Αντιμετωπίζοντας την κλιματική αλλαγή: ένας κόσμος χωριστά…

Η αποφυγή της καταστροφικής κλιματικής αλλαγής απαιτεί την ταχύτατη απανθρακοποίηση των χωρών του κόσμου, αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων. Με βάση την τελευταία έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή των Ηνωμένων Εθνών (IPCC), ο περιορισμός της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας στα επίπεδα του 1,5 βαθμού Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα, που θεωρείται ένα σχετικά ασφαλές όριο για την αποφυγή μεγάλης κλίμακας επιπτώσεων, προϋποθέτει ότι οι παγκόσμιες εκπομπές θερμοκηπικών αερίων θα σταματήσουν να αυξάνουν το αργότερο το 2025, θα έχουν μειωθεί κατά περίπου 43% το 2030 σε σχέση με το 2019, ενώ οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα, του βασικού αερίου του θερμοκηπίου, θα πρέπει να έχουν μηδενιστεί περίπου το 2050.

 

Μια ματιά, όμως, στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, στο πώς αυτές εξελίσσονται και στις δεσμεύσεις-στόχους των χωρών για μειώσεις των εκπομπών αρκεί για να φανεί ότι παρά τις προσπάθειες της παγκόσμιας κοινότητας ο πλανήτης οδηγείται σε επικίνδυνα μονοπάτια υπερθέρμανσης.

Το 2019 οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έφτασαν τους 56,4 Gt CO2e (δισεκατομμύρια τόνους ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα), το 2020 μειώθηκαν στους 54,5 Gt CO2e λόγω της πανδημίας Covid-19, για να επανακάμψουν στη συνέχεια δυναμικά, φτάνοντας στα επίπεδα-ρεκόρ του 2022 των 57,4 Gt CO2e. Τα δύο τρίτα αυτών των εκπομπών αφορούν το διοξείδιο του άνθρακα που εκλύεται από την παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας καθώς και τις βιομηχανικές διεργασίες. Η γεωγραφική κατανομή των εκπομπών αυτών παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών αλλά και των πληθυσμών τους, αντικατοπτρίζοντας έναν κόσμο έντονων ανισοτήτων και αποκλεισμών.

f

 

Με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα αναλυτικά στοιχεία (2021), οι ανά κάτοικο εκπομπές στη Ρωσία και στις ΗΠΑ είναι υπερδιπλάσιες του παγκόσμιου μέσου όρου, ενώ στην Ινδία δεν φτάνουν ούτε στο 50% αυτού. Οι ανά κάτοικο εκπομπές στις 20 ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη (χώρες G20) ανέρχονται σε 7,9 t CO2e (τόνοι ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα), ενώ οι αντίστοιχες των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών σε μόλις 2,2 t CO2e.

 

Το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού με τα υψηλότερα εισοδήματα είναι υπεύθυνο για το 48% των συνολικών εκπομπών, με τα δύο τρίτα αυτών να ζουν στις αναπτυγμένες χώρες. Το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα είναι υπεύθυνο για μόλις το 12% των παγκόσμιων εκπομπών. Μια εποπτική παρουσίαση της τρέχουσας και ιστορικής συμβολής των σημαντικότερων οικονομιών στο θέμα της κλιματικής αλλαγής δίνεται στο σχετικό διάγραμμα.

Για να βρεθεί ο πλανήτης σε μια πορεία περιορισμού της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας στα επίπεδα του 1,5 βαθμού Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα, θα πρέπει οι παγκόσμιες εκπομπές να μειωθούν στους 33 Gt CO2e τo 2030, στους 25 Gt CO2e τo 2035 και στους 8 Gt CO2e τo 2050. Εντούτοις, οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι χώρες μέσω της Συμφωνίας του Παρισιού για περιορισμό των εκπομπών τους απέχουν πολύ από τις απαιτούμενες για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός.

Για το 2030 οι ανακοινωθέντες στόχοι, λαμβάνοντας υπόψη και αυτούς που τίθενται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, επαρκούν για να περιορίσουν τις εκπομπές μόλις στους 52 Gt CO2e. Ζητούνται δηλαδή πρόσθετες μειώσεις 19 Gt CO2e για τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου ή έστω 11 Gt CO2e για τον στόχο των 2 βαθμών Κελσίου, που αποτελεί το ελάχιστο κατώφλι που θέτει η Συμφωνία του Παρισιού για να περιοριστεί η κλιματική κρίση σε σχετικά διαχειρίσιμα επίπεδα. Υπό προϋποθέσεις οι στόχοι που έχουν ανακοινώσει οι χώρες για το 2050 περιορίζουν το έλλειμμα μείωσης των εκπομπών σε 12 Gt CO2e για το σενάριο του 1,5 βαθμού Κελσίου και σε 1 Gt CO2e για το σενάριο των 2 βαθμών Κελσίου (ΓΡΑΦΗΜΑ).

