Μάργαρης: Η ενεργειακή μετάβαση χρειάζεται κίνητρα για πράσινες επενδύσεις και ισχυρούς διαχειριστές δικτύων
Την ανάγκη για ισχυρούς και αποτελεσματικούς διαχειριστές δικτύων ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης εν μέσω ιδιαίτερα δύσκολων διεθνών συνθηκών, επεσήμανε ο Αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ κ. Ιωάννης Μάργαρης κατά την τοποθέτησή του στο συνέδριο «Ελληνική Οικονομία & Επιχειρηματικότητα» που διοργάνωσε η εφημερίδα Ναυτεμπορική.
Ο κ. Μάργαρης τόνισε ότι «η Ελλάδα με το ανανεώσιμο δυναμικό που διαθέτει, μπορεί να αποτελέσει μία χώρα - υπόδειγμα για το πόσο γρήγορα και με πόση ασφάλεια μπορεί να προχωρήσει η ενεργειακή μετάβαση». Προς αυτή την κατεύθυνση, επεσήμανε ότι είναι ανάγκη το ρυθμιστικό περιβάλλον να παρέχει ισχυρά κίνητρα για πράσινες επενδύσεις και παράλληλα να επιτρέπει την γρήγορη υλοποίησή τους, μέσα από κρίσιμες παρεμβάσεις στο έργο των διαχειριστών, όπως η συντόμευση των αδειοδοτήσεων, αλλά και η δυνατότητα προσέλκυσης εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού.
Με τη χώρα να στοχεύει στα 25 GW εγκατεστημένης ισχύς από μονάδες ΑΠΕ τα επόμενα χρόνια, ο κ. Μάργαρης ανέδειξε την κρισιμότητα των διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων που δρομολογούνται με τη συνδρομή του ΑΔΜΗΕ καθώς, όπως εξήγησε, θα επιτρέψουν την εξαγωγή της πλεονάζουσας καθαρής ενέργειας από την Ελλάδα προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Αναφέρθηκε επίσης στις εγχώριες ηλεκτρικές διασυνδέσεις καθώς και στα σύνθετα τεχνικά έργα που υλοποιεί ο Διαχειριστής για την ασφαλέστερη ενσωμάτωση ΑΠΕ στο ηλεκτρικό σύστημα.
Ο Αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ έκανε λόγο και για την ανάγκη εξηλεκτρισμού της ευρωπαϊκής οικονομίας προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση, σχολιάζοντας ότι αν και ο πράσινος μετασχηματισμός στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας προχωρά με ικανοποιητικό ρυθμό, θα πρέπει να επιταχυνθεί και σε άλλους νευραλγικούς τομείς όπως τα κτήρια, οι μεταφορές και η γεωργία, οι οποίοι ευθύνονται για το μεγαλύτερο ποσοστό των παγκόσμιων εκπομπών αερίων ρύπων.
Ακολουθούν τα κύρια σημεία της τοποθέτησης του κ. Μάργαρη:
Ταχύτερη ενεργειακή μετάβαση με υποστηρικτικό ρυθμιστικό περιβάλλον
Τα επόμενα χρόνια που δεν θα έχουμε στη διάθεσή μας φθηνές μονάδες αποθήκευσης, θα χρειαστούμε ένα «μείγμα» από ΑΠΕ, συμβατικές μονάδες και διασυνδέσεις ώστε να εξασφαλίσουμε τη ισορροπία του ηλεκτρικού συστήματος. Χρειάζεται, λοιπόν να γίνουν βήματα προς ένα ρυθμιστικό περιβάλλον που θα εξασφαλίζει ότι έχουμε ισχυρούς διαχειριστές δικτύων καθώς και ισχυρά κίνητρα τόσο για τις εταιρείες να επενδύσουν όσο και για τους παραγωγούς να υιοθετήσουν νέες τεχνολογίες, όπως η αποθήκευση.
Παράλληλα, η τάση απεξάρτησης που υπάρχει από τα ορυκτά καύσιμα δημιουργεί μία μεγάλη ανάγκη για περισσότερα δίκτυα. Για να είμαστε όμως σε θέση να τα αναπτύξουμε με τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό, υπάρχει μία σειρά προκλήσεων που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε θεσμικό επίπεδο.
- Η πρώτη πρόκληση αφορά το αδειοδοτικό πλαίσιο που διέπει την υλοποίηση των έργων μεταφοράς, καθώς αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα η αδειοδοτική τους ωρίμανση διαρκεί αρκετά χρόνια και θα πρέπει να επιταχυνθεί.
