Παραγωγή “πράσινου” υδρογόνου μέσω ηλεκτρόλυσης στην ΕΕ: Προβλήματα και οι προοπτικές της Ελλάδας

Με τη νομοθεσία και τις πολιτικές σχετικά με την παραγωγή “πράσινου” υδρογόνου μέσω ηλεκτρόλυσης στην ΕΕ καταπιάνεται πρόσφατη εργασία του κ. Γ. Κουτρότσιου, μηχανικού περιβάλλοντος με εξειδίκευση στις τεχνολογίες υδρογόνου και στελέχους του Ομίλου CaΟ Hellas, στα πλαίσια του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμη και Τεχνολογίες Υδρογόνου» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Σκοπός της εργασίας είναι μία ολοκληρωμένη καταγραφή των έργων παραγωγής πράσινου υδρογόνου μέσω ηλεκτρόλυσης από ΑΠΕ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, των εφαρμοσμένων πολικών καθώς και της υπάρχουσας νομοθεσίας. 

 

Στην εργασία παρουσιάζονται τα σημαντικότερα έργα σε επίπεδο ισχύος για διάφορες χώρες της ΕΕ και αποτυπώνεται η πολιτική της μέσω της Στρατηγικής Υδρογόνου, των νομοθετικών πακέτων, καθώς και των ειδικών χρηματοδοτικών και προωθητικών μηχανισμών με τελικό στόχο την ευρεία ανάπτυξη της αγοράς πράσινου υδρογόνου για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. 

Επίσης, αναφέρεται η υφιστάμενη νομοθεσία, το ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο της παραγωγής πράσινου υδρογόνου, ενώ τονίζονται οι σημαντικότερες ελλείψεις και τα απαραίτητα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν έτσι ώστε να εισχωρήσει η συγκεκριμένη τεχνολογία σε κρίσιμους τομείς που είναι δύσκολο να απανθρακοποιηθούν (μεταφορές, βιομηχανία, ηλεκτροπαραγωγή). 

Στα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η εργασία, επισημαίνεται ότι η ΕΕ έχει θέσει ξεκάθαρους στόχους για τη μελλοντική χρήση του υδρογόνου σε τομείς που είναι δύσκολο να απανθρακοποιηθούν, όπως η χημική βιομηχανία, την παραγωγή αμμωνίας και μεθανόλης, την παραγωγή χάλυβα και τσιμέντου καθώς και τις μεταφορές βαρέων καθηκόντων (φορτηγά και λεωφορεία). 

Πρόκειται για τομείς στους οποίους το υδρογόνο μπορεί να προσφέρει σημαντικότατη βοήθεια με στόχο τη μείωση των εκπομπών και την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Όμως, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η προέλευσή του και η παραγωγή του να οφείλεται σε ΑΠΕ για να θεωρείται πράσινο, ειδάλλως δεν έχει νόημα το εν λόγω εγχείρημα. 

Για την επίτευξη των στόχων αυτών, όπως σημειώνεται, βασικός παράγοντας είναι η επάρκεια της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ για την κάλυψη της απαιτούμενης ηλεκτρικής ενέργειας για την ηλεκτρόλυση, καθώς και η βιώσιμη παροχή της απαιτούμενης ποσότητας νερού. 

Όπως υπογραμμίζεται, η ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια θα προέρχεται από περίσσεια και δε θα χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί σε αποδοτικότερες τεχνολογίες (π.χ αντλίες θερμότητας), ενώ είναι απαραίτητο να ξεπεραστούν και ορισμένα προβλήματα που μπορεί να περιορίσουν ή να καθυστερήσουν την ανάπτυξη των ηλεκτρολυτών σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο. 

Τα προβλήματα αυτά σχετίζονται κυρίως με: 

-την αύξηση του κόστους εγκατάστασης, 

-την έλλειψη εξασφαλισμένης ζήτησης για την κατανάλωση της παραγόμενης ποσότητας υδρογόνου, 

-την έλλειψη του απαραίτητου ρυθμιστικού – κανονιστικού πλαισίου, συστημάτων πιστοποίησης και εγγυήσεων προέλευσης του παραγόμενου υδρογόνου, 

-την αργή χρηματοδότηση και εκταμίευση κεφαλαίων, 

-την έλλειψη και αργή ανάπτυξη των υποδομών υδρογόνου σε όλο το μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας (παραγωγή, αποθήκευση, μεταφορά, διανομή), 

-τους γεωπολιτικούς παράγοντες και αποθέματα κρίσιμων ορυκτών μετάλλων τα οποία είναι απαραίτητα για την κατασκευή διατάξεων ηλεκτρόλυσης, 

-το ρίσκο επένδυσης, καθώς η αγορά δεν είναι ανεπτυγμένη, 

-το όστος ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας (πρέπει να φτάσει σε επίπεδα 20 €/𝑀𝑊ℎ για να ανταγωνίζεται το πράσινο με το γκρι υδρογόνο). 

Επί του παρόντος, όπως σημειώνεται στην εργασία, το κόστος παραγωγής του πράσινου υδρογόνου είναι σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση με το υδρογόνο που παράγεται μέσω ορυκτών καυσίμων, με αποτέλεσμα να απαιτούνται μεγάλα ποσά χρηματοδότησης και κυβερνητικής στήριξης για επίτευξη ισοτιμίας. 

Στην εργασία αποτυπώνεται, επίσης, ότι τα τελευταία χρόνια το ποσοστό των ανακοινωθέντων έργων υδρογόνου που κατέληξαν στο στάδιο της τελικής επενδυτικής απόφασης (FID) ανέρχεται σε μόλις 4%, κάτι που οφείλεται κυρίως στην έλλειψη ζήτησης, καθώς δε μπορεί να καλύψει την υφιστάμενη προσφορά και δεν υπάρχει ακόμα η αντίστοιχη αγορά (βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο). 

Εξ ου και τονίζεται ότι πρέπει να βρεθούν οι κατάλληλοι offtakers που θα προμηθεύονται το παραγόμενο καύσιμο και θα το αξιοποιούν σε διάφορες εφαρμογές έτσι ώστε να μειωθεί και η τιμή του παραγόμενου υδρογόνου και να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας. 

Το δεδομένο αυτό επηρεάζει άμεσα και τις προοπτικές της Ελλάδας να μετατραπεί σε παραγωγό πράσινου υδρογόνου, καθώς η χώρα μας δε διαθέτει μεγάλες χαλυβουργίες ή βιομηχανίες λιπασμάτων (παραγωγή αμμωνίας). Έτσι, όπως επισημαίνεται, σε εγχώριο επίπεδο το υδρογόνο μπορεί να αξιοποιηθεί σε διυλιστήρια για εφαρμογές (υδρογόνωσης – υδροαποθείωσης και παραγωγή καθαρότερων καυσίμων) και μελλοντικά στον τομέα των μεταφορών (FCEVs, ναυτιλία κλπ) και της ηλεκτροπαραγωγής για συνδυασμένη καύση σε μονάδες φυσικού αερίου ή χρήση σε στατικές κυψέλες καυσίμου. Η υπόλοιπη ποσότητα θα εξάγεται σε άλλες χώρες της Ευρώπης για να επιτευχθεί και ο ευρωπαϊκός στόχος παραγωγής 10 Mt πράσινου H2 έως το 2030.

Δείτε την εργασία εδώ.  

f