Με άλλα λόγια, οι υφιστάμενες πολιτικές της παγκόσμιας κοινότητας για το κλίμα οδηγούν σε έναν πλανήτη όπου στο τέλος του τρέχοντος αιώνα η μέση θερμοκρασία του θα έχει αυξηθεί κατά 3 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Η επίτευξη των δεσμεύσεων των κρατών για μείωση των εκπομπών θερμοκηπικών αερίων το 2030 περιορίζει την αύξηση αυτή στους 2,5 βαθμούς. Ακόμη και στο πιο αισιόδοξο σενάριο, όπου θα επιτευχθούν όλοι οι μακροχρόνιοι στόχοι και δεσμεύσεις για μηδενικές εκπομπές, οριακά μπορεί να περιοριστεί η αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς ώς το τέλος του αιώνα.

Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης απαιτεί την υιοθέτηση πιο φιλόδοξων στόχων απανθρακοποίησης των οικονομιών. Την ίδια όμως στιγμή, οι πολιτικές για το κλίμα αμφισβητούνται πλέον από σημαντικά τμήματα του πληθυσμού, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες (κοινωνικές αντιδράσεις στην Ευρώπη για τη φορολογία στα καύσιμα, την αγροτική πολιτική, την εγκατάσταση μονάδων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μεγάλης κλίμακας, κ.λπ.). Είναι επομένως απολύτως απαραίτητο η ένταση της προσπάθειας απανθρακοποίησης να συνδυαστεί και με αναθεώρηση των πολιτικών που θα υποστηρίξουν αυτό τον μετασχηματισμό. Συστατικό στοιχείο αυτών των πολιτικών θα πρέπει να αποτελέσει η άμβλυνση των ανισοτήτων τόσο μεταξύ χωρών όσο και μεταξύ των διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων στο εσωτερικό κάθε χώρας.

Εν κατακλείδι, οι πολιτικές για το κλίμα δεν μπορεί παρά να είναι συμπεριληπτικές, δηλαδή κατάλληλα σχεδιασμένες ώστε να αποτελέσουν όχημα βελτίωσης της ποιότητας ζωής των πιο ευάλωτων πληθυσμών σε όλες τις χώρες του πλανήτη, χωρίς περαιτέρω επιδείνωση του αποτυπώματος άνθρακα που τις χαρακτηρίζει. Από την άλλη μεριά, οι πολιτικές αυτές δεν μπορεί παρά να αμφισβητήσουν το υφιστάμενο αναπτυξιακό και καταναλωτικό πρότυπο των πιο ανεπτυγμένων και πλούσιων οικονομιών και τμημάτων του πληθυσμού, προωθώντας την ορθολογική χρήση των ενεργειακών και λοιπών φυσικών πόρων που θα εξασφαλίζει ευημερία για όλους εντός των ορίων που θέτει η βιώσιμη ανάπτυξη.

ΥΓ. Ολα τα ποσοτικά στοιχεία αυτού του άρθρου έχουν αντληθεί από την έκθεση της UNEP Emissions GAP Report 2023

Σεβαστιανός Μοιρασγέντης: Διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών σε θέματα πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής

🔴 Η «Εφ.Συν.» δίνει το βήμα της σε έξι σημαντικούς επιστήμονες και ειδικούς που ακτινογραφούν βασικές διαστάσεις της κλιματικής κρίσης. Τις προηγούμενες μέρες έγραψαν ο μετεωρολόγος-διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Κώστας Λαγουβάρδος, ο πυρομετεωρολόγος Θοδωρής Μ. Γιάνναρος και ο Δ. Τσέκερης, ενεργειακός μηχανολόγος μηχανικός, αναλυτής Ενεργειακών Σεναρίων. Θα ακολουθήσουν αύριο Πέμπτη ο Μανόλης Κογεβίνας, καθηγητής, επιδημιολόγος ερευνητής στο Κέντρο Διεθνούς Υγείας στη Βαρκελώνη, και την Παρασκευή ο οικονομολόγος Πέτρος Λινάρδος-Ρυλμόν.