- Η δεύτερη πρόκληση σχετίζεται με το ανθρώπινο δυναμικό. Είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να προσελκύουμε εξειδικευμένο προσωπικό από την Ελλάδα και το εξωτερικό, εάν θέλουμε να έχουμε μία πιο γρήγορη ενεργειακή μετάβαση.
- Η τρίτη πρόκληση είναι να περάσουμε στην εποχή της καθαρής ενέργειας όχι μόνο γρήγορα αλλά και με ασφάλεια. Για τον σκοπό αυτό ωριμάζουμε μία σειρά από σύνθετα τεχνικά έργα ενεργειακής μετάβασης όπως η ανάπτυξη Κέντρων Ελέγχου Ενέργειας ειδικά για τη διαχείριση της παραγωγής από ΑΠΕ.
Ηλεκτρικές διασυνδέσεις για μεγαλύτερη διείσδυση ΑΠΕ και ενεργειακή ασφάλεια
Η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει υπόδειγμα για το πόσο γρήγορα και με πόση ασφάλεια μπορεί να προχωρήσει η ενεργειακή μετάβαση. Η χώρα μας όπως και τα κράτη της Μεσογείου έχουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε ό,τι αφορά το ανανεώσιμο δυναμικό τους. Αυτή τη στιγμή η εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ στην Ελλάδα αγγίζει τα 10 GW και ο στόχος είναι να την αυξήσουμε σε 25 GW το 2030. Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον θα κάνουμε εξαγωγές μεγάλων ποσοτήτων πράσινης ενέργειας που δεν είναι δυνατόν να απορροφηθούν εσωτερικά. Για το λόγο αυτό, τα έργα των διεθνών διασυνδέσεων είναι πολύ σημαντικά για την ενεργειακή μετάβαση τόσο της χώρας μας όσο και της Ευρώπης.
Ο ΑΔΜΗΕ υλοποιεί τα τελευταία χρόνια ένα μεγάλο πρόγραμμα εγχώριων και διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων, ύψους 5 δισ. ευρώ. Οι διασυνδέσεις αυτές θα επιτρέψουν τη μεγαλύτερη δυνατή διείσδυση ΑΠΕ, θα ενισχύσουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και θα την καταστήσουν έναν κρίσιμο ενεργειακό κόμβο στην περιοχή της Μεσογείου. Στο εσωτερικό, μεταξύ άλλων, έχουμε ήδη ολοκληρώσει τις διασυνδέσεις των βορείων Κυκλάδων, τη διασύνδεση της Κρήτης με την Πελοπόννησο και κατασκευάζουμε τη δεύτερη διασύνδεση της Κρήτης με την Αττική. Η τελευταία θα αποτελέσει τμήμα της διεθνούς διασύνδεσης με την Κύπρο και το Ισραήλ, ένα έργο στο οποίο συμβάλλουμε με την τεχνογνωσία μας και είναι ώριμο χρηματοδοτικά και τεχνικά για να προχωρήσει. Έχουμε ανακοινώσει την πρόθεσή μας να συμμετέχουμε και επενδυτικά στη διασύνδεση αυτή, με την είσοδό μας στη μετοχική σύνθεση του φορέα υλοποίησης EuroAsia Interconnector, με ποσοστό 25%. Επιπλέον, ωριμάζουμε την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Αιγύπτου, σε συνεργασία με τον Αιγύπτιο Διαχειριστή EETC και τον project promoter ELICA ενώ έχουμε ξεκινήσει συζητήσεις με τους ομολόγους μας στην κεντρική Ευρώπη για μία νέα διεθνή διασύνδεση που ανακοίνωσε πριν από λίγες εβδομάδες το ΥΠΕΝ, η οποία θα ξεκινά από την Ελλάδα και θα φτάνει στην Αυστρία και την νότια Γερμανία.
Ανάγκη να εξηλεκτριστούν περισσότεροι τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας
Οι στρατηγικές για την ενεργειακή μετάβαση υπαγορεύονται από την ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Είναι απαραίτητο η Ευρώπη να κάνει πιο τολμηρά βήματα προς τις ΑΠΕ και τον εξηλεκτρισμό της οικονομίας της. Ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας «πρασινίζει» πιο εύκολα και πιο γρήγορα σε σχέση με άλλους, ωστόσο ευθύνεται μόνο για το 30% των εκπομπών ρύπων παγκοσμίως. Οι υπόλοιπες εκπομπές προέρχονται από τα κτήρια, τις μεταφορές και τη γεωργία, όπου η μετάβαση δεν είναι το ίδιο γρήγορη. Είναι, λοιπόν, ανάγκη να εξηλεκτρίσουμε περισσότερους τομείς της οικονομίας.