Η πύρρειος νίκη της Ευρώπης στο φυσικό αέριο και ο λογαριασμός του 1 τρισεκατομμυρίου
Η Ευρώπη επέζησε τον περασμένο χειμώνα με απροσδόκητη ευκολία. Οι ήπιες θερμοκρασίες βοήθησαν, όπως και η έλλειψη όρεξης στην Ασία για LNG, αλλά και τα έκτακτα μέτρα. Υπήρξε μεγάλη ανακούφιση όταν οι τιμές χονδρικής υποχώρησαν κάτω από τα επίπεδα προ του πολέμου τον Ιανουάριο και αυτό το αίσθημα εντάθηκε καθώς γέμιζαν οι ευρωπαϊκές αποθήκες αερίου. Αποστολή εξετελέσθη;
Η επίτροπος ενέργειας, Κάντρι Σίμσον, φαίνεται να το πιστεύει. Έκανε κάποιες τολμηρές δηλώσεις σε συνέντευξή της στο Politico, λέγοντας ότι το παιχνίδι του Πούτιν γύρισε μπούμερανγκ και η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο λαμβάνει τέλος. Η άμεση ενεργειακή κατάσταση της Ευρώπης είναι σίγουρα πολύ καλύτερη από ότι φοβούνταν πολλοί λίγους μήνες πριν. Όμως αυτό δεν κρύβει το γεγονός ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να πληρώνει σημαντικά ακριβότερα για το αέριο από ότι πριν το 2021, όταν η Ρωσία άρχισε να ανακατέυεται στις ευρωπαϊκές ενεργειακές αγορές πριν την εισβολή στην Ουκρανία.Οι τιμές του TTF ήταν 5,31 ευρώ/MMbtu κατά την περίοδο 2017-2020, ενώ σήμερα είναι 9,44 ευρώ και ανέρχονται σε 17 ευρώ για παράδοση τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 2024.Οι τιμές του TTF ήταν 5,31 ευρώ/MMbtu κατά την περίοδο 2017-2020, ενώ σήμερα είναι 9,44 ευρώ και ανέρχονται σε 17 ευρώ για παράδοση τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 2024.
Ποσοτικοποιώντας το πρόβλημα
Καταρχήν ας δούμε αναλυτικά τους αριθμούς. Η κατανάλωση στην Ευρώπη, δηλαδή την Ε.Ε. συν τη Νορβηγία, Τουρκία, Ουκρανία και άλλα μη-μέλη, έπεσε κατά 13% στα 499 δισ. κ.μ. το 2022. Ήταν η μικρότερη κατανάλωση από το 1995, με απότομες μειώσεις στη Φινλανδία (-48%), τη Σουηδία (-30%), την Ουκρανία (-29%), τη Λετονία (-30%) και τη Δανία (-28%). Στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη αγορά, υποχώρησε κατά 15%.
Το συμβόλαιο TTF επόμενου μήνα ήταν 38 δολάρια/MMBtu το 2022 και 16$ το 2021. Αν σχετίσουμε τις τιμές με τις ποσότητες του κάθε έτους, η ευρωπαϊκή κατανάλωση κοστολογείται με 673 δισ. δολάρια το 2022 και 330 δισ. το 2021.
Η ζήτηση αποκλειστικά της Ε.Ε. στο α' εξάμηνο του 2023 υποχώρησε κατά 17,7% σε σχέση με το μέσο όρο της περιόδου 2017-2022. Αν εφαρμόσουμε αυτό το 17,7% στη ζήτηση της ηπείρου για την ίδια περίοδο, τότε εκτιμάται μια κατανάλωση 225 δισ. κ.μ. στο α΄ εξάμηνο με το TTF στα 14,5 δολάρια/MMBtu. Αυτό μας βγάζει ένα κόστος 117 δισ. δολαρίων για το α' εξάμηνο.
Αν προστεθούν τα παραπάνω ποσά, τότε η συνολική αξία του αερίου που έκανε η Ευρώπη τους τελευταίους 30 μήνες είναι 1,12 τρισ. δολάρια. Συγκρίνεται δηλαδή με την αξία του αερίου που έκαψε όλη την προηγούμενη δεκαετία (1,35 δισ.).
δή την Ε.Ε. συν τη Νορβηγία, Τουρκία, Ουκρανία και άλλα μη-μέλη, έπεσε κατά 13% στα 499 δισ. κ.μ. το 2022. Ήταν η μικρότερη κατανάλωση από το 1995, με απότομες μειώσεις στη Φινλανδία (-48%), τη Σουηδία (-30%), την Ουκρανία (-29%), τη Λετονία (-30%) και τη Δανία (-28%). Στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη αγορά, υποχώρησε κατά 15%.
