Κλιματική κρίση: Ο πλανήτης χάνει το μεγάλο στοίχημα του Παρισιού
Σε απόσταση αναπνοής από τον στόχο του 1,5°C κάτω από τον οποίο θα πρέπει να συγκρατηθεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη -σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα-, σε συνδυασμό με την επίτευξη ενός ουδέτερου ισοζυγίου άνθρακα μέχρι το 2050, όπως όριζε η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα που υπεγράφη το 2015, βρίσκεται η ανθρωπότητα.
Σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Climate Change στις 30/10, το παράθυρο του χρόνου φαίνεται να κλείνει πιο γρήγορα απ’ ό,τι αναμενόταν, καθώς η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι πια χειροπιαστή και τα δεδομένα που έδωσε στη δημοσιότητα το ευρωπαϊκό παρατηρητήριο Copernicus έρχονται να το επιβεβαιώσουν. Το 2023 είναι πλέον «πρακτικά βέβαιο» πως θα αποδειχθεί η θερμότερη χρονιά στα χρονικά, ξεπερνώντας το προηγούμενο ετήσιο ρεκόρ του 2016, καθώς η μέση θερμοκρασία είναι κατά 1,43 βαθμούς Κελσίου πάνω από εκείνη της προβιομηχανικής εποχής. Αλλωστε και ο περασμένος Ιούλιος, αλλά και ο Σεπτέμβριος, ήταν, σύμφωνα με την υπηρεσία, οι θερμότεροι μήνες στην «ιστορία τους» από τότε που διαθέτουμε δεδομένα.
Το 2023 είναι πλέον «πρακτικά βέβαιο» πως θα αποδειχθεί η θερμότερη χρονιά στα χρονικά, ξεπερνώντας το προηγούμενο ετήσιο ρεκόρ του 2016.
Κομβικό ρόλο στη δραματική αυτή αλλαγή παίζουν τα αυξανόμενα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα, αλλά και των υπόλοιπων θερμοκηπικών αερίων που ανεβάζουν τις θερμοκρασίες εφόσον παγιδεύονται στη γήινη ακτινοβολία. Γι’ αυτό και οι συντάκτες της μελέτης επιχείρησαν να κάνουν μια εκτίμηση για τις εκπομπές που αντέχει ο πλανήτης, προκειμένου να παραμείνουμε εντός στόχου.
Ο «προϋπολογισμός» των θερμοκηπικών αερίων
Προκειμένου να υπολογίσουν οι επιστήμονες πότε θα φτάσει η ανθρωπότητα αυτό το όριο, έκαναν έναν «προϋπολογισμό» του διοξειδίου του άνθρακα που «επιτρέπεται» να εκλυθεί στην ατμόσφαιρα μέχρι να αγγίξουμε τον 1,5°C, βάζοντας όμως στην εξίσωση και την παράμετρο των αερολυμάτων, δηλαδή των σωματιδίων αιθάλης που προέρχονται από την καύση ορυκτών καυσίμων. Κι αυτό, γιατί ενώ τα αερολύματα παίζουν αρνητικό ρόλο τόσο στην υγεία του ανθρώπου όσο και στην ατμοσφαιρική ρύπανση, δείχνουν ταυτόχρονα να παρουσιάζουν, έστω βραχυπρόθεσμα, ένα απροσδόκητο όφελος για το κλίμα, μιας και βοηθούν στην «ψύξη» της ατμόσφαιρας αντανακλώντας την ηλιακή ακτινοβολία πίσω στο διάστημα. Ωστόσο, οι προσπάθειες να καθαριστεί η ατμόσφαιρα, μέσα από την ελάττωση της καύσης βαριά ρυπογόνων καυσίμων, έχουν αποτέλεσμα ο αριθμός των αερολυμάτων να μειώνεται, κι αυτό δείχνει να επιταχύνει την άνοδο των θερμοκρασιών.
Μάλιστα, σύμφωνα με τους ερευνητές, η μείωση αυτή των αερολυμάτων αφαιρεί 100 δισεκατομμύρια τόνους από την «ανεκτή» ποσότητα άνθρακα, με αποτέλεσμα, μαζί και με άλλα δεδομένα που συνυπολογίστηκαν, οι επιτρεπτοί τόνοι άνθρακα να πέφτουν στους 250 δισεκατομμύρια από 500 που είχαν υπολογιστεί από τη «Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή», βασικό συμβουλευτικό όργανο του ΟΗΕ, στις αρχές του χρόνου. Αυτή η διαφορά προκύπτει από το γεγονός ότι η εν λόγω Επιτροπή δεν είχε συνυπολογίσει τον παράγοντα των αερολυμάτων, ενώ τα δεδομένα που είχε συλλέξει έφταναν μέχρι το 2020.
