Κρίσιμες πρώτες ύλες: Που υστερεί η Ευρώπη;

Οι σπάνιες γαίες είναι μια κατηγορία χημικών στοιχείων που διαθέτουν μοναδικές μαγνητικές και ηλεκτροχημικές ιδιότητες. Η σπανιότητά τους οφείλεται κυρίως στη δυσκολία εξόρυξης και επεξεργασίας τους. Λόγω της βιομηχανικής τους αξίας, η παγκόσμια ζήτηση σπάνιων γαιών αυξάνεται διαρκώς.

Ο εντοπισμός στη Σουηδία κοιτασμάτων σπάνιων γαιών (πάνω από ένα εκατομμύριο τόνοι) αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη: σήμερα η ΕΕ εξαρτάται σχεδόν πλήρως από την Κίνα (98% των αναγκών της ΕΕ σε σπάνιες γαίες καλύπτονται από την Κίνα).

 

Η ΕΕ αντιμετωπίζει προβλήματα στον ανεφοδιασμό όχι μόνο σπάνιων γαιών αλλά πολλών άλλων κρίσιμων πρώτων υλών στρατηγικής σημασίας για την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Πολλές από αυτές τις κρίσιμες πρώτες ύλες χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, σε «πράσινες» τεχνολογίες και στη βιομηχανία ηλεκτροκίνησης. Χωρίς επάρκεια στις κρίσιμες πρώτες ύλες, η ΕΕ δεν θα μπορέσει να πρωτοστατήσει στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, ούτε θα μπορέσει να καλύψει πλήρως τις αμυντικές της ανάγκες.

Ένας από τους στόχους της επερχόμενης Δράσης για τις κρίσιμες πρώτες ύλες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι η διαφοροποίηση των πηγών ανεφοδιασμού και η μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτευχθεί με τη σύσφιξη εμπορικών σχέσεων με άλλες χώρες που διαθέτουν πλούσια κοιτάσματα κρίσιμων πρώτων υλών, όπως για παράδειγμα η Χιλή (πρώτη σε διαθέσιμα κοιτάσματα λιθίου), ή η Βραζιλία (τρίτη σε διαθέσιμα κοιτάσματα σπάνιων γαιών), με την προϋπόθεση πάντοτε ότι διασφαλίζονται υψηλά κοινωνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα.

Πέρα από τη διαφοροποίηση των εμπορικών εταίρων, η ΕΕ στοχεύει επίσης να επαναφέρει τμήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας στην Ευρώπη. Όπως εξηγεί άρθρο του EURACTIV,η επίτευξη αυτού του στόχου δεν είναι εύκολη για διάφορους λόγους. Παρότι είναι γνωστό ότι η γεωλογία της Ευρώπης παρουσιάζει σημαντικό κοιτασματολογικό ενδιαφέρον, πολλά εξακριβωμένα κοιτάσματα κρίσιμων πρώτων υλών στην Ευρώπη παραμένουν αναξιοποίητα. Σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης Systemiq, η ΕΕ δεν διαθέτει επί του παρόντος ικανότητα εξόρυξης ή επεξεργασίας ορυκτών σπάνιων γαιών.

Όπως δείχνει το γράφημα (το οποίο  αναφέρεται σε δεδομένα του 2020), για το λίθιο, το γραφίτη και τα πλατινοειδή (PGM),η κατάσταση είναι ελάχιστα καλύτερη (με μόνο 1%, 2% και 2% αντίστοιχα). Όσον αφορά το κοβάλτιο, που επίσης συμπεριλαμβάνεται στις 30 κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες της ΕΕ, η ΕΕ εξορύσσει 10% της εγχώριας ζήτησης. Αναφορικά με το πυρίτιο, παρότι η ΕΕ εξορύσσει 70% της εγχώριας ζήτησης, επεξεργάζεται μόλις το 37%. Για τις πρώτες ύλες που δεν ανήκουν ακόμη στην επίσημη λίστα της ΕΕ, αλλά είναι πολύ σημαντικές για τη βιομηχανία (μετά την πρόσφατη ενεργειακή κρίση αναμένεται πως περισσότερες πρώτες ύλες θα μπουν στη λίστα), όπως ο χαλκός και το νικέλιο, η ΕΕ προμηθεύεται μόνο το 14% και το 20% της ζήτησης από εγχώρια εξόρυξη.

Ένα από τα κύρια εμπόδια στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων είναι η καθυστέρηση στη διαδικασία αδειοδότησης για το άνοιγμα νέων ορυχείων, κυρίως λόγω περιβαλλοντικών ανησυχιών. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη απάντηση του διευθύνοντος σύμβουλου της εταιρείας εξόρυξης LKAB, που ανήγγειλε ότι το πότε θα ξεκινήσει η εξόρυξη των σπάνιων γαιών στη Σουηδία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ταχύτητα έκδοσης άδειας εκμετάλλευσης του κοιτάσματος. Διευκρίνισε ότι η εμπειρία δείχνει πως κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πιθανόν από 10 έως 15 χρόνια. Μια άλλη λύση που προωθείται είναι η ανακύκλωση και η ανάκτηση των κρίσιμων πρώτων υλών. Όμως, επειδή η ΕΕ έχει χαμηλή εξόρυξη στα περισσότερα κοιτάσματα, ακόμα και εάν δοθεί έμφαση στην ανακύκλωση προκειμένου να μειωθεί η χρήση πρωτογενών πρώτων υλών, η εξοικονόμηση που θα προκύψει από μόνη της δεν θα  επαρκεί.

 

Το πρόβλημα είναι ότι τα χρονικά περιθώρια είναι πλέον πολύ στενά. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η παγκόσμια ζήτηση για κρίσιμες πρώτες ύλες αναμένεται να εκτοξευθεί κατά 500% έως το 2050, προκαλώντας απότομες αυξήσεις τιμών. Επίσης, οι τιμές των σπάνιων γαιών και των μόνιμων μαγνητών, όπου η Κίνα έχει σχεδόν μονοπώλιο, αυξήθηκαν κατά 50-90% το 2021.

Εν τω μεταξύ, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Επίτροπος Thierry Breton «Για πολλές από αυτές τις βασικές πρώτες ύλες, η παγκόσμια αγορά δεν θα είναι σε θέση να καλύψει την ταχέως αυξανόμενη ζήτηση». Για αυτό οι ΗΠΑ (μέσω του πρόσφατου νόμου IRA), η Ιαπωνία, και η Νότια Κορέα προσφέρουν ήδη σημαντικά κίνητρα σε εταιρείες που επενδύουν στην εξόρυξη, στην επεξεργασία, και στην ανακύκλωση κρίσιμων πρώτων υλών.

Η προμήθεια πρώτων υλών μπορεί να γίνει ξανά γεωπολιτικό εργαλείο, όπως υπήρξε στο παρελθόν. Το 2010, η Κίνα διέκοψε εντελώς τις εξαγωγές σπάνιων γαιών προς την Ιαπωνία, για να ασκήσει πιέσεις στο Τόκιο να απελευθερώσει έναν Κινέζο ψαρά που είχε συλληφθεί από τις Ιαπωνικές αρχές. Το θέμα είναι ότι για να μην μείνει πίσω η Ευρώπη σε αυτή την σκληρή παγκόσμια «κούρσα» πρέπει να ξεκινήσει αμέσως, αρχίζοντας από εκεί όπου υστερεί περισσότερο.

(Οικονομικός ταχυδρόμος)

Σχετικά Άρθρα

Popular Articles