Οι κλιματικοί στόχοι της ΕΕ για το 2030 και η αντιμετώπιση της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης τον χειμώνα.

«Η παραγωγή και η χρήση ενέργειας ευθύνονται για περισσότερο από το 75 % των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος της ΕΕ είναι ζωτικής σημασίας για την εκπλήρωση των κλιματικών στόχων μας έως το 2030 και της μακροπρόθεσμης στρατηγικής της ΕΕ για την επίτευξη ουδέτερου ισοζυγίου διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050.»

Με αυτά τα λόγια περιγράφεται συνοπτικά η μακροπρόθεσμη ενεργειακή πολιτική της ΕΕ στην πρώτη παράγραφο της ενημερωτικής ιστοσελίδας της ΕΕ: «Μετάβαση στην καθαρή ενέργεια». Σκοπός μας είναι να τεθεί προς συζήτηση το πόσο επίκαιρη είναι η πολιτική αυτή στην τρέχουσα συγκυρία της ενεργειακής κρίσης.

Αναμφίβολα η μακροπρόθεσμη πολιτική της ΕΕ για το ενέργεια και το κλίμα έχει φιλόδοξους στόχους προς τη σωστή κατεύθυνση. Διότι μεταβαίνοντας ως ΕΕ στην παραγωγή πολύ περισσότερης καθαρής ενέργειας με παράλληλη εξοικονόμηση ενέργειας συνολικά, επιτυγχάνονται: 

  1. Μικρότερη περιβαλλοντική επιβάρυνση
  2. Μείωση της εξάρτησης από τα εισαγόμενα πεπερασμένα ορυκτά καύσιμα
  3. Εξασφαλισμένη βιωσιμότητα επενδύσεων λόγω μακροπρόθεσμου ορίζοντα
  4. Ενίσχυση των τοπικών οικονομιών και δημιουργία θέσεων εργασίας
  5. Ανθεκτικότερα ενεργειακά δίκτυα (παραγωγή κοντά στην κατανάλωση)
  6. Ενεργειακή αυτάρκεια (ποιος χρειάζεται την Σαουδική Αραβία ή τη Ρωσία αν παράγει τοπικά την ενέργεια;) 

Για να επιτευχθούν όμως οι παραπάνω στόχοι είναι απαραίτητο να ξεπεραστούν μεγάλες δυσκολίες του εγχειρήματος: 

  1. Πολύ μεγάλο αρχικό κόστος επενδύσεων (ποιος θα επενδύσει; που θα βρεθούν τα κεφάλαια;)
  2. Πολύ μεγάλη χρονική διάρκεια απαιτείται για την κατασκευή καθαρών ενεργειακών δομών και υποδομών σε μεγάλη κλίμακα
  3. Τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών και (βρώμικης) ενέργειας απαιτούνται για τη μετάβαση
  4. Χαμηλό τρέχον κόστος των ορυκτών καυσίμων που δυσκολεύει τους επενδυτές να «ποντάρουν» χρήματα στην καθαρή ενέργεια και υποδομές
  5. Αντίσταση και τυχόν αντιδράσεις των «παικτών» που κερδίζουν από το τρέχον ενεργειακό τοπίο

Η Ευρωπαϊκή Ένωση λοιπόν τα τελευταία χρόνια προχώρησε πολλές νομοθετικές πρωτοβουλίες, αναγνωρίζοντας από νωρίς ότι η αγορά από μόνη της δεν έχει το απαραίτητο κίνητρο να προχωρήσει προς τη σωστή κατεύθυνση μακροπρόθεσμα. Εισήγαγε σύστημα εμπορίας εκπομπών αερίων θερμοκηπίου με ετήσια όρια συνολικών εκπομπών που βαίνουν μειούμενα, προωθώντας την μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων από τους «παίκτες». Επιδοτεί την ανακαίνιση κατοικιών για μείωση κατανάλωσης ενέργειας. Σφίγγει συνεχώς τα όρια εκπομπών ρύπων των παραγόμενων αυτοκινήτων, μειώνοντας την κατανάλωση καυσίμων και προωθεί την ηλεκτροκίνηση με επιδοτήσεις. Αυτές είναι ορισμένες μόνο από τις αμέτρητες νομοθετικές πρωτοβουλίες της ΕΕ για την ενέργεια και το κλίμα.

