραία φυσικά φαινόμενα συνδεόμενα με την κλιματική αλλαγή, όπως την αυξανόμενη στάθμη της θάλασσας, τις εντεινόμενες καταιγίδες και τις μεταβαλλόμενες γεωργικές συνθήκες.
Όμως, η ιστορία της Πόντα Μπελέϊα, όπως τεκμηριώνεται σε έρευνα που δημοσιεύθηκε πριν μερικές ημέρες στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Antipode, θέτει ένα κρίσιμο ερώτημα: Ποια φωνή έχει πραγματικά σημασία στην παγκόσμια προσπάθεια για προσαρμογή στην κλιματική κρίση;
Το εν λόγω πρόγραμμα του UNDP στόχευε στην αντιμετώπιση πλημμυρών και κατολισθήσεων – προβλήματα που αναμφίβολα επηρέαζαν το χωριό. Ωστόσο, η προτεινόμενη λύση, η οποία περιλάμβανε την κατασκευή χοιροστασίων για τον έλεγχο της ελεύθερης βοσκής ζώων, δεν συμβάδιζε με τις προτεραιότητες της κοινότητας. Αυτό που οι κάτοικοι ήθελαν ήταν βοήθεια στην επισκευή των σπιτιών τους, πολλά από τα οποία δεν είχαν ανακαινιστεί από τα αποικιακά χρόνια. Η απάντηση του UNDP ήταν ότι οι επισκευές κατοικιών ήταν εκτός του πεδίου του έργου, οδηγώντας σε αδιέξοδο.
Στην περίπτωση της Πόντα Μπελέϊα, οι κάτοικοι δεν απέρριπταν απλά τις προτεινόμενες παρεμβάσεις αλλά επιχειρηματολογούσαν ενάντια στη λογική του τρόπου με τον οποίο επιδιωκόταν η εφαρμογή της “προσαρμογής”.
Αυτή η αντιπαράθεση αποτελεί έκφραση αυτού που ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ ονόμασε ως “μεταπολιτικοποίηση”, προσαρμοσμένη στο περιβαλλοντικό ζήτημα, όπου η επείγουσα ανάγκη για κλιματική δράση χρησιμοποιείται στο “όνομα της δημοκρατίας” για να δικαιολογήσει από πάνω-προς-τα-κάτω τεχνοκρατικές λύσεις που συχνά παραβλέπουν τις πολύπλοκες κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες και ανάγκες των κοινοτήτων που υποτίθεται ότι εξυπηρετούν, δίνοντας έμφαση σε κατασκευασμένες συναινετικές πρακτικές εξάλειψης εναλλακτικών μορφών δημοκρατικής δράσης.
Οι ρίζες της αντίστασης
Η αντίσταση στην Πόντα Μπελέϊα δεν προέκυψε από το πουθενά. Ήταν αποτέλεσμα ετών απογοήτευσης από ό,τι οι κάτοικοι αντιλαμβάνονταν ως αναποτελεσματικές και αποσυνδεδεμένες προηγούμενες αναπτυξιακές προσπάθειες. Η απομόνωση του χωριού, τόσο γεωγραφικά όσο και πολιτικά, το έχει καταστήσει σύμβολο πολλών κοινοτήτων σε όλο τον κόσμο που περιθωριοποιούνται από τις παγκόσμιες αναπτυξιακές ατζέντες.
Οι κάτοικοι της Πόντα Μπελέϊα είναι εξοικειωμένοι με τις προκλήσεις που θέτει η κλιματική αλλαγή. Ζουν με την αυξανόμενη ένταση των πλημμυρών και τη συνεχή απειλή των κατολισθήσεων. Αλλά η κατανόησή τους για το πώς πρέπει να μοιάζει η προσαρμογή διαφέρει έντονα από τη “μία λύση για όλους” που συχνά προωθούν οι διεθνείς οργανισμοί. Για τους κατοίκους, η ιδέα της κατασκευής χοιροστασίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής ευπάθειας φαινόταν αποσυνδεδεμένη από τις άμεσες ανάγκες τους.
