Ερευνα: Κάμφθηκαν οι αντιστάσεις μας στις ΑΠΕ
Πανελλαδική έρευνα αποτυπώνει τις απόψεις των Ελλήνων με φόντο την κλιματική και την οικονομική κρίση
«Το κράτος πρέπει να βοηθήσει οικονομικά τα νοικοκυριά και όχι μόνο τις μεγάλες επιχειρήσεις» (άνδρας, 26-45). «Χρειάζεται πολύ προσεκτικός σχεδιασμός για την εγκατάσταση πάρκων ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας, με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον» (γυναίκα, 46-65). «Το δημόσιο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να αναβαθμιστεί προκειμένου να συνδεθούν χωρίς προβλήματα οι νέοι παραγωγοί/καταναλωτές» (άνδρας, 46-65). «Αντί να εισάγουμε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, θα πρέπει επειγόντως να εκμεταλλευτούμε τον ήλιο και τον άνεμό μας, καθώς και να παράγουμε ενέργεια από γεωργικά απόβλητα και τη γεωθερμία μας» (άνδρας, 46-65). «Τα φωτοβολταϊκά στις πλαγιές είναι πολύ άσχημα!» (γυναίκα, 18-25).
Να ξεδιαλύνει το «κουβάρι» των απόψεων των Ελλήνων πολιτών σε σχέση με την κατανάλωση ενέργειας, τη χρήση εφαρμογών ΑΠΕ και τις επιπτώσεις τους στην οικονομία των νοικοκυριών, αλλά και στο περιβάλλον, επιχειρεί κοινωνική έρευνα που υλοποίησε ο δρ Πάνος Κοσμόπουλος, τ. καθηγητής ΔΠΘ και τ. διευθυντής Εργαστηρίου Περιβαλλοντικού και Ενεργειακού Σχεδιασμού Κτιρίων και Οικισμών ΔΠΘ και επιστημονικός διευθυντής της K-ecoprojects, φορέα που προωθεί την ιδέα των ενεργειακά αυτόνομων κτιρίων. Οπως λέει ο ίδιος, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, η ομάδα του και το εργαστήριό του διεξήγε τακτικά παρόμοιες κοινωνικές έρευνες παρακολουθώντας τη διαφοροποίηση των στάσεων των πολιτών στην πάροδο του χρόνου. Πόσο άραγε έχουν επηρεάσει τις απόψεις μας οι δύο πόλεμοι που βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά και η παγκόσμια κλιματική κρίση;
Περισσότερα έξοδα
Οπως ήταν αναμενόμενο, πάνω από 70% δηλώνουν ότι η κρίση (οικονομική και ενεργειακή) έχει αυξήσει τα έξοδα του νοικοκυριού τους. Σε σχέση με το εισόδημά τους, οι περισσότεροι (80,29%) δηλώνουν ότι η θέρμανση κοστίζει από αρκετά έως πολύ ακριβά. Το 52,42% διαθέτει ηλιακό θερμοσίφωνα. Φωτοβολταϊκά διαθέτει μόλις το 7,82%, αλλά σε ποσοστό 53,43% δηλώνουν πως θα ήθελαν να εγκαταστήσουν (ιδίως αν η διαδικασία ήταν απλή και το κράτος έδινε σχετική επιδότηση). Ελάχιστοι είναι πάντως όσοι ενδιαφέρονται να εγκαταστήσουν ανεμογεννήτριες, γεωθερμία για κτίρια ή τηλεθέρμανση.
Το 11,28% εντάχθηκε στα προγράμματα «Εξοικονομώ» για ενεργειακή αναβάθμιση της κατοικίας του, ενώ το 13,21% εντάχθηκε στα προγράμματα «Ανακυκλώνω – Αλλάζω συσκευή». Οσον αφορά τα νέα, χρωματιστά, τιμολόγια ρεύματος, 28,31% δηλώνουν ότι δεν τα καταλαβαίνουν και τους μπερδεύουν. Το 40,99% θεωρεί ότι μέτρα όπως τα περιβαλλοντικά τέλη για τις πλαστικές σακούλες και τα χάρτινα καλαμάκια δεν βοηθούν καθόλου στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής – ένα 32,41% λέει ότι μας βοηθούν στη συνειδητοποίηση του προβλήματος.
Σε σχέση με το εισόδημά τους, οι περισσότεροι (80,29%) δηλώνουν ότι η θέρμανση κοστίζει από αρκετά έως πολύ ακριβά.
Οσον αφορά την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών και ανεμογεννητριών, το 41,74% θεωρεί ότι μάλλον δεν αλλοιώνουν την ομορφιά των κτιρίων ή του φυσικού περιβάλλοντος. Για το 65,31% οι συχνές ενστάσεις στη χωροθέτηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από τοπικές αρχές ή οργανώσεις αποτελούν κομματικές αντιπαλότητες.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, ο δρ Κοσμόπουλος τονίζει ότι πριν από δέκα χρόνια υπήρχε πιο σθεναρή αντίσταση στις εγκαταστάσεις ΑΠΕ μεγάλης κλίμακας, με κύριο επιχείρημα την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. «Σήμερα φαίνεται πως οι περισσότεροι άνθρωποι ενδιαφέρονται περισσότερο για την εγκατάσταση ΑΠΕ, τόσο για φωτοβολταϊκά σε κτίρια και χωράφια όσο και για ανεμογεννήτριες σε σέλες βουνών, που φαίνεται να είναι πιο αποδεκτές σε σχέση με τις αντίστοιχες προηγούμενες έρευνές μας», αναφέρει.
Γνωστικό επίπεδο
Γενικά, το γνωστικό επίπεδο του κοινού σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας φαίνεται να έχει αυξηθεί. Η χρήση των ηλιακών θερμοσιφώνων είναι ευρεία και έχουν αυξηθεί οι ηλιακοί συλλέκτες. Την ίδια στιγμή, υπάρχει πολύ μικρή εμπειρία σε τηλεθέρμανση για οικισμούς και γεωθερμία για κτίρια και οικισμούς, ενώ και η μικρή ανεμογεννήτρια για τα κτίρια παραμένει ακόμα άγνωστη. «Το κοινό γνωρίζει ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συμβάλλουν στην ελαχιστοποίηση της ρύπανσης του περιβάλλοντος και ταυτόχρονα παρέχουν τη δυνατότητα μείωσης της εξάρτησης από εισαγόμενο πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος θεωρείται ότι συμβάλλει στη μείωση του φαινομένου του θερμοκηπίου και ίσως στη μείωση της κλιματικής αλλαγής».
Η έρευνα του δρα Κοσμόπουλου παρουσιάστηκε στο 11ο Διεθνές Συνέδριο στη Διαχείριση, στη Μηχανική, στον Σχεδιασμό και στην Οικονομική του Περιβάλλοντος (CEMEPE 2024) που διοργάνωσε το Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο στη Λευκάδα.