Οι παραπάνω πρωτοβουλίες είναι προφανές ότι αποδίδουν καρπούς. Η αγορά κινητοποιήθηκε. Γίνονται επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια. Κατασκευάζονται βιώσιμες ΑΠΕ. Συζητάμε για πράσινο υδρογόνο και απανθρακοποίηση. Προσπαθούμε να βρούμε λύσεις στον ανταγωνισμό από βιομηχανίες χωρών εκτός ΕΕ που δεν έχουν αντίστοιχες φιλοδοξίες (πχ. συνοριακό φόρο εκπομπών άνθρακα)

Παρόλα αυτά όμως σήμερα βρισκόμαστε στη δίνη μιας πολύ μεγάλης ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης. Τί πήγε στραβά; Πως πρέπει να το αντιμετωπίσουμε;

Κατά τη γνώμη του γράφοντος αφορμή μόνο αποτελούν τα γεωπολιτικά αλλά γενεσιουργός αιτία είναι οι «δυσκολίες του εγχειρήματος» που περιγράφηκαν παραπάνω. Διότι απαιτείται για τη μετάβαση Χρήμα Χρόνος και Ενέργεια. Η βιομηχανική παραγωγή υλικών για τα φωτοβολταϊκά, τις ανεμογεννήτριες και γενικώς όλες τις ενεργειακές κατασκευές και υποδομές απαιτεί ασύλληπτες ποσότητες επιπλέον ενέργειας και πολύ μεγάλη χρονική διάρκεια. Οι σπάνιες γαίες που είναι πολύ χρήσιμες για την ενεργοποίηση των ΑΠΕ σε μεγάλη κλίμακα κάνουν το γρίφο της μετάβασης δυσκολότερο.

Χάθηκε χρόνος πολύτιμος. Οι επενδυτές προτιμούσαν πιο απλές και φαινομενικά αποδοτικές επενδύσεις με σύντομο χρονικό ορίζοντα αποσβέσεων. Πολλά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο κατασκευάστηκαν (το «μεταβατικό καύσιμο» της ΕΕ). Ομολογουμένως η ΕΕ φάνηκε πως ανεχόταν ότι ένα ορυκτό καύσιμο –   το φυσικό αέριο –  θα τη βοηθούσε στη μετάβαση. 

Όμως οι γεωπολιτικές συγκρούσεις δεν επέτρεψαν στην ΕΕ να κάνει business as usual. Δεν λειτούργησε αρμονικά η σχέση ΕΕ – Ρωσίας όπως ήλπιζαν κάποιοι. Δεν ευοδώθηκε η ομαλή λειτουργία του NordStream II. Έγινε «στρατιωτική επιχείρηση» της Ρωσίας στην Ουκρανία, χώρα κλειδί με γενικότερο γεωπολιτικό ενδιαφέρον (από την οποία εξάλλου διέρχονται οι αγωγοί ρωσικού αερίου Bratstvo και Soyuz). Ενδεχομένως η φιλοδοξία της ΕΕ να «αυτονομηθεί» ενεργειακά δεν είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ρωσίας. Ίσως λοιπόν τα γεγονότα να αποτελούν αντίδραση ενός παίκτη που κέρδιζε από το τρέχον ενεργειακό τοπίο.

Έτσι τώρα η Ευρώπη επιλέγει να ξορκίσει το ρωσικό φυσικό αέριο από το οποίο – εσφαλμένα – είχε αφήσει τον εαυτό της να εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό. Με βίαιο τρόπο θα προσπαθήσει να βρει το δρόμο της ξανά βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα υπάρχει πληθωρισμός λόγω έλλειψης –ενεργειακών και άλλων – πόρων και θεωρείται βέβαιο ότι θα υπάρχει ύφεση άγνωστου μεγέθους. Με σύνεση και αποδοτική χρήση των διαθέσιμων πόρων, θα βρεθεί σίγουρα η λύση ώστε να περάσει ο χειμώνας.

Μακροπρόθεσμα όμως επιβάλλεται να μην ξεθωριάσει ο αρχικός στόχος. «Η απανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος της ΕΕ είναι ζωτικής σημασίας». Η ενεργειακή κρίση δεν πρέπει να επιτρέψουμε να ενεργοποιήσει μια άλλη μελλοντική κλιματική κρίση. Εξάλλου είναι προς το συμφέρον όλων μας μακροπρόθεσμα να εργαστούμε και να επενδύσουμε τεράστια κεφάλαια για την βιώσιμη ενεργειακή μας ανεξαρτησία μέσω των ΑΠΕ. Ταυτόχρονα να δείχνουμε δυσπιστία σε «παίκτες» που έχουν κάθε συμφέρον να διαιωνιστεί η τρέχουσα μη βιώσιμη ευρωπαϊκή ενεργειακή πραγματικότητα.