Το συμβόλαιο TTF επόμενου μήνα ήταν 38 δολάρια/MMBtu το 2022 και 16$ το 2021. Αν σχετίσουμε τις τιμές με τις ποσότητες του κάθε έτους, η ευρωπαϊκή κατανάλωση κοστολογείται με 673 δισ. δολάρια το 2022 και 330 δισ. το 2021.
Η ζήτηση αποκλειστικά της Ε.Ε. στο α' εξάμηνο του 2023 υποχώρησε κατά 17,7% σε σχέση με το μέσο όρο της περιόδου 2017-2022. Αν εφαρμόσουμε αυτό το 17,7% στη ζήτηση της ηπείρου για την ίδια περίοδο, τότε εκτιμάται μια κατανάλωση 225 δισ. κ.μ. στο α΄ εξάμηνο με το TTF στα 14,5 δολάρια/MMBtu. Αυτό μας βγάζει ένα κόστος 117 δισ. δολαρίων για το α' εξάμηνο.
Αν προστεθούν τα παραπάνω ποσά, τότε η συνολική αξία του αερίου που έκανε η Ευρώπη τους τελευταίους 30 μήνες είναι 1,12 τρισ. δολάρια. Συγκρίνεται δηλαδή με την αξία του αερίου που έκαψε όλη την προηγούμενη δεκαετία (1,35 δισ.).
Η καύση ενός τρισ. δολαρίων αερίου ώθησε το εμπορικό έλλειμμα της Ε.Ε. στα επίπεδα-ρεκόρ των -432 δισ. ευρώ το 2022. Πρόκειται για ένα τεράστιο μακροοικονομικό περιορισμό και μεγάλη ανατροπή των πρόσφατων τάσεων. Η κατανάλωση αερίου ως ποσοστό επί του ευρωπαϊκού ΑΕΠ μειώθηκε σταθερά από 0,5% το 2014 σε μόλις 0,2% το 2020, το έτος της πανδημίας και της πτώσης της ενεργειακής κατανάλωσης.
Η χειραγώγηση των ευρωπαϊκών αγορών από τη Ρωσία το 2021 και οι έντονες αυξομειώσεις λόγω του πολέμου οδήγησαν στην αντίθετη κατεύθυνση. Η κατανάλωση αερίου ως μέρος του ΑΕΠ αυξήθηκε σε 0,9% το 2021 και ξανά σε 1,6% το 2022.
Το κόστος των αγορών LNG της Ευρώπης
Ο αριθμός του 1 τρισ. δολαρίων περιλαμβάνει την ευρωπαϊκή παραγωγή και τις εισαγωγές (αγωγών και LNG). Οι ευρωπαϊκοί όγκοι έχουν τέλη και φόρους που επιστρέφονται στα ευρωπαϊκά ταμεία. Η ευρωπαϊκή παραγωγή επίσης στηρίζει την απασχόληση, άρα η οικονομική "αξία" της κατανάλωσης ακριβού αερίου για την Ευρώπη δεν είναι μονάχα αρνητική (παρόλο που για τους καταναλωτές δίχως αντασφάλιση έχει μόνο κόστος και όχι οφέλη).
Ο λογαριασμός των εισαγωγών (αγωγοι+LNG) είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο διότι εκπροσωπεί μια εκροή πλούτου από τις ευρωπαϊκές οικονομίες προς τα εξαγωγικά κράτη, άρα μπορεί να περιγραφεί ως "κόστος" για την Ευρώπη.
Χρησιμοποιώντας τις ίδιες πηγές και μεθοδολογία όπως πριν, ο λογαριασμός των εισαγωγών αερίου εκτιμάται σε 702 δισ. δολάρια από το 2021 (196 δισ. το 2021, 433 δισ. το 2022 και 73 δισ. στο α΄ εξάμηνο του 2023). Πρόκειται για τεράστιες αυξήσεις σε σχέση με το 2020, όταν η Ευρώπη δαπάνησε 36 δισ. για τις συγκεκριμένες εισαγωγές. Κατά την περίοδο 2011-2020 το κόστος ήταν 744 δισ. ή κατά μέσο όρο 74 δισ. ετησίως.
Το κόστος των εισαγωγών αυξήθηκε παρόλο που η Ευρώπη εισήγαγε λιγότερο αέριο γενικότερα. Οι εισαγωγές LNG αυξήθηκαν κατά 63 δισ. κ.μ. (+58%) το 2022, αλλά δεν αντικατέστησαν εντελώς τις ρωσικές προμήθειες, οι οποίες μειώθηκαν κατά 81 δισ. κ.μ. (-35%). Συνολικά οι εισαγωγές της Ευρώπης υποχώρησαν κατά 18 δισ. κ.μ. (-5,3%) στα 321 δισ. κ.μ. το 2022. Πρόκειται για περίπου την ίδια ποσότητα που καταναλώθηκε το 2020, αλλά το κόστος ήταν δεκαπλάσιο.
Πιο ψηλά για πόσο, πιο χαμηλά για πόσο;
Το κόστος αερίου της Ευρώπης αναμένεται να παραμείνει αυξημένο για τα επόμενα 2,5 χρόνια ακόμα και αν η ζήτηση παραμείνει χαμηλή. Η μεταβλητότητα του 2022 μπορεί να έχει καταλαγιάσει, αλλά η προθεσμιακή καμπύλη παραμένει δομικά υψηλή πολύ πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο.
Αν εφαρμόσουμε την ίδια μεθοδολογία, η αξία όλου του αερίου (εισαγωγές+ευρωπαϊκή παραγωγή) που εκτιμάται ότι θα καταναλωθεί τα επόμενα 2,5 χρόνια είναι περίπου 600 δισ. δολάρια ακόμα και με τη ζήτηση σταθερή.
Θα μπορούσε να αυξηθεί αν υπάρξει νέα ανατίμηση, αλλά δεν μοιάζει πιθανό. Η βιομηχανική κατανάλωση αερίου, που μειώθηκε περισσότερο για να εξισορροπήσει η αγορά όταν οι τιμές τρελάθηκαν, δεν δείχνει σημάδια άμεσης ανάκαμψης. Το υψηλό κόστος διαβρώνει τα περιθώρια των ενεργοβόρων βιομηχανιών, περιορίζει την όρεξη για επανέναρξη των μονάδων χάλυβα, λιπασμάτων, χημικών, κεραμικών και γυαλιού.
Χάρη στην οικονομικοποίηση της βαριάς βιομηχανίας (και την αργή μετακύλιση του κόστους στους λογαριασμούς λιανικής), τα νοικοκυριά γλίτωσαν από το πλήρες βάρος της μείωσης της κατανάλωσης. Η ζήτηση στο συγκεκριμένο τομέα είναι ιδιαίτερα ανθεκτική διότι οι πολιτικές και ανθρωπιστικές συνέπειες όταν κρυώνουν τα σπίτια είναι εντονότερες από ότι αν λειτουργεί ένα εργοστάσιο χημικών για τρεις ημέρες την εβδομάδα.
Αυτό βάζει ένα δάπεδο στη ζήτηση αερίου, αλλά ιστορικά οι υψηλές τιμές δρουν ως ταβάνι. Κάτι τέτοιο ισχύει και στην ηλεκτροπαραγωγή, όπου τα υψηλά κόστη άνθρακα και καυσίμου υπονομεύουν τα οικονομικά των μονάδων αερίου (κάτι που ισχύει από τις αρχές του φετινού έτους). Όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα, ένας σταθμός άνθρακα με απόδοση 40% έχει πολύ καλύτερα περιθώρια από ότι ένας σταθμός αερίου με 50% απόδοση.
Πιο ψηλά για πόσο, πιο χαμηλά για πόσο;
Το κόστος αερίου της Ευρώπης αναμένεται να παραμείνει αυξημένο για τα επόμενα 2,5 χρόνια ακόμα και αν η ζήτηση παραμείνει χαμηλή. Η μεταβλητότητα του 2022 μπορεί να έχει καταλαγιάσει, αλλά η προθεσμιακή καμπύλη παραμένει δομικά υψηλή πολύ πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο.
Αν εφαρμόσουμε την ίδια μεθοδολογία, η αξία όλου του αερίου (εισαγωγές+ευρωπαϊκή παραγωγή) που εκτιμάται ότι θα καταναλωθεί τα επόμενα 2,5 χρόνια είναι περίπου 600 δισ. δολάρια ακόμα και με τη ζήτηση σταθερή.
