McKinsey: Ξεμένει από «καύσιμα» η ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας – Εκτροχιασμός των πράσινων στόχων
Με εκτροχιασμό απειλείται η πολυδιαφημιζόμενη ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας, με αρκετούς στόχους να αποδεικνύονται είτε μη ρεαλιστικοί, είτε σε κίνδυνο. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η εταιρεία συμβούλων McKinsey τον εξαμηνιαίο «Δείκτη Ενεργειακής Μετάβασης».
Ειδικότερα, οι συνολικά 15 δείκτες στον τρέχοντα Δείκτη Ενεργειακής Μετάβασης δεν παρουσιάζουν σημαντικές αλλαγές σε σύγκριση με την τελευταία έρευνα του Μαρτίου και πέντε δείκτες εξακολουθούν να είναι μη ρεαλιστικοί ως προς την επίτευξη του στόχου τους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το ποσοστό ποσότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ξεπερνά τους ετήσιους στόχους. Αλλά ακόμα και αυτή τη θετική παράμετρος αποδίδεται στη μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας εν μέσω της ενεργειακής κρίσης και όχι στην επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η έκθεση τονίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι η αποθεματική ικανότητα είχε επιδεινωθεί όταν τα τελευταία πυρηνικά εργοστάσια της Γερμανίας τέθηκαν εκτός λειτουργίας τον Απρίλιο και ότι τα περιθώρια αποθεμάτων θα επιδεινωθούν «δραστικά» το 2024 καθώς οι μονάδες άνθρακα θα καταργηθούν σταδιακά. Και υπογραμμίζει τον καταλυτικό ρόλο που μπορεί να παίξει το υδρογόνο.
Οι μεταφορές
Οι προοπτικές για τον τομέα των μεταφορών βελτιώθηκαν ελαφρώς με σχεδόν 2 εκατομμύρια ηλεκτρικά αυτοκίνητα στους δρόμους της χώρας τον Απρίλιο - αλλά ο αριθμός θα πρέπει να είναι υπερδιπλάσιος από αυτόν, εάν η χώρα θέλει να επιτύχει τον στόχο των 15 εκατομμυρίων έως το 2030.
Η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στους τομείς της θέρμανσης και της ψύξης επίσης αυξήθηκε το 2022, αλλά σε ποσοστό πολύ μικρό για να επιτευχθούν οι φιλοδοξίες για το κλίμα. Πιο συγκεκριμένα το μερίδιο ήταν 17,4% το 2022 και επομένως 1,5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από την τιμή του προηγούμενου έτους. Ωστόσο, για να παραμείνει στον στόχο του 50% το 2030, θα έπρεπε να ανέλθει στο 20,2%.
Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μειώθηκαν κατά 14 μεγατόνους (Mt) ισοδυνάμου CO2 το 2022 σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αλλά η έκθεση διαπιστώνει ότι δεν υποχωρούν αρκετά γρήγορα, καθώς για να επιτευχθούν οι στόχοι απαιτείται υποχώρηση κατά τουλάχιστον 44 Mt ετησίως.
Το κόστος παρέμβασης στο δίκτυο έχει αυξηθεί από λίγο κάτω από 22 ευρώ ανά MWh σε πάνω από 24 ευρώ ανά MWh και, ως εκ τούτου, είναι υψηλότερο από ποτέ από το επιθυμητό 1 ευρώ ανά MWh.
Ο δείκτης επέκτασης των δικτύων μεταφορών υπολείπεται επίσης πολύ από τους στόχους.
Το μερίδιο του ενεργειακού κόστους των νοικοκυριών στο καλάθι αγορών των καταναλωτών μειώθηκε ελαφρά από 12,9% σε 12,7%. Ωστόσο, το ενεργειακό κόστος για τα νοικοκυριά συνεχίζει να αναπτύσσεται μη ικανοποιητικά και επομένως η επίτευξη του στόχου παραμένει μη ρεαλιστική, τονίζει η McKinsey.
Τέσσερις δείκτες στο χείλος του γκρεμού
Η γερμανική οικιακή τιμή ηλεκτρικής ενέργειας είναι 31% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο - τον Δεκέμβριο του 2022 ήταν 28,5%. Με τις χαμηλότερες τιμές στη χονδρική, το ποσοστό των φόρων και των τελών, που είναι συγκριτικά υψηλά στη Γερμανία, αυξάνεται επίσης. Ως αποτέλεσμα, η επίτευξη του στόχου του δείκτη επιδεινώθηκε από 88% σε 78%.
Σύμφωνα με τη νέα πρόβλεψη για το 2022, η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας είναι 11.769 PJ, που αντιστοιχεί σε επίτευξη στόχου 83%.
Μετά το κλείσιμο των τελευταίων πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής τον περασμένο Απρίλιο, το εξασφαλισμένο περιθώριο αποθεματικών επιδεινώθηκε σημαντικά κατά 17%.
Σύμφωνα με τη νέα μεθοδολογία, το περιθώριο αποθεματικών μειώνεται πλέον από 9,2% το 2022 σε 5,0% το 2023. Αυτό οφείλεται κυρίως στη σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας. Ο αναμενόμενος παροπλισμός σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα θα επιδεινώσει περαιτέρω το περιθώριο αποθεμάτων δραστικά ήδη από το 2024, επομένως ο δείκτης παραμένει στο χείλος του γκρεμού.
Εντός των στόχων
Ωστόσο, η εταιρεία συμβούλων υπογραμμίζει ότι με βάση τους 15 δείκτες που χρησιμοποιεί για την παρακολούθηση της προόδου της ενεργειακής μετάβασης στη Γερμανία, η χώρα σε κάποιους τομείς είναι εντός των στόχων: για παράδειγμα ήδη η ποσότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ξεπερνά τους ετήσιους στόχους. Αλλά αυτό οφειλόταν στη μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας εν μέσω της ενεργειακής κρίσης και όχι στην επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, πρόσθεσε η McKinsey.
Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε από 46% το δεύτερο εξάμηνο του 2022 σε 52,3% και είναι επίσης σημαντικά υψηλότερο από το πρώτο εξάμηνο του προηγούμενου έτους (49%). Αυτή είναι η υψηλότερη τιμή από την αρχή της ενεργειακής μετάβασης.
Η τιμή της βιομηχανικής ηλεκτρικής ενέργειας συνέχισε να βελτιώνεται παρά την αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας.
Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας ήταν 20,4% πέρυσι και επομένως συνεχίζει να βελτιώνεται ελαφρά. Ο βαθμός επίτευξης του στόχου του παραμένει αμετάβλητος στο 100%.
Στον προηγούμενο «Δείκτη Ενεργειακής Μετάβασης» που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο, η McKinsey είπε ότι η Γερμανία θα πρέπει να κατασκευάσει νέους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση φυσικού αερίου και να εισαγάγει πρόσθετα μέτρα για να αποφύγει ελλείψεις ηλεκτρικού ρεύματος σε περιόδους αιχμής ζήτησης καθώς η χώρα απογαλακτίζεται από την πυρηνική ενέργεια και τα ορυκτά καύσιμα. Πέρυσι, η εταιρεία χαρακτήρισε τη δημιουργία δυναμικότητας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας της Γερμανίας «ηράκλειο έργο», προσθέτοντας ότι πιθανότατα θα πρέπει να καίει άνθρακα και φυσικό αέριο μετά το 2030.
Καταλύτης το υδρογόνο
Η εταιρεία συμβούλων υποστηρίζει επίσης ότι εάν η Γερμανία επιθυμεί να γίνει κλιματικά ουδέτερη, απαιτείται η χρήση του υδρογόνου ειδικά στα διυλιστήρια, τις βιομηχανίες χάλυβα και τις χημικές βιομηχανίες. Τονίζει ότι έχουν ήδη κάποια βήματα, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει σαφής στόχος που να λέει αξιόπιστα στους παραγωγούς, τους προμηθευτές και τους αγοραστές ποιες ποσότητες υδρογόνου μπορούν να περιμένουν και σε ποιες τιμές.
«Η οικονομία του υδρογόνου είναι ακόμη στα σπάργανα σε αυτή τη χώρα. Με τη νέα έκδοση της στρατηγικής για το υδρογόνο, οι πολιτικοί παρουσίασαν φιλόδοξα σχέδια. Τώρα είναι θέμα συνεργασίας με όλους τους εμπλεκόμενους για να αναπτύξουμε μια σαφή και αξιόπιστη εικόνα στόχου και μια διαδικασία για να φτάσουμε εκεί, έτσι ώστε να μπορούν να ληφθούν επενδυτικές αποφάσεις βραχυπρόθεσμα», λέει ο Thomas Vahlenkamp, Senior Partner στο γραφείο της McKinsey's στο Ντίσελντορφ και ένας εκ των συντακτών της μελέτης.