Αν συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου, θα φτάσουμε τον +1,5°C τα επόμενα έξι χρόνια, δηλαδή το 2029, 11 χρόνια νωρίτερα από την ημερομηνία που όρισε η Συμφωνία του ΠαρισιούΜε βάση αυτά, οι ερευνητές καταλήγουν σε ένα αρκετά απαισιόδοξο σενάριο σημειώνοντας πως, αν συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου, θα φτάσουμε τον +1,5°C τα επόμενα έξι χρόνια, δηλαδή το 2029, 11 χρόνια νωρίτερα από την ημερομηνία που όρισε η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Επίσης, αν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου δεν μειωθούν άμεσα, η αύξηση της θερμοκρασίας θα φτάσει έως το τέλος του αιώνα τους 3 με 5 βαθμούς πάνω από τη προβιομηχανική περίοδο, ακόμα και τους 8 βαθμούς, σύμφωνα με το χειρότερο σενάριο.
Μιλώντας στην «Κ», η Δρ Ρόμπιν Λαμπόλ από το Imperial College του Λονδίνου, μία εκ των συγγραφέων της έρευνας, λέει πως στόχος της ομάδας ήταν να διασφαλίσουν ότι οι επιστήμονες θα έχουν στη διάθεσή τους, λίγο πριν από την έναρξη της COP28 στο Ντουμπάι, την καλύτερη δυνατή εκτίμηση για τον «προϋπολογισμό» του άνθρακα.
Δεν μιλάμε πια θεωρητικά για μια μελλοντική αύξηση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας και των ωκεανών. Ζούμε ήδη τις επιπτώσεις καταστροφικών πολιτικών αποφάσεων
«Η έρευνα μας δείχνει πως η παραμονή κάτω από τον 1,5°C είναι σήμερα ένας στόχος πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις», λέει η ίδια στην «Κ» και συμπληρώνει ότι «ο στόχος αυτός, όπως ορίστηκε στη Συμφωνία του Παρισιού, είναι ένας στόχος που πρέπει πραγματικά να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε ζωντανό αν θέλουμε να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο των επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να υπερτονίζουμε μόνο τον ενάμιση βαθμό. Κάθε κλάσμα κάθε βαθμού Κελσίου έχει μεγάλη σημασία για τον πλανήτη».
Οσον αφορά τα θερμοκηπικά αέρια, η ερευνήτρια σημειώνει τα εξής: «Δυστυχώς, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα δεν δείχνουν να μειώνονται. Αν όμως αρχίσουν να πέφτουν, έστω κι ελαφρώς, θα “αγοράσουμε” ακόμα λίγο χρόνο για τον πλανήτη. Το να φτάσουμε, βέβαια, παγκοσμίως το καθαρό μηδέν στις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2050 είναι εξαιρετικά δύσκολο. Κανένας από τους μεγάλους υπαίτιους για την επιβάρυνση της ατμόσφαιρας δεν έχει δεσμευτεί ακόμα γι’ αυτό. Προσωπικά θα έδινα ποσοστό κάτω από 50% για παγκόσμιο μηδενικό αποτύπωμα μέχρι το 2050».
Ο Σταύρος Ντάφης, φυσικός – μετεωρολόγος και συνεργάτης του meteo.gr του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, σημειώνει ότι «όσο οι μεγαλύτεροι ρυπαντές της ατμόσφαιρας παγκοσμίως δεν αλλάζουν τις δραστηριότητές τους, αυτές οι εκπομπές μάς οδηγούν στα πιο απαισιόδοξα σενάρια». Εξηγεί ακόμη πως το να παραμείνουμε κάτω από το όριο του 1,5°C μέχρι το 2040, όπως είχε οριστεί από τη Συμφωνία του Παρισιού, μοιάζει πια μη ρεαλιστικό. «Να σημειώσουμε ότι είχε αποφασιστεί ως ένα κομβικό σημείο για τα οικοσυστήματα του πλανήτη, με την προϋπόθεση να συνεχιστεί η μείωση εκπομπής των θερμοκηπικών αερίων, κάτι που σε μεγάλο βαθμό δεν έχει υλοποιηθεί μέχρι σήμερα», προσθέτει. Αυτό με τη σειρά του μεταφράζεται σε φυσικά φαινόμενα τα οποία περιμέναμε μετά το 2030, ωστόσο παρατηρούνται ήδη στον πλανήτη.
Στην απάντησή του γιατί μεγάλο μέρος των πολιτών συνεχίζει να υποτιμά την κλιματική κρίση, όπως πράττουν και οι κυβερνήσεις -αν και εκεί το θέμα συνδέεται άρρηκτα με οικονομικούς παράγοντες-, η κ. Λαμπόλ απαντά στην «Κ» το εξής:
«Το πρόβλημα με την κλιματική κρίση είναι ότι οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται το χρονοδιάγραμμα των δράσεων που απαιτούνται. Πολλοί συνεχίζουν να το σκέφτονται ως ένα πρόβλημα που μπορεί να διορθωθεί περιορίζοντας λίγο μερικές ενέργειες. Δεν κατανοούν ότι χρειάζεται πλήρης αναδιάρθρωση των ενεργειακών συστημάτων μας. Δεδομένου ότι οι πολιτικοί δεν καθιστούν εύκολη την αντιμετώπιση των μακροπρόθεσμων προβλημάτων, αυτά προλαβαίνουν εν τω μεταξύ να γίνονται βραχυπρόθεσμα. Το ίδιο συνέβη και με την κλιματική κρίση».