Πόσο κοστίζει η κλιματική κρίση και ποιος πληρώνει για αυτήν;
Ηκλιματική αλλαγή βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς κοινότητας. Οι επιπτώσεις της είναι πλέον ορατές από άκρη σε άκρη και οι επισημάνσεις – προειδοποιήσεις των ειδικών για το κόστος της κλιματικής κρίσης, διαρκώς πληθαίνουν.
Μέσα σε μια δεκαετία, μέχρι το 2019, σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού (WMO), τα ακραία καιρικά φαινόμενα και οι αλλαγές στο κλίμα και τους υδάτινους πόρους έχουν προκαλέσει οικονομικές απώλειες που εκτιμώνται σε 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το αντίστοιχο μέγεθος της δεκαετία του 1970 ήταν 184 δισεκατομμύρια.
Το θετικό είναι πως τα συστήματα έγκαιρων προειδοποιήσεων και οι βελτιώσεις στη διαχείριση καταστροφών έχει μειώσει τον αριθμό των ανθρώπων που χάνονται. Όμως για το κόστος της κλιματικής κρίσης και τον κοινωνικό αντίκτυπο δεν έχει βρεθεί κάποια λύση και ο λογαριασμός αυξάνεται συνεχώς. Τα ακραία φαινόμενο που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή αναμένεται να γίνουν συχνότερα και εντονότερα τα επόμενα χρόνια.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα φιλοξενήσουν την 28η Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, γνωστή ως COP28, από τις 30 Νοεμβρίου έως τις 12 Δεκεμβρίου.
Η κλιματική αλλαγή αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως ένας υπαρξιακός κίνδυνος και κατατάσσεται ως μια από τις βασικές απειλές στην Έκθεση Παγκόσμιων Κινδύνων 2023 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Το 70% των ερωτηθέντων αξιολογεί τα υπάρχοντα μέτρα ως «αναποτελεσματικά» ή «εξαιρετικά αναποτελεσματικά».
Μόνο τους πρώτους εννέα μήνες του 2023, η Κίνα, σύμφωνα με επίσημα κυβερνητικά στοιχεία, υπέστη από φυσικές καταστροφές άμεσες (βροχές, κατολισθήσεις, τυφώνες) οικονομικές απώλειες άνω των 42 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Στην Αφρική μέχρι το 2021 οι οικονομικές απώλειες ανήλθαν σε 43 δισεκατομμύρια δολάρια, στη Νότια Αμερική σε 115,2 δισεκατομμύρια δολάρια και στη Βόρεια Αμερική, την Κεντρική Αμερική και την Καραϊβική σε 2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το αντίστοιχο κόστος στην Ευρώπη ήταν 562 δισεκατομμύρια δολάρια.
Με βάση την αρχή του ο «ρυπαίνων πληρώνει», τα προηγμένα βιομηχανικά κράτη έχουν συνεισφέρει και περισσότερο για την ανθρωπογενή κλιματική κρίση, καθώς για δεκαετίες η ανάπτυξή της βασίστηκε στην καύση ορυκτών καυσίμων. Όμως τα κεφάλαια υπολείπονται των στόχων και οι στόχοι υπολείπονται των αναγκών.
Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, ως οι μεγαλύτεροι ιστορικά ρυπαντές, καλούνται να πληρώσουν σε μεγάλο βαθμό τον λογαριασμό για την κλιματική αλλαγή. Από την πλευρά τους, υποστηρίζουν πως στη χρηματοδότηση θα πρέπει να συμμετέχουν και οι οικονομικά ισχυρές αναδυόμενες οικονομίες, όπως για παράδειγμα η Κίνα, η οποία αναγνωρίζεται ως ο μεγαλύτερος ρυπαντής CO2 στον κόσμο.
Ο στόχος για 100 δισεκατομμύρια ετησίως και η πραγματικότητα
Οι κεντρικοί άξονες της «αποζημίωσης» για την κλιματική κρίση, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην Παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής για το Κλίμα που πραγματοποιήθηκε στο Ρίο Ντε Τζανέιρο το 1992, είναι από τη μία η οικονομική υποστήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών ώστε οι οικονομίες τους να απομακρυνθούν από τα ορυκτά καύσιμα και από την άλλη η χρηματοδότηση των φτωχότερων κρατών που πλήττονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή και αδυνατούν να προσαρμοστούν στο μεταβαλλόμενο κλίμα.
Το 2009, στη Διάσκεψη Κορυφής του ΟΗΕ για το Κλίμα, ελήφθη μια πολύ συγκεκριμένη δέσμευση. Οι μεγάλες βιομηχανικές χώρες θα έπρεπε να συγκεντρώνουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, έως το 2020, ώστε τα χρήματα αυτά να διανεμηθούν για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Στην αντίστοιχη διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε το 2015 στο Παρίσι, συμφωνήθηκε μια παράταση του «ταμείου για την κλιματική κρίση» έως το 2025. Η άντληση κεφαλαίων γίνεται κατά κύριο λόγο από τους δημόσιους πόρους των βιομηχανικών χωρών, ωστόσο όλο και περισσότερο επιχειρείται η άντληση και από ιδιωτικά κεφάλαια.
Σύμφωνα με τη Deutsche Welle, τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) δείχνουν ότι ο στόχος των 100 δισεκατομμυρίων σε καμία περίπτωση δεν καλύπτεται. Για παράδειγμα το 2020, η διεθνής χρηματοδότηση ανήλθε σε 83 δισεκατομμύρια δολάρια.
«Για αρχή αυτό ακούγεται ως ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, αλλά οι ανάγκες των φτωχότερων χωρών στον Παγκόσμιο Νότο ξεπερνούν κατά πολύ αυτό το νούμερο», δήλωσε ο Γιαν Κοβαλτζιγκ, υπεύθυνου της Oxfam στη Γερμανία για την κλιματική αλλαγή και την κλιματική πολιτική.
«Γνωρίζουμε από μελέτες πως μόνο το κόστος προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή σε αυτές τις χώρες θα ξεπεράσει τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2030. Και αυτό δεν περιλαμβάνει το κόστος για τις δράσεις με στόχο τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής σε αυτές τις χώρες», συμπλήρωσε.
Επίσης, σύμφωνα με διεθνείς οργανισμούς, η αναφορά για χορήγηση κεφαλαίου ύψους 83 δισεκατομμυρίων δολαρίων είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματική. Η Oxfam υπολογίζει πως το 2020 το μέγιστο ποσό που χορηγήθηκε είναι στην πραγματικότητα 24,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτή ήταν η πραγματική βοήθεια που δόθηκε για την κλιματική κρίση.
«Πολλά από τα έργα που αναφέρεται πως χρηματοδοτούνται έχουν στην πραγματικότητα μικρό αντίκτυπο στο κλίμα», σημειώνει η Oxfam. «Επιπλέον, οι βιομηχανικές χώρες έχουν πιστώσει πολλά δάνεια για να καλύψουν την υπόσχεση των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων», υπογραμμίζει η Σαμπίν Μινινγκερ από την οργάνωση «Bread for the World». Οι αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να αποπληρώσουν αυτά τα δάνεια και «αυτό είναι απάτη», τονίζει.
Οι αποπληρωμές αυξάνουν το βάρος του χρέους των φτωχότερων χωρών στον Παγκόσμιο Νότο, συμπληρώνει ο Γιαν Κοβαλτζιγκ της Oxfam και προσθέτει: «Θα πληρώσουν δηλαδή για μια κρίση στην οποία τελικά έχουν συνεισφέρει ελάχιστα ή καθόλου».