«Ναι, μπορούμε να μηδενίσουμε την ενεργειακή κατανάλωση!»

22 11 2018 | 09:29Τόνια Μανιατέα

Τα προβλήματα που «ξεκλείδωσε» η κλιματική μεταβολή είναι γιγαντιαία. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι στο ανώτατο όριό τους θα υψωθούν μπροστά στις αμέσως επόμενες γενιές. Υπάρχει τρόπος να αναστραφεί το φαινόμενο. Χρειάζονται κεφάλαια για τις απαραίτητες επενδύσεις, που πολλοί θα αναρωτηθούν αν είναι διαθέσιμα. Μα, το κόστος των «μη επενδύσεων» είναι τρεις και τέσσερις φορές μεγαλύτερο…

Ο καθηγητής Φυσικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και επισκέπτης καθηγητής της Σχολής Θετικών και Κοινωνικών Επιστημών του Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου του Λονδίνου, με μεταπτυχιακό στην Ενεργειακή Φυσική από το Πολυτεχνείο της Γκρενόμπλ, Ματθαίος Σανταμούρης, κρούει… καμπάνα κινδύνου από την Αυστραλία, όπου έχει επιδοθεί σ΄ έναν «αγώνα δρόμου» εφαρμογής προηγμένων κλιματολογικών μοντέλων. [ΣΣ: Υπενθυμίζεται η ηχηρή παρουσία της Αυστραλίας στη «Λέσχη του Άνθρακα» (Carbon Club) ως μίας εκ των χωρών των οποίων τα συμφέροντα εθίγοντο από το Πρωτόκολλο του Κιότο (τον Δεκέμβριο του 1997 - είτε επειδή θα έπρεπε να μειώσουν την παραγωγή τους είτε επειδή προτεινόταν από τότε η στροφή προς διαφορετικά καύσιμα) και αντιτίθεντο στην επικύρωση υποχρεώσεων και στη λήψη αυστηρών μέτρων].

Παρά τις προειδοποιήσεις 400 επιστημόνων (το 1990, στην πρώτη έκθεση αξιολόγησης για την αλλαγή του κλίματος) ότι η θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται και πρέπει να ανακοπεί, ο όρος «κλιματική αλλαγή» παρέπεμπε σε καταστροφολογικά κινηματογραφικά σενάρια. Είκοσι οκτώ χρόνια μετά, η Γη αλλάζει εμφανώς συμπεριφορά και η ανθρωπότητα τείνει πλέον να πειστεί για τη σοβαρότητα της κατάστασης.

«Η κλιματική αλλαγή είναι μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Η απόλυτη θερμοκρασία αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, τα ακραία καιρικά φαινόμενα εντείνονται σε διάρκεια αλλά και συχνότητα. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, το χρηματικό κόστος που θα προκαλέσει η κλιματική μεταβολή με την αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2,5 C περί το 2050 υπολογίζεται σε 33 τρισ. δολάρια. Αντίθετα, αν αντιμετωπιστεί από τώρα, έως το 2050 το κόστος υπολογίζεται σε 21 τρισ. δολάρια και η αύξηση της θερμοκρασίας θα είναι ηπιότερη» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Σανταμούρης και προσθέτει: «Η κλιματική αλλαγή, παράλληλα με την αναμενόμενη γιγαντιαία αύξηση του πληθυσμού που μπορεί να ξεπεράσει τα 11 δισ. ανθρώπων μέχρι το 2050, τη δραματική αύξηση του αστικού πληθυσμού -ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες- και το συνεχώς διογκούμενο πρόβλημα της φτώχειας, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα προβλημάτων που αναζητούν άμεσες λύσεις.

Είμαστε υποχρεωμένοι σαν ανθρωπότητα να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε πολιτικές τόσο ανάσχεσης όσο και προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα. Και δεν έχουμε χρόνο. Η όλη κατάσταση είναι πολύ κοντά στο να μην μπορεί να αναστραφεί. Συμβιβαστικές, συντηρητικές προτάσεις και πολιτικές δυστυχώς δεν οδηγούν σε σπουδαία αποτελέσματα. Η κρισιμότητα της στιγμής ασφαλώς δεν έχει γίνει αντιληπτή από τις περισσότερες κυβερνήσεις, αλλά είναι απολύτως σαφής για την επιστημονική κοινότητα».