Αυτή η αποσύνδεση ρίζωσε σε αυτό που οι κάτοικοι έβλεπαν ως ένα θεμελιώδες σφάλμα στην παγκόσμια “συναινετική” προσέγγιση για την κλιματική προσαρμογή. Κατηγοριοποιώντας ορισμένα προβλήματα ως “σχετικά με το κλίμα” και άλλα ως απλώς “κοινωνικά”, έργα όπως αυτό που πρότεινε το UNDP συχνά αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν τις ολιστικές ανάγκες των κοινοτήτων. Για τους κατοίκους, η διάκριση μεταξύ κλιματικής αλλαγής και άλλων κοινωνικών θεμάτων είναι τεχνητή. Βλέπουν την ευπάθειά τους ως προϊόν τόσο περιβαλλοντικών όσο και κοινωνικών παραγόντων που δεν μπορούν να διαχωριστούν εύκολα σε κατηγορίες εξυπηρετώντας τη διευκόλυνση του σχεδιασμού των έργων “προσαρμογής”.
Μια παράλληλη ιστορία στο Αιγαίο;
Η ιστορία της Πόντα Μπελέϊα μπορεί να φαίνεται μακρινή σε εμάς, αλλά ίσως συνδέεται με “εμβληματικές” πρωτοβουλίες “μεταπολιτικής”. Η Αστυπάλαια, διαφημιζόμενη ως το “έξυπνο νησί”, υφίσταται -τουλάχιστον σε επίπεδο προθέσεων- μια μεταμόρφωση ως μέρος ενός τολμηρού πειράματος στη βιώσιμη ανάπτυξη. Η ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με τη Volkswagen, έχει σχεδιάσει ένα φιλόδοξο έργο για να μετατρέψει την Αστυπάλαια σε ένα πρότυπο νησί πράσινης κινητικότητας με ηλεκτρικά οχήματα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ψηφιακή καινοτομία.
Όπως και στην Πόντα Μπελέϊα, η πρωτοβουλία της Αστυπάλαιας εγείρει σημαντικά ερωτήματα για τη σχέση μεταξύ των τοπικών αναγκών και παγκόσμιων ατζεντών. Αν και το έργο έχει χαρακτηριστεί ως πρωτοποριακή προσπάθεια στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, χρησιμεύει επίσης ως υπενθύμιση της ανάγκης για ισορροπία μεταξύ τεχνολογικών λύσεων και των κοινωνικών και οικονομικών πραγματικοτήτων των κοινοτήτων που εμπλέκονται.
Η επιδιωκόμενη “πράσινη” μεταμόρφωση της Αστυπάλαιας αξίζει να παρακολουθηθεί στενά, όχι μόνο για τον περιβαλλοντικό της αντίκτυπο αλλά και για το πώς θα καταφέρει να ενσωματώσει τις φωνές των κατοίκων της. Θα γίνει αυτό το αιγαιοπελαγίτικο νησί ένα πραγματικό πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης ή θα αποτελέσει ένα ακόμη παράδειγμα καινοτομίας από πάνω-προς-τα-κάτω που θα αποτύχει να εμπλέξει ουσιαστικά τις κοινότητες που στοχεύει να ωφελήσει;
Στην περίπτωση της Πόντα Μπελέϊα, η άρνηση των κατοίκων να συμμετάσχουν στο έργο του UNDP μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή πολιτικής υποκειμενοποίησης – μια διαδικασία μέσω της οποίας περιθωριοποιημένες ομάδες διεκδικούν την αυτοδιάθεσή τους και απαιτούν αναγνώριση με τους δικούς τους όρους. Αντί να είναι παθητικοί αποδέκτες βοήθειας, οι κάτοικοι της Πόντα Μπαλέια αμφισβήτησαν ενεργά τις κυρίαρχες αφηγήσεις της κλιματικής προσαρμογής και της ανάπτυξης.
Η αντίσταση ενός μικρού χωριού σε ένα απομακρυσμένο νησί του Ατλαντικού Ωκεανού μπορεί να φαίνεται ασήμαντη σε σχέση με το συνολικό μέγεθος του προβλήματος της κλιματικής κρίσης, αλλά αναδεικνύει ένα πολύ μεγαλύτερο ζήτημα – την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι οι φωνές αυτών που πλήττονται περισσότερο από τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης ακούγονται και γίνονται σεβαστές. Οι εμπειρίες τους, οι γνώσεις τους και οι φιλοδοξίες τους δεν πρέπει να παραμερίζονται, αλλά να αποτελούν τη βάση κάθε προσπάθειας για τη δημιουργία ενός πιο ανθεκτικού και δίκαιου κόσμου. Το αληθινό μέτρο της επιτυχίας δεν θα είναι ο αριθμός των μεγάλων έργων ανάπτυξης προσαρμογής που θα υλοποιηθούν, αλλά το πόσο αυτά θα ενδυναμώσουν τις κοινότητες ώστε να διαμορφώσουν το δικό τους μέλλον σε ένα μεταβαλλόμενο κλίμα.