Οι διασυνδέσεις των νησιών με το σύστημα παραγωγής – μεταφοράς και η συμβολή τους στην αξιοποίηση των τοπικών Α.Π.Ε.
του Μιχάλη Παπαδόπουλου, Ομότιμου Καθ. ΕΜΠ
1. Ιστορική αναδρομή
Οι «Διασυνδέσεις νησιών», δηλαδή η μέσω υποβρυχίων καλωδίων σύνδεση με το Εθνικό - Ηπειρωτικό Διασυνδεδεμένο Ηλεκτρικό Σύστημα (ή με άλλο γειτονικό νησί), αποτέλεσαν μέρος της προσπάθειας που άρχισε η ΔΕΗ από το 1950 για την δημιουργία ενός ενιαίου Ηλεκτρικού Συστήματος Παραγωγής - Μεταφοράς και την κατάργηση των 400 περίπου τοπικών πετρελαϊκών Σταθμών Παραγωγής, που μέχρι τότε ηλεκτροδοτούσαν τις κατοικούμενες περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Ακολουθώντας την πρόοδο της τεχνολογίας των Υποβρυχίων Καλωδίων, όταν διαπιστώνονταν ότι η Διασύνδεση ενός νησιού ήταν τεχνικώς εφικτή και οικονομικώς συμφέρουσα, λόγω της διαφοράς στο κόστος ηλεκτροδότησης αυτού κατά τα επόμενα 20-25 χρόνια, εντάσσονταν αμέσως στο επόμενο Πρόγραμμα Ανάπτυξης της ΔΕΗ. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας 1960 διασυνδέθηκαν τα νησιά του Αργοσαρωνικού και οι Σποράδες με δίκτυο Μέσης Τάσης (ΜΤ 15kV), ενώ το 1964 με δίκτυο Υψηλής Τάσης (66kV) η Κέρκυρα. Με ταχύ ρυθμό προχώρησε η διασύνδεση πολλών νησιών με δίκτυα ΜΤ, ώστε το 1990 να βρίσκονται σε λειτουργία άνω των 50 διασυνδέσεων νησιών. Στις αρχές της δεκαετίας 1980 διασυνδέθηκαν με δίκτυο 150kVκαι τα λοιπά νησιά του Ιονίου (Κεφαλονιά, Ζάκυνθος), ενώ άρχισε και η κατασκευή της διασύνδεσης τεσσάρων εκ των μεγαλύτερων νησιών των Κυκλάδων (Άνδρος, Τήνος, Μύκονος και Νάξος-Πάρος), με επέκταση του δικτύου από τη Ν. Εύβοια, καθώς και η εκπόνηση μελετών για την διασύνδεση της Κρήτης, από τη Ν. Πελοπόννησο (Μονεμβασιά). Ατυχώς όμως η μεν διασύνδεση των Κυκλάδων δεν ολοκληρώθηκε, λόγω αντιδράσεων των κατοίκων στην προβλεπόμενη κατασκευή εναέριων γραμμών επί των νησιών αυτών, ενώ και η διασύνδεση της Κρήτης ματαιώθηκε οριστικά στις αρχές του 1990.
2. Τα επόμενα βήματα
Η ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έδινε νέες δυνατότητες στην ηλεκτροδότηση των νησιών του Αιγαίου, κυρίως λόγω του άριστου αιολικού δυναμικού που διαθέτουν. Από την ΔΕΗ δόθηκε προτεραιότητα στην εγκατάσταση Ανεμογεννητριών στα νησιά που λειτουργούσαν αυτόνομα με τοπικούς σταθμούς παραγωγής, με στόχο την υποκατάσταση μέρους της υψηλού κόστους πετρελαϊκής παραγωγής σε αυτά. Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό της διείσδυσης των πηγών ΑΠΕ, δηλαδή το ποσοστό κάλυψης των ετήσιων αναγκών τους, δεν μπορούσε για τεχνικούς λόγους να υπερβεί το 20-25%, εκτός αν προβλέπονταν η παράλληλη κατασκευή έργων αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας, οπότε όμως το κόστος παραγωγής αυξάνεται σημαντικά. Ακόμη και σήμερα παρά την μεγάλη τεχνολογική ανάπτυξη και την μείωση του κόστους των συσσωρευτών, η διείσδυση των ΑΠΕ καθίσταται δαπανηρότερη της πετρελαϊκής όταν επιχειρείται η διείσδυση να υπερβεί το 40-50%. Την εναλλακτική λύση αποτελεί η Διασύνδεση του νησιού κατά προτίμηση με το ηπειρωτικό Εθνικό Σύστημα Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΜΗΕ), ή και με ένα μεγαλύτερο γειτονικό νησί. Στην περίπτωση αυτή η αξιοποίηση των τοπικών ΑΠΕ μπορεί να εξαντλεί το ανώτερο όριο που επιτρέπουν οι τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες και να καλύπτουν το σύνολο των ετήσιων αναγκών του σε ηλεκτρική ενέργεια, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο Ηλεκτρικό Σύστημα με το οποίο συνδέονται μπορεί να αποτελεί μια «αποθήκη» μηδενικού ή συνήθως και αρνητικού κόστους - δηλαδή εσόδου για τον παραγωγό ΑΠΕ.
Με τον Ν. 2773/99 για την Απελευθέρωση της Αγοράς Ενέργειας, η αρμοδιότητα για τον Μακροχρόνιο Σχεδιασμό της Ανάπτυξης σε Ενέργεια, γενικά και ειδικότερα των νησιών, περιήλθε στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ). Το 2004 η ΡΑΕ ανέθεσε στο ΕΜΠ αρχικά την αναζήτηση λύσης διασύνδεσης των Κυκλάδων κατά τρόπο που να μπορεί να είναι αποδεκτός από τους κατοίκους και ακολούθως ανατέθηκε στη ΔΕΗ, το 2006, η τεχνική μελέτη και κατασκευή της διασύνδεσης των Κυκλάδων, η πρώτη φάση της οποίας εγκαινιάστηκε πρόσφατα.
Το 2006 η ΡΑΕ ανέθεσε στο ΕΜΠ την εξέταση της δυνατότητας διασύνδεσης με το ΕΣΜΗΕ και των λοιπών νησιών του Αιγαίου, τόσο από πλευράς τεχνικής δυνατότητας όσο και οικονομικότητας της ηλεκτροδότησης. Η εξέταση ολοκληρώθηκε το 2008: Κατέληγε στο ότι η τεχνολογική πρόοδος των τελευταίων ετών καθιστούσε δυνατή τη διασύνδεση όλων των νησιών του Αιγαίου, καθώς και ότι και με μόνο κριτήριο την κατάργηση των τοπικών πετρελαϊκών σταθμών, η διασύνδεση με το ΕΣΜΗΕ ήταν οικονομικά συμφέρουσα, σαφώς μεν για την Κρήτη, οριακά δε και για τα νησιά των Δωδεκανήσων και του Β. Αιγαίου. Επιπλέον ότι με την πάροδο του χρόνου και τη συστηματική αξιοποίηση των τοπικών ΑΠΕ, θα αυξάνονταν η οικονομικότητα της ηλεκτροδότησης τους από το ΕΣΜΗΕ.
Η υλοποίηση των παραπάνω δεν προχώρησε. Ανασταλτικό παράγοντα αποτέλεσε εν μέρει η απόφαση που λήφθηκε το 2007, σύμφωνα με την οποία ορίστηκε ότι η διαφορά του κόστους παραγωγής στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά (ΜΔΝ) από αυτό του διασυνδεδεμένου ηπειρωτικού Συστήματος, θα υπαχθεί στις ΥΚΩ - Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, ώστε να βαρύνει απευθείας τους καταναλωτές και θα καταβάλλεται ως αποζημίωση στη ΔΕΗ. Με τη ρύθμιση αυτή η ΔΕΗ δεν είχε πλέον κανένα οικονομικό κίνητρο για την επίσπευση των διασυνδέσεων, όπως συνέβαινε από το 1956 και μετέπειτα, όταν η ΔΕΗ υποχρεώθηκε στην εφαρμογή ενιαίων τιμολογίων σε όλη την επικράτεια, περιλαμβανομένων φυσικά και των νησιών.
Με το Ν. 3851/2010, προκειμένου να διευκολυνθεί η προώθηση των διασυνδέσεων των νησιών μέσα στα πλαίσια μιας γενικότερης υπεραισιόδοξης κρατικής πολιτικής ανάπτυξης των ΑΠΕ, αφενός μεν χορηγήθηκαν αφειδώς Άδειες Παραγωγής, αφετέρου δε και κυρίως προβλεπόταν αυξημένες τιμές πώλησης της παραγόμενης από αυτές ενέργειας, εφόσον ο ενδιαφερόμενος παραγωγός επιβαρύνονταν με την δαπάνη των αναγκαίων εγκαταστάσεων διασύνδεσης με το ΕΣΜΗΕ. Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε ότι το κύριο εμπόδιο για την αξιοποίηση των ΑΠΕ στα νησιά δεν ήταν η εξεύρεση πόρων για την χρηματοδότηση των διασυνδέσεων αλλά οι δυσχέρειες λήψης των Αδειών Εγκατάστασης, λόγω των, κατά τας εκτιμήσεις των κατοίκων, δυσμενών επιπτώσεων που ενδεχομένως θα είχε στο τοπικό περιβάλλον η σε μεγάλη έκταση εγκατάσταση ΑΠΕ (ιδίως Ανεμογεννητριών), σύμφωνα με τις Άδειες Παραγωγής που είχαν χορηγηθεί.
3. Οι πρόσφατες εξελίξεις και προοπτικές
Το 2014 με την Απόφαση 2014/536/ΕΚ της ΕΕ ορίστηκε ότι η ΡΑΕ υποχρεούται όπως, πριν από την χορήγηση Άδειας για οιαδήποτε επαύξηση της εγκατεστημένης ισχύος συμβατικής Παραγωγής στα ΜΔΝ, πρέπει να διαπιστώνεται ότι δεν υφίστανται άλλες δυνατότητες οικονομικότερης κάλυψης των μέσω - μακροπρόθεσμων αναγκών του νησιού, όπως κατ’ εξοχήν είναι η διασύνδεσή τους με το ΕΣΜΗΕ. Δηλαδή ουσιαστικά επέβαλε την εφαρμογή της διαδικασίας την οποία ακολουθούσε παλαιότερα η ΔΕΗ. Σε εφαρμογή της Απόφασης αυτής, έχοντας υπόψη και τις μελέτες που είχαν προηγηθεί, η ΡΑΕ προχώρησε στην έκδοση της 469/2015 Αποφάσεώς της, με την οποία συστάθηκε η Επιτροπή Εξέτασης της Οικονομικότητας του τρόπου Ηλεκτροδότησης την Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών (ΜΔΝ), στην οποία εκτός της ΡΑΕ μετέχουν και εκπρόσωποι των αρμόδιων για το θέμα Διαχειριστών (ΔΕΔΔΗΕ, ΑΔΜΗΕ και ΔΕΣΦΑ), ενώ συμβάλει στο έργο της και η ΔΕΗ Α.Ε. Έργο της Επιτροπής είναι η εξέταση της οικονομικότητας των δυνατών τρόπων ηλεκτροδότησης των υφιστάμενων σήμερα 32 ΜΔΝ και η έκδοση σχετικών Πορισμάτων.
Η Επιτροπή θεώρησε ως δεδομένες την υπό κατασκευή Διασύνδεση των Κυκλάδων, καθώς και τις δύο Διασυνδέσεις της Κρήτης με το ΕΣΜΗΕ (από Πελοπόννησο και Αττική) που έχουν ήδη αποφασιστεί, και προχώρησε στην εξέταση της οικονομικότητας του τρόπου ηλεκτροδότησης των λοιπών νησιών του Αιγαίου, εντάσσοντάς τα στις ακόλουθες τρεις Διασυνδέσεις - Ομάδες νησιών: (α) Τα υπόλοιπα εννέα νησιά των Κυκλάδων, που δεν περιλαμβάνονται στη υπό κατασκευή Διασύνδεση Κυκλάδων, (β) Τα νησιά των Δωδεκανήσων, και (γ) Τα νησιά του Β. Αιγαίου. Η Επιτροπή έλαβε βασικά υπόψη τις πρόσφατες Αντιρρυπαντικές Οδηγίες της ΕΕ, και για το λόγο αυτό συνεργάζεται στενά με την ΔΕΗ Α.Ε., που είναι ο κάτοχος των σταθμών παραγωγής των ΜΔΝ. Για κάθε νησί της Ομάδας που περιλαμβάνεται στην αντίστοιχη Διασύνδεση (ή και μέρος των νησιών της Ομάδας που θεωρούνται συνδεδεμένα μεταξύ τους) υπολογίζεται το συνολικό ανηγμένο κόστος ηλεκτροδότησης της 25ετίας 2025-50 κατά δύο δυνατούς τρόπους που συγκρίνονται μεταξύ τους:
(α) Αν το νησί παραμείνει σε αυτόνομη λειτουργία, οπότε βασικής σημασίας για τον τρόπο ανάπτυξης της τοπικής παραγωγής είναι οι περιορισμοί που ορίζουν οι σχετικά πρόσφατες Αντιρρυπαντικές Οδηγίες της ΕΕ. Σύμφωνα με αυτές θα πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, τα οποία ουσιαστικά μέσο-μακροπρόθεσμα οδηγούν είτε στη χρήση ελαφρού πετρελαίου είτε σε προσαρμογή και συμπλήρωση των εγκαταστάσεων ώστε να γίνεται χρήση Φυσικού Αερίου (ΦΑ).
(β) Αν ενταχθούν σε μία ενιαία Διασύνδεση, μαζί με όλα τα λοιπά νησιά της Ομάδας, με το ΕΣΜΗΕ, κατά τρόπο που να καλύπτονται οι ανάγκες του νησιού σε όλη την περίοδο 2025 - 2050.
Αν ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν περισσότεροι του ενός τρόποι σχεδιασμού της ανάπτυξης των εγκαταστάσεων μέχρι το 2050, αλλά και πολλές παράμετροι κόστους, προκύπτει ότι πρόκειται για ένα σύνθετο πολύ-παραμετρικό πρόβλημα, ιδίως αν ληφθούν υπόψη και οι προοπτικές ανάπτυξης των ΑΠΕ κάθε νησιού.
Σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπει η Απόφαση 4169/2015 της ΡΑΕ, κάθε Πόρισμα υποβάλλεται από την Επιτροπή στους Διαχειριστές, οι οποίοι υποβάλλουν τυχόν παρατηρήσεις ή επιβεβαιώνουν την αποδοχή του και τελικά εισηγούνται στη ΡΑΕ. Ακολούθως, αφού γίνει η τελική επιλογή, τα αναγκαία έργα εντάσσονται στο Πρόγραμμα Ανάπτυξης του αμέσως επομένου έτους, που υποβάλλεται στις αρχές κάθε έτους από τον αρμόδιο Διαχειριστή και εγκρίνεται από τη ΡΑΕ, σύμφωνα με τον Ν. 4001/2011.
Η Επιτροπή εξέδωσε ήδη τα Πορίσματα: (α) Για τα Λοιπά νησιά των Κυκλάδων και (β) Για τα Δωδεκάνησα, προτείνοντας ως οικονομικότερο τρόπο ηλεκτροδότησής τους για την περίοδο 2025-50 την κατασκευή των αντίστοιχων κατάλληλων Διασυνδέσεων με το ΕΣΜΗΕ. Για τα νησιά του Β. Αιγαίου το Πόρισμα θα εκδοθεί προσεχώς. Σημειώνεται τέλος ότι για την αξιολόγηση των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων που εξετάζονται ακολουθείται από την Επιτροπή ο Οδηγός σύνταξης Μελετών Κόστους-Οφέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης Διαχειριστών Συστημάτων Ηλεκτρικής Ενέργειας - ENTSO-E, ο οποίος ορίζει ότι εκτός του κριτηρίου του ελαχίστου κόστους θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλα, όπως η ασφάλεια ηλεκτροδότησης, οι επιπτώσεις στο περιβάλλον, η δυνατότητα έγκαιρης υλοποίησής τους κ.ά.
Με την εφαρμογή των παραπάνω η ηλεκτροδότηση των ΜΔΝ εντάσσεται στις γενικότερα ισχύουσες διαδικασίες ανάπτυξης του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας, δηλαδή στα Προγράμματα Ανάπτυξης που οι Διαχειριστές υποβάλλουν στη ΡΑΕ και αφορούν όλα τα έργα που είναι αναγκαία για την κάλυψη των μέσο-μακροπρόθεσμων αναγκών. Τα Προγράμματα αυτά, σύμφωνα νε τον Ν. 4001/11, υποχρεούνται να συντάσσουν και αναθεωρούν οι Διαχειριστές κάθε έτος, ακολούθως δε, μετά την έγκρισή τους από τη ΡΑΕ, να τα υλοποιούν σύμφωνα με το αντίστοιχο εγκεκριμένο Πρόγραμμα.
3. Το μέλλον της ηλεκτροπαραγωγής στα νησιά.
Όπως είναι γνωστό τα περισσότερα από τα νησιά του Αιγαίου διαθέτουν δυναμικό ΑΠΕ που μπορεί να υπερκαλύπτει τις ανάγκες τους σε ηλεκτρική ενέργεια. Η διασύνδεση με το ΕΣΜΗΕ δίνει την δυνατότητα πλήρους αξιοποίησης αυτών, με μόνο περιορισμό την επίπτωση που έχει η κατασκευή τους στο τοπικό περιβάλλον. Ειδικότερα σημειώνεται ότι, στην υποθετική περίπτωση που διαπιστώνεται η δυνατότητα κάλυψης των ετήσιων αναγκών κατά 100% από τοπικές ΑΠΕ, χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, θα πρέπει η συνολική εγκατεστημένη ισχύς αυτών να είναι τριπλάσια περίπου της μέγιστης ετήσιας ζήτησης. Θα πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη ότι οι τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον μπορεί να αντισταθμιστούν με την χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας σε άλλες εφαρμογές, αντικαθιστώντας πετρελαϊκά προϊόντα (π.χ. στις μεταφορές), ενώ η εφαρμογή «έξυπνων» μεθόδων ενεργειακής διαχείρισης μπορεί να εκμηδενίσει τις επιπτώσεις. Δηλαδή με την διασύνδεση παρέχεται πλήρης ευελιξία επιλογής, ώστε να επιτευχθεί η βέλτιστη τεχνικοοικονομικά λύση, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά κάθε νησιού. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα πολλαπλώς προβαλλόμενα ως υποδειγματικά νησιά Samso (Δανία) και Gotland (Σουηδία), στα οποία έχει επιτευχθεί διείσδυση ΑΠΕ 100%, είναι διασυνδεδεμένα.
Όπως είναι γνωστό στη χώρα μας εκτός από την εμπειρία που υπάρχει από τις διασυνδέσεις νησιών, υπάρχει αντίστοιχη και από εγκαταστάσεις που έχουν πρωτοποριακά επιχειρηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 (π.χ. Κύθνος), ενώ και πρόσφατα πραγματοποιούνται πιλοτικές εγκαταστάσεις σε ορισμένα νησιά. Π.χ. στην Τήλο, η οποία σημειωτέον είναι από ετών διασυνδεδεμένη με την Κω, προχωρεί η εγκατάσταση πρότυπου πιλοτικού συστήματος βέλτιστης διαχείρισης, αλλά και σε άλλα όπου προβλέπεται αυτόνομη λειτουργία με αυξημένη διείσδυση (π.χ. Αγ. Ευστράτιος). Η αξιοποίηση παρόμοιων συστημάτων μετά την διασύνδεση αυτών, δίδει την δυνατότητα εξάντλησης των επιτρεπόμενων ορίων αξιοποίησης των τοπικών ΑΠΕ, ελαχιστοποιώντας το κόστος ηλεκτροδότησης αυτών.
Σημαντική ώθηση στην επέκταση των διασυνδέσεων θα αποτελούσε η καθιέρωση αυξημένης τιμής πώλησης της παραγόμενης από ΑΠΕ ενέργειας στα απομονωμένα νησιά, έναντι αυτής στο ηπειρωτικό Σύστημα. Μια τέτοια ρύθμιση είναι συμβατή με τα γενικότερα ισχύοντα για την τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας, με τα οποία δίδονται κίνητρα για την εγκατάσταση μονάδων παραγωγής σε ακραία σημεία του Συστήματος. Η ρύθμιση αυτή θα επέτρεπε την ταχύτερη απόσβεση των δαπανών διασύνδεσης των απομονωμένων νησιών και συνεπώς την οικονομικότητα αυτών σε σύγκριση με άλλους τρόπους ηλεκτροδότησης, με το να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες που δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθούν σε χρήμα (π.χ. περιορισμός της τοπικής ρύπανσης από τη χρήση καυσίμων, επίτευξη γενικότερων στόχων κ.ά.).
Προσθέτω τέλος ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι ορισμένοι φορείς, συχνά σε συνεργασία με προοδευτικούς τοπικούς παράγοντες, δείχνουν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την δημιουργία «πράσινων νησιών», αξιοποιώντας πόρους που διατίθενται για πιλοτικές εγκαταστάσεις. Θεωρώ όμως ότι για να καθίστανται οι εγκαταστάσεις αυτές χρήσιμες και σε βάθος χρόνου, είναι αναγκαίο να γίνονται επιλογές που να εξασφαλίζουν και την οικονομική τους βιωσιμότητα, καθώς και την συνεχή ανάπτυξη και εξέλιξή τους.