Η διατύπωση της ανάγκης για άμεσες αλλαγές σε πολιτικές που αφορούν το κλίμα, είναι -τα τελευταία χρόνια- διαρκής και επαναλαμβανόμενη, αλλά οι άνθρωποι αρνούνται να μπουν στη διαχείριση ενός φαινομένου, που δεν κατανοούν πόσο στενά συνδεδεμένο είναι με την ύπαρξη και τη δράση τους… Κάποιοι, μάλιστα, ενδόμυχα εκτιμούν με στωικότητα πως έχουν περάσει δεκαετίες προειδοποιήσεων και ίσως τελικά το παιχνίδι για τον πλανήτη να είναι πια χαμένο… Ωστόσο, ο καθηγητής Σανταμούρης κυκλοφόρησε εσχάτως τη μελέτη του με τίτλο «Minimizing Energy Consumption, Energy Poverty and Global and Local Climate Change in the Built Environment: Innovating to Zero» («Μηδενισμός της Ενεργειακής Κατανάλωσης, Της Ενεργειακής Ένδειας και της Τοπικής Κλιματικής Μεταβολής. Καινοτομώντας προς τον μηδενισμό») και κάτι έχει να προτείνει…

Η ερώτηση είναι αυτονόητη… :

Ποτέ άλλοτε, ο όρος "μηδενισμός" δεν έχει ακουστεί τόσο λυτρωτικός όσο στον τίτλο του βιβλίου σας. Μα, κύριε καθηγητά, υπάρχει πραγματικά πιθανότητα, ο πλανήτης να πάψει κάποτε -και κυρίως, στο άμεσο μέλλον, όπως εσείς ισχυρίζεστε- να καταναλώνει ενέργεια και ν΄ ανατραπεί το ζοφερό σενάριο της αλλαγής;

«Φαντάζει ουτοπικό η εξωπραγματικό μέσα στο συντηρητικό σύννεφο που κοιμόμαστε» απαντά και προσθέτει: «Όμως είναι απολύτως ρεαλιστικό και πραγματοποιήσιμο. Και όχι μόνον αυτό. Αν εφαρμόσουμε μια επαναστατική, ανατρεπτική πολιτική θα συμβάλουμε δραματικά στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, θα δημιουργήσουμε δεκάδες εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας και θα εξαλείψουμε το τεράστιο αυτό πρόβλημα. Η ανάσχεση της κλιματικής μεταβολής δεν είναι πρόβλημα, είναι προοπτική, είναι το όχημα που θα μας βγάλει από την οικονομική δυστοκία και την έλλειψη προοπτικής. Η τεχνολογία υπάρχει σε μεγάλο βαθμό, οι οικονομικές υποδομές μπορούν εύκολα να υποστηρίξουν μια τέτοια πολιτική, η βιομηχανία θα παράγει περισσότερα και καλύτερα προϊόντα, ενώ ο πολίτης θα βελτιώσει την ποιότητα ζωής του. Το βιβλίο αυτό αποδεικνύει με ακρίβεια και λεπτομέρεια τον ρεαλισμό μιας τέτοιας πολιτικής. Δεν είναι ένα βιβλίο οικολογικού βολονταρισμού, είναι ένα βιβλίο που αποδεικνύει μέχρι κεραίας τον ρεαλισμό της πρόταση».

Και τι ακριβώς περιλαμβάνει αυτή η «ανατρεπτική πολιτική»; 

Ο κ. Σανταμούρης εξηγεί: Η κεντρική διοίκηση θα πρέπει να έχει ρεαλιστικούς στόχους σε σχέση με αυτά που επιθυμεί να επιτύχει μέσα από τις δράσεις της. Ένας τέτοιος στόχος μπορεί να είναι η μείωση της μέγιστης θερμοκρασίας μια γειτονίας κατά έναν βαθμό, ή η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας σε μια περιοχή κατά 20%, ή ακόμα η βελτίωση της οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας, μέσω περιβαλλοντικής αναβάθμισης, που θα έχει συγκεκριμένα ποσοτικά χαρακτηριστικά.

Αυτό προϋποθέτει ότι η διοίκηση έχει σχεδιάσει και εφαρμόσει όλο το κανονιστικό πλαίσιο που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων και την εφαρμογή των τεχνικών έργων. Π.χ. έχει ορίσει τα χαρακτηριστικά των δομικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται στα έργα. Δομές υψηλής περιβαλλοντικής ποιότητας δεν επιτρέπουν τη χρήση υλικών, όπως η μαύρη άσφαλτος, που αυξάνουν τη θερμοκρασία της περιοχής (επιβάλλεται ο κανονιστικός ορισμός των χαρακτηριστικών των κατάλληλων υλικών). Επίσης, η κεντρική διοίκηση θα πρέπει να έχει στη διάθεση της επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία δεν θα πρέπει να αναζητούνται μόνο στις κρατικές επενδύσεις. Αντίθετα, ο χρηματοπιστωτικός τομέας, το ιδιωτικό κεφάλαιο καθώς και κοινωