Τέλος εποχής στο «λαϊκό καπιταλισμό» των ΑΠΕ

Η Ελλάδα κατέχει ηγετική θέση παγκοσμίως όσον αφορά τη διείσδυση της ηλιακής ενέργειας.

Είμαστε τέταρτοι στον κόσμο με βάση την παραγωγή ρεύματος από φωτοβολταϊκά ανά κάτοικο. Δεύτεροι στον κόσμο, πίσω από τη Χιλή, αν λάβουμε υπόψιν ένα άλλο δείκτη, το μερίδιο ηλιακής παραγωγής στο ενεργειακό μείγμα της χώρας.

Αυτό είναι ένα αρκετά αξιοσημείωτο επίτευγμα και συνέβη γρήγορα.

Απίστευτα γρήγορα, είναι μάλλον το πιο σωστό, αν σκεφτεί κανείς ότι πριν από μια δεκαετία τον τόνο έδινε η χρήση του λιγνίτη, τη θέση του οποίου στη Δ. Μακεδονία και παντού αλλού, παίρνουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Δεν επένδυσαν μόνο οι μεγάλοι παίκτες στον μετασχηματισμό αυτό, πρώτοι έκαναν την αρχή, οι μικροί, άνθρωποι με 300 - 400.000 ευρώ στην άκρη, που είδαν προ δεκαετίας την ευκαιρία, συμβουλεύτηκαν τους ειδικούς και μπήκαν στον χορό.

Τώρα ήρθε η ώρα να τους πει κάποιος ότι δεν έλυσαν το πρόβλημα της ζωής τους, όπως πίστευαν, ότι λίγοι θα αντέξουν. Αυτοί που μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη του επιχειρηματικού ρίσκου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η επίγνωση πως για μερικές ώρες της ημέρας μπορεί να μην εισπράττουν έσοδα για την παραγωγή τους ή η παραγωγής τους να απορρίπτεται, να «πετιέται στα σκουπίδια».

Είναι η σκληρή πραγματικότητα των ΑΠΕ για τους μη επαγγελματίες.

Αυτό σημαίνει πως τα έσοδα από τις ανανεώσιμες θα μειώνονται και αυτές θα αρχίσουν να γίνονται λιγότερο ελκυστικές, μέχρις ότου επέλθει η ισορροπία.

Πού θα βρεθεί αυτή; Όταν η αγορά θα συγκεντρωθεί σε παίκτες που διαθέτουν μια σειρά από ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, με πρώτα τη γεωγραφική διασπορά, τις οικονομικές δυνατότητες, το know-how για να προσαρμοστούν στη νέα κανονικότητα. 

Αλήθεια, ποιος μικρός παίκτης με μόνο ένα φωτοβολταϊκό πάρκο μπορεί να αντέξει να μην πληρώνεται για τις πλέον παραγωγικές ώρες της ημέρας; Να βλέπει μηδενικά έσοδα στον λογαριασμό του από το οποίο πληρώνεται το τραπεζικό του δάνειο, διάρκειας 25 ετών, όση και η περίοδος λειτουργίας του πάρκου; Όταν παρά τον άφθονο ήλιο, οι τιμές στη χονδρική του ρεύματος λόγω υπερπροσφοράς φωτοβολταϊκών και χαμηλής ζήτησης είναι αρνητικές;

Στην πράσινη μετάβαση βάλαμε απλώς το κάρο μπροστά από το άλογο. Σπεύσαμε να γεμίσουμε με φωτοβολταϊκά και μετά αναρωτηθήκαμε αν έχουμε μπαταρίες για να αποθηκεύουν την περίσσεια ενέργεια και δίκτυα για να μπορούν να τη σηκώσουν.

Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι ελληνικό. Από την Πορτογαλία και την Ισπανία έως τη Γερμανία και τη Βουλγαρία, ο «λαϊκός καπιταλισμός» των ΑΠΕ χάνει την αίγλη του. Συνειδητοποιούν παντού ότι αυτό που φαινόταν μερικά χρόνια πριν ως μια από τις πιο ασφαλείς επενδύσεις λόγω των εγγυημένων τιμών, σήμερα δεν είναι.

Σίγουρα, τα συστήματα αποθήκευσης είναι η μόνη λύση. Αλλά όσο δεν υπάρχει ακόμη φθηνή τεχνολογία στις μπαταρίες και νέα δίκτυα, (κάτι που θα πάρει χρόνια), θα βλέπουμε όλο και πιο «άγριες» καταστάσεις με τις αρνητικές τιμές. Ας μη ξεχνάμε ότι ακόμη και να πέσουν ραγδαία οι τιμές στις μπαταρίες, η κάλυψη της Ελλάδας θα πάρει καιρό.

Αυτή η πραγματικότητα έχει θορυβήσει τις τράπεζες, τόσο για τα δάνεια που έχουν δώσει για έργα τα οποία δεν καλύπτονται από εγγυημένες τιμές, όσο και για τα νέα δάνεια που θα δώσουν από εδώ και πέρα.

Σε κάποια τουλάχιστον τραπεζικά ιδρύματα η μείωση για νέες χορηγήσεις σε ΑΠΕ φτάνει το τελευταίο πεντάμηνο το 30% - 40%. Ακόμη και αυτοί οι λιγότεροι δανειολήπτες περνούν από «κρησάρα», τους ζητούνται υψηλότερα ίδια κεφάλαια, μεγαλύτερες εξασφαλίσεις, διμερή μακροχρόνια συμβόλαια ηλεκτρικής ενέργειας (PPAs), υψηλότεροι δείκτες κάλυψης ως προς το κατά πόσο οι ετήσιες ταμειακές τους ροές ξεπερνούν τις δόσεις του δανείου. Αυτός με τη σειρά του ο φόβος των τραπεζών αναμένεται να επιβραδύνει την ανάπτυξη των ΑΠΕ.

Το ένα θέμα επομένως αφορά τους χιλιάδες μικρομεσαίους επενδυτές. Το δεύτερο τις τράπεζες και το τέλος εποχής στα πολλά δάνεια για ΑΠΕ.

Κάποιοι θα αναρωτηθούν, καλά όλα αυτά, γιατί τότε τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση δεν έσπευσε να κρούσει ένα καμπανάκι κινδύνου; Να στείλει ένα μήνυμα ότι η αγορά των ΑΠΕ δεν είναι Ελντοράντο;

Ένας αντίλογος είναι ότι δεν αποτελεί δουλειά μιας κυβέρνησης να νουθετεί τους πολίτες για το που θα επενδύσουν τα χρήματα τους. Είναι ατομική επιλογή του καθενός τι ρίσκα θα αναλάβει, συμβουλευόμενος τους ειδικούς, μελετώντας την αγορά και ακολουθώντας τη δική του κρίση.

Ασφαλώς και δεν είναι μικρή επιτυχία να είμαστε 4οι στον κόσμο, όσον αφορά την παραγωγή κιλοβατωρών (kWh) ετησίως ανά κάτοικο, πίσω μόνο από την Αυστραλία, την Ολλανδία και την Ισπανία. Πόσω μάλλον 2οι, σχετικά με την παραγωγή των φωτοβολταϊκών, πίσω μόνο από τη Χιλή, με μερίδιο 19% που φέτος προφανώς θα αυξηθεί περισσότερο.

Απλώς αυτές οι επιτυχίες επετεύχθηκαν με επενδύσεις που υπερβαίναν κατά πολύ τις ανάγκες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων μιας χώρας σαν την Ελλάδα, χωρίς ισχυρή ζήτηση, δηλαδή μεγάλα φορτία, τα οποία προέρχονται μόνο όταν έχεις βιομηχανία.

Της επιθυμίας του κόσμου να επενδύσει το κομπόδεμά του σε ένα φωτοβολταϊκό για να αποκτήσει ένα δια βίου εισόδημα έπρεπε να είχε προηγηθεί η απάντηση στο ερώτημα, τι θα γίνει με όλη αυτή η παραγωγή. Το ερώτημα ούτε ποτέ τέθηκε, ούτε και απάντηση δόθηκε.

Ακόμη χειρότερα, σήμερα υπάρχουν αρκετοί μικροεπενδυτές που δεν έχουν χωνέψει τη νέα πραγματικότητα, που πιστεύουν ότι τα φωτοβολταϊκά είναι η διέξοδος ζωής για μια διασφαλισμένη απόδοση, ότι λεφτά υπάρχουν και ότι με κάποιο «μαγικό» τρόπο θα πληρωθούν.

k