Ειδικότερα για τη χώρα μας λοιπόν, θα πρέπει να αποφεύγονται πολιτικές που «μας γυρίζουν πίσω». Θα σταθώ σε ένα παράδειγμα επίκαιρο: Δεν μπορεί να δίνουμε «σήμα» στους πολίτες που θέλουν να ζεστάνουν το σπίτι τους αυτόν τον δύσκολο χειμώνα, ότι η λύση για τις ακριβές τιμές του φυσικού αερίου είναι να επιβραβεύονται για να γυρίσουν στο πετρέλαιο θέρμανσης. Ούτε να «τιμωρούνται» πληρώνοντας πανάκριβη την ηλεκτρική ενέργεια όσοι στράφηκαν σε αντλίες θερμότητας για θέρμανση (που κατατάσσονται στις ΑΠΕ). Ο μακροπρόθεσμος στόχος απαιτεί πολίτες και επενδυτές ενημερωμένους βιωματικά και δυστυχώς η εφαρμογή πολιτικών που λειτουργούν ως «επίδεσμος» έχει ως αποτέλεσμα να «θολώνει» το βλέμμα της κοινωνίας μας προς το μέλλον.

Αν συνεχισθεί αυτή η πολιτική, την επόμενη μέρα αυτής της κρίσης το μόνο που θα έχουν να θυμούνται οι Έλληνες πολίτες είναι πόσο πολύ εξαπατήθηκαν που «άκουσαν την προτροπή» και επένδυσαν σε φυσικό αέριο για θέρμανση και πόσο πολύ εξαπατήθηκαν όσοι μετέβησαν σε αντλίες θερμότητας. Η υπερεξάρτηση στο ρωσικό φυσικό αέριο που είναι η αιτία της κρίσης, δεν πρέπει να αντιμετωπισθεί με επιβάρυνση των πολιτών που δεν ευθύνονται. Αν συνεχίσουμε έτσι, δεν θα πιστεύει κανείς ποτέ πια τις «προτροπές» (για κάποιο λόγο μου έρχεται στο νου το παραμύθι με τον ψεύτη βοσκό και το λύκο).

Μια πρόταση για μακροπρόθεσμα σωστό «σήμα» σε πολίτες και επενδυτές για αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης το χειμώνα είναι η παρακάτω δέσμη μέτρων:

  1. να δοθούν τεράστια κίνητρα για αυτοπαραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας όπως φωτοβολταϊκά στις στέγες (πχ. μηδέν γραφειοκρατία, επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές) για άμεση και ταχύτατη ανάπτυξη τέτοιων συστημάτων
  2. να δοθούν οικονομικά κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας, μόνωση σπιτιών κλπ
  3. να μην επιδοτούνται ή να επιδοτούνται ελάχιστα (και κλιμακωτά) τα ορυκτά καύσιμα πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε μη ευάλωτα νοικοκυριά
  4. Σε ευάλωτα νοικοκυριά να επιδοτείται το πετρέλαιο και φυσικό αέριο κατά 95%
  5. Να χρεώνονται με ρεαλιστικό χαμηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας ΑΠΕ τα νοικοκυριά που χρησιμοποιούν αντλίες θερμότητας για την θέρμανση τους, (π.χ. με πιστοποιητικό βιώσιμου συστήματος θέρμανσης) και όχι με τιμές κόστους ηλ.ενέργειας προερχόμενης από φυσικό αέριο
  6. Με αντίστοιχο χαμηλό κόστος ΑΠΕ να χρεώνεται το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για χρήση ηλεκτροκίνητων οχημάτων, όχι τιμές κόστους ηλ.ενέργειας προερχόμενης από φυσικό αέριο
  7. Εάν απαιτηθεί αναγκαία εξοικονόμηση λόγω έλλειψης φυσικού αερίου προσωρινά να προέλθει από την βιομηχανία είτε με αλλαγή σε εναλλακτικά ορυκτά καύσιμα είτε με προσωρινό «lockdown» με κάποια μέτρα στήριξης
  8. Το κόστος των εναλλακτικών βρώμικων καυσίμων που απαιτούνται σε αντικατάσταση του φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας να μην επιβαρύνει σε καμία περίπτωση τους πολίτες (για όσο διαρκεί η κρίση)

Η εφαρμογή μιας πρότασης όπως η παραπάνω επιτρέπει στους πολίτες να γνωρίζουν βιωματικά τα πλεονεκτήματα που θα έχουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μακροπρόθεσμα. Μόνο με τέτοιες πολιτικές, μετά το τέλος της ενεργειακής κρίσης, θα αποφευχθεί να υπάρχει το φαινόμενο καχύποπτων ή διστακτικών πολιτών και επενδυτών, προς τον «ζωτικής σημασίας» στόχο της φθηνής καθαρής πράσινης βιώσιμης τοπικά παραγόμενης ενέργειας.
 

Πηγές:

Ιστοσελίδα ΕΕ: Μετάβαση στην καθαρή ενέργεια

https://ec.europa.eu/info/strategy/priorities-2019-2024/european-green-d...

*Ο Δημήτρης Τσαρουχάς είναι Πολιτικός Μηχανικός, πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Ασβέστη

1