Θα μπορούσε να αυξηθεί αν υπάρξει νέα ανατίμηση, αλλά δεν μοιάζει πιθανό. Η βιομηχανική κατανάλωση αερίου, που μειώθηκε περισσότερο για να εξισορροπήσει η αγορά όταν οι τιμές τρελάθηκαν, δεν δείχνει σημάδια άμεσης ανάκαμψης. Το υψηλό κόστος διαβρώνει τα περιθώρια των ενεργοβόρων βιομηχανιών, περιορίζει την όρεξη για επανέναρξη των μονάδων χάλυβα, λιπασμάτων, χημικών, κεραμικών και γυαλιού.
Χάρη στην οικονομικοποίηση της βαριάς βιομηχανίας (και την αργή μετακύλιση του κόστους στους λογαριασμούς λιανικής), τα νοικοκυριά γλίτωσαν από το πλήρες βάρος της μείωσης της κατανάλωσης. Η ζήτηση στο συγκεκριμένο τομέα είναι ιδιαίτερα ανθεκτική διότι οι πολιτικές και ανθρωπιστικές συνέπειες όταν κρυώνουν τα σπίτια είναι εντονότερες από ότι αν λειτουργεί ένα εργοστάσιο χημικών για τρεις ημέρες την εβδομάδα.
Αυτό βάζει ένα δάπεδο στη ζήτηση αερίου, αλλά ιστορικά οι υψηλές τιμές δρουν ως ταβάνι. Κάτι τέτοιο ισχύει και στην ηλεκτροπαραγωγή, όπου τα υψηλά κόστη άνθρακα και καυσίμου υπονομεύουν τα οικονομικά των μονάδων αερίου (κάτι που ισχύει από τις αρχές του φετινού έτους). Όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα, ένας σταθμός άνθρακα με απόδοση 40% έχει πολύ καλύτερα περιθώρια από ότι ένας σταθμός αερίου με 50% απόδοση.
Πιο ψηλά για πόσο, πιο χαμηλά για πόσο;
Το κόστος αερίου της Ευρώπης αναμένεται να παραμείνει αυξημένο για τα επόμενα 2,5 χρόνια ακόμα και αν η ζήτηση παραμείνει χαμηλή. Η μεταβλητότητα του 2022 μπορεί να έχει καταλαγιάσει, αλλά η προθεσμιακή καμπύλη παραμένει δομικά υψηλή πολύ πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο.
Αν εφαρμόσουμε την ίδια μεθοδολογία, η αξία όλου του αερίου (εισαγωγές+ευρωπαϊκή παραγωγή) που εκτιμάται ότι θα καταναλωθεί τα επόμενα 2,5 χρόνια είναι περίπου 600 δισ. δολάρια ακόμα και με τη ζήτηση σταθερή.
Θα μπορούσε να αυξηθεί αν υπάρξει νέα ανατίμηση, αλλά δεν μοιάζει πιθανό. Η βιομηχανική κατανάλωση αερίου, που μειώθηκε περισσότερο για να εξισορροπήσει η αγορά όταν οι τιμές τρελάθηκαν, δεν δείχνει σημάδια άμεσης ανάκαμψης. Το υψηλό κόστος διαβρώνει τα περιθώρια των ενεργοβόρων βιομηχανιών, περιορίζει την όρεξη για επανέναρξη των μονάδων χάλυβα, λιπασμάτων, χημικών, κεραμικών και γυαλιού.
Χάρη στην οικονομικοποίηση της βαριάς βιομηχανίας (και την αργή μετακύλιση του κόστους στους λογαριασμούς λιανικής), τα νοικοκυριά γλίτωσαν από το πλήρες βάρος της μείωσης της κατανάλωσης. Η ζήτηση στο συγκεκριμένο τομέα είναι ιδιαίτερα ανθεκτική διότι οι πολιτικές και ανθρωπιστικές συνέπειες όταν κρυώνουν τα σπίτια είναι εντονότερες από ότι αν λειτουργεί ένα εργοστάσιο χημικών για τρεις ημέρες την εβδομάδα.
Αυτό βάζει ένα δάπεδο στη ζήτηση αερίου, αλλά ιστορικά οι υψηλές τιμές δρουν ως ταβάνι. Κάτι τέτοιο ισχύει και στην ηλεκτροπαραγωγή, όπου τα υψηλά κόστη άνθρακα και καυσίμου υπονομεύουν τα οικονομικά των μονάδων αερίου (κάτι που ισχύει από τις αρχές του φετινού έτους). Όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα, ένας σταθμός άνθρακα με απόδοση 40% έχει πολύ καλύτερα περιθώρια από ότι ένας σταθμός αερίου με 50% απόδοση.
Η εξαγωγή του πόνου (εις βάρος των καταναλωτών)
Το μέγεθος του 1 τρισ. δολαρίων βασίζεται σε στοιχεία υψηλού επιπέδου, άρα έχει χαμηλό βαθμό βεβαιότητας και υψηλό βαθμό σφάλματος. Ωστόσο, φανερώνει το οικονομικό κόστος βιαστικών πολιτικών αποφάσεων μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο αγώνας για αναπλήρωση των αποθηκών αερίου πάνω στα ύψη της αγοράς ήταν κατανοητός δεδομένης της εναλλακτικής - κίνδυνος ελλείψεων - όμως το κόστος ήταν προφανές τότε και οι κυβερνήσεις έβαλαν σε προτεραιότητα τους καταναλωτές.
Στη Γερμανία ο κρατικός λειτουργός Trading Hub Europe (THE) έλαβε οδηγίες να εξασφαλίσει 50 TWh (5,12 δισ. κ.μ.) αερίου από τις παγκόσμιες αγορές για να αναπληρώσει τις ποσότητες ενόψει ενός σκληρού χειμώνα που δεν ήρθε ποτέ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του αερίου (37 TWh) παραμένει αποθηκευμένο σήμερα και η υποτίμηση του εμπορεύματος σημαίνει ότι το ΤΗΕ κουβαλάει μια de facto ζημιά τουλάχιστον 7 δισ. ευρώ. Το αέριο που διατηρεί το ΤΗΕ είναι σχεδόν απαγορευτικά ακριβό διότι οι τιμές θα έπρεπε να επιστρέψουν στα τρελά επίπεδα του 2022 ώστε να είναι κερδοφόρο.
Υπάρχουν δύο σκάνδαλα εδωπέρα: Το πρώτο είναι ότι το ΤΗΕ αγόρασε αέριο στη φυσική αγορά δίχως αντασφάλιση διότι του επιτράπηκε να μετακυλίσει το κόστος στη λιανική μέσω ειδικού φόρου που στη συνέχεια ανακτά από τους καταναλωτές.
Η δεύτερη άβολη αλήθεια είναι ότι οι αγορές ύψους 702 δισ. δολαρίων της Ευρώπης συνιστούν μια εξαγωγή του πόνου προς λιγότερο εύρωστα κράτη. Το Πακιστάν που πλήττεται από κρίσεις είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για την ενεργειακή αδικία εν καιρώ πολέμου: Η χώρα αφέθηκε απροστάτευτη όταν οι έμποροι ανακατηύθυναν τα φορτία τους για να επωφεληθούν από τις αγορές που έκανε η Ευρώπη.
Χάρη στις ευρωπαϊκές πολιτικές και τις ελεύθερες αγορές, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές αναγκάστηκαν εν αγνοία τους να κινήσουν αυτή την παράνοια. Παρόλο που θα πληρώνουν το χρέος για χρόνια, το Πακιστάν δεν θα λάβει ούτε δεκάρα - ούτε χατήρια από την Ευρώπη αν και όταν οι τιμές αυξηθούν εκ νέου.
Όλα αυτά θα πρέπει να εστιάσουν την προσοχή μας στην έντονη ανάγκη για εξομάλυνση της καμπύλης ζήτησης αερίου μέσω μέτρων εξοικονόμησης, ενίσχυσης των ΑΠΕ, των διασυνδέσεων και της αποθήκευσης. Η περίοδος μετά τον κορωνοϊό ήταν μια οδηνυρή υπενθύμιση ότι οι ενεργειακές αγορές είναι εύθραυστες. Το κόστος εξασφάλισης προμηθειών βραχυπρόθεσμα στην παγκόσμια αγορά σε περιόδους αναστάτωσης μπορεί να πολλαπλασιαστεί απότομα, ενώ τα οφέλη τους να εξατμιστούν το ίδιο απότομα.
Η καύση ενός τρισ. δολαρίων αερίου δεν είναι βιώσιμη για την Ευρώπη υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Ακόμα και αν οι τιμές του αερίου υποχωρήσουν στα επίπεδα προ του πολέμου, η μείωση της ζήτησης είναι μια κίνηση που δεν θα μετανιώσουμε: Το όποιο πολιτικό κόστος θα αυτοπληρωθεί τιθασσεύοντας την τάση της Ευρώπης για μεγάλες αγορές αερίου όταν η αγορά "σφίγγει".