«Κάποτε, η ατομική ενέργεια ένωνε την Ευρώπη. Σήμερα τη διχάζει». Αυτή τη διαπίστωση έκανε από το 2021 ο «Economist», σχολιάζοντας τα – ορατά από τότε, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και προκληθεί η ενεργειακή κρίση – στρατόπεδα που διαμορφώνονταν στις τάξεις των εταίρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης αναφορικά με το ενεργειακό της μέλλον και την «πράσινη μετάβαση». Εκτοτε, η παραπάνω εκτίμηση δικαιώθηκε απολύτως από τις εξελίξεις, με τα διάφορα πολιτικά και επιχειρηματικά λόμπι να πιέζουν προς τη δική τους κατεύθυνση τα κέντρα αποφάσεων, δηλαδή τις κυβερνήσεις και το Συμβούλιο, την Ευρωβουλή και την Κομισιόν, που αναγκάζονται να οδηγηθούν σε επιλογές οι οποίες συχνά δεν μπορούν να αιτιολογηθούν εύκολα.
Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί, αναμφίβολα, ο συμβιβασμός που έγινε στο πλαίσιο του αποκαλούμενου «Green Deal», μετά από τη δημόσια αντιπαράθεση η οποία είχε προηγηθεί ανάμεσα σε Βερολίνο και Παρίσι, που δεν μετακινήθηκαν ούτε χιλιοστό από τις θέσεις τους. Με αποτέλεσμα, όπως ίσως γνωρίζουν πολλοί, ο «οδικός χάρτης» που καταλήχθηκε να δίνει ουσιαστικά το «πράσινο φως» και στη χρήση της ατομικής ενέργειας – και μάλιστα, όχι μόνο μέχρι να ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής τους οι υπάρχοντες αντιδραστήρες, αλλά και με την κατασκευή νέων.
Το σίγουρο είναι πως η εικόνα που έχει διαμορφωθεί μιλά από μόνη της και αποκαλύπτει ότι οι εταίροι δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα ακόμη θέμα ζωτικής σημασίας για το μέλλον της «ενωμένης Ευρώπης» και του σχεδόν μισού δισεκατομμυρίου των πολιτών της: Εάν η ατομική ενέργεια είναι αναγκαία και «καθαρή» ή εάν πρέπει να αποκλειστεί από το μελλοντικό «χαρτοφυλάκιο» της Ευρώπης. Για του λόγου το αληθές, σήμερα υπάρχουν στο έδαφος των 12 από τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ 167 εν λειτουργία αντιδραστήρες που παράγουν πυρηνική ενέργεια, με τη μερίδα του λέοντος να αναλογεί στη Γαλλία (56). Την ίδια στιγμή, δεκάδες ακόμη βρίσκονται σε κατάσταση αδράνειας σε μια σειρά χώρες, κυρίως εκείνες οι οποίες έχουν αποφασίσει να εγκαταλείψουν τη συγκεκριμένη μορφή, όπως η Ιταλία και η Γερμανία.
Γαλλία και Γερμανία σε διαφορετικούς δρόμους
Στη Γερμανία, συγκεκριμένα, η κυβέρνηση του Ολαφ Σολτς επέλεξε να τηρήσει το χρονοδιάγραμμα που είχε συμφωνηθεί επί καγκελαρίας της Ανγκελα Μέρκελ και να βάλει «λουκέτο», τον Απρίλιο του 2023, στους τρεις τελευταίους εν λειτουργία πυρηνικούς αντιδραστήρες. Κι αυτό, παρά τις αντιθέσεις που προκάλεσε στο εσωτερικό της, ανάμεσα στα τρία κόμματα που τη συγκροτούν, η ενεργειακή κρίση που προκάλεσε ο πόλεμος και το σαμποτάζ στο σύστημα των αγωγών φυσικού αερίου Nord Stream 1 και 2 στη Βαλτική. Οπως επίσης, παρά την έντονη πίεση που ασκεί η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το μοναδικό κόμμα που τάσσεται σήμερα ανοιχτά κατά του ευρωπαϊκού «Green Deal» και υπέρ της επαναφοράς της ατομικής ενέργειας, με το επιχείρημα ότι μόνο έτσι οι Γερμανοί θα αισθάνονται ασφαλείς σε αυτόν τον τομέα και η εξέλιξη των τιμών θα είναι προβλέψιμη.
Την ίδια στιγμή, στη Γαλλία, ο Εμανουέλ Μακρόν κινείται προς αντίθετη κατεύθυνση, καταστρώνοντας φιλόδοξα σχέδια για ένα «πυρηνικό μέλλον», έχοντας οικοδομήσει ένα ισχυρό «μέτωπο» με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ (κυρίως από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη) που δεν θέλουν ούτε να ακούσουν για κατάργηση των αντιδραστήρων τους. «Αυτό που καλούμαστε να οικοδομήσουμε σήμερα είναι η αναγέννηση της πυρηνικής βιομηχανίας της Γαλλίας, επειδή είναι η σωστή στιγμή, επειδή αυτό είναι το σωστό για το έθνος μας και επειδή όλα είναι εντάξει» έλεγε χαρακτηριστικά ο γάλλος πρόεδρος στις αρχές Φεβρουαρίου του 2022, την παραμονή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Με αυτά τα λόγια παρουσίασε το όραμά του για την κατασκευή 14 αντιδραστήρων νέας γενιάς μέσα στις επόμενες δεκαετίες, που θα διασφαλίσουν πως το 65% των συνολικών αναγκών της χώρας σε ηλεκτρισμό που καλύπτουν σήμερα οι υπάρχοντες, όχι απλώς δεν θα μειωθεί, αλλά ενδεχομένως και να αυξηθεί.
Αυξάνονται οι ενεργειακές ανάγκες του πλανήτη
Πρόσφατα, μάλιστα, ο υπουργός Οικονομικών ξεκαθάρισε πως η χώρα του δεν προτίθεται να δεχθεί κυρώσεις από τις Βρυξέλλες για το γεγονός ότι το 2020 ήταν η μοναδική από τους «27» που δεν έπιασε τους στόχους για το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών. «Η Γαλλία δεν πρόκειται να πληρώσει πρόστιμο. (…) Δεν βλέπω τον λόγο γιατί μια χώρα πρέπει να τιμωρηθεί από τη στιγμή που σημειώνει επιτυχία σε επίπεδο κλίματος» δήλωσε ο Μπρινό Λε Μερ, επικαλούμενος το γεγονός των πολύ χαμηλών εκπομπών «αερίων του θερμοκηπίου».
Σε αυτό το φόντο, δεν είναι δύσκολο η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών της ΕΕ να παθαίνει… βέρτιγκο όσον αφορά τον δρόμο που πρέπει να επιλέξει για να φτάσει στην επόμενη μέρα. Δεν χωράει αμφιβολία, πάντως, ότι εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν στην πράξη, ειδικά όσο οι ενεργειακές ανάγκες του πλανήτη – μαζί και της Ευρώπης – αυξάνονται, συχνά με στρεβλό τρόπο. Είναι κάτι, άλλωστε, που καθιστά ακόμη πιο προβληματική τη δεδομένη αστάθεια των ενεργειακών δικτύων που συνεπάγεται η διαρκώς αυξανόμενη τροφοδοσία τους από ανανεώσιμες πηγές, οι οποίες έτσι κι αλλιώς εξαρτώνται από την «αστάθεια» της φύσης και των δυνάμεών της.
Τα υπέρ και τα κατά
Υπέρ: Δεν συμβάλλει στην κλιματική κρίση. Σε αντίθεση με τις μονάδες παραγωγής ενέργειας οι οποίες χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη ορυκτά καύσιμα – φυσικό αέριο, πετρέλαιο και γαιάνθρακα –, οι πυρηνικοί αντιδραστήρες παράγουν πολύ μικρές, αμελητέες, σύμφωνα με τους υποστηρικτές τους, ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα και των υπολοίπων από τα αποκαλούμενα «αέρια του θερμοκηπίου». Σύμφωνα με τη World Nuclear Association, για κάθε γιγαβατώρα (GWh) ισχύος εκπέμπονται 29 τόνοι διοξειδίου, έναντι άνω των 1.000 τόνων από μια μονάδα η οποία λειτουργεί με λιγνίτη και 860 για την περίπτωση που τροφοδοτείται με αέριο. Οσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές, κάθε GWh που παράγεται από ένα ηλιακό πάρκο ισοδυναμεί με εκπομπές 85 τόνων διοξειδίου, ενώ το αντίστοιχο ποσό από ανεμογεννήτριες είναι 26 τόνοι.
Κατά: Η απειλή ατυχήματος και τα απόβλητα. Οι τραγωδίες του Τσέρνομπιλ, του Θρι Μάιλ Αϊλαντ και πιο πρόσφατα (2011) της Φουκουσίμα, καθώς και η απειλή που αντιπροσωπεύει η λειτουργία της μονάδας της Ζαπορίζια (της μεγαλύτερης στην Ευρώπη) στο επίκεντρο του πολέμου στην Ουκρανία, αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες του διαρκούς κινδύνου ενός «πυρηνικού ατυχήματος», που δεν μπορεί να αποκλειστεί όσα μέτρα κι αν ληφθούν. Από την άλλη, μπορεί η ατομική ενέργεια να μη «βρωμίζει» την ατμόσφαιρα, δεν ισχύει όμως το ίδιο με το υπέδαφος του πλανήτη. Σύμφωνα με τους υπάρχοντες υπολογισμούς, από τους εν λειτουργία πυρηνικούς αντιδραστήρες παράγονται ετησίως περίπου 34.000 κυβικά μέτρα ραδιενεργών αποβλήτων, τα οποία αναγκαστικά «θάβονται» μετά τη χρήση τους, η οποία διαρκεί 3-6 χρόνια, αφού πρώτα ψυχθούν. Ακόμη και με βάση τους πιο αισιόδοξους υπολογισμούς, απαιτούνται 1.000 ως 10.000 χρόνια μέχρις ότου οι ποσότητες ραδιενέργειας που εκπέμπονται από τα απόβλητα να φτάσουν εκείνες της πρώτης ύλης που εξορύσσεται.
Υπέρ: Φθηνή λειτουργία, μεγάλη απόδοση. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το λειτουργικό κόστος μιας μονάδας με πυρηνικούς αντιδραστήρες αντιπροσωπεύει το 30%-50% μιας μονάδας που λειτουργεί με πρώτη ύλη τον γαιάνθρακα και το 20%-25% μιας μονάδας που τροφοδοτείται με φυσικό αέριο. Παράλληλα, η απόδοσή της – ήτοι η αναλογία της παραγόμενης ενέργειας σε σύγκριση με την ποσότητα του καυσίμου – είναι πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με όλες τις άλλες μορφές.
Κατά: Πολύ ακριβή κατασκευή. Το κόστος για την κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων αυξάνει διαρκώς και είναι πλέον πολλαπλάσιο σε σύγκριση με τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, με αποτέλεσμα πολλές φορές η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος να κρίνεται ασύμφορη οικονομικά από τις κυβερνήσεις και τις εταιρείες που έχουν αναλάβει τη χρηματοδότηση και τη λειτουργία τους. Για του λόγου το αληθές, ενώ για μια μονάδα παραγωγής ενέργειας από φυσικό αέριο υπολογίζεται πως η πρώτη ύλη αντιπροσωπεύει το 70% του τελικού κόστους που φτάνει στους καταναλωτές, για την περίπτωση των πυρηνικών αντιδραστήρων το ποσοστό φτάνει στο 60%-80%.
Συντονισμός: Αγγελος Σκορδάς
Επιμέλεια: Παναγιώτης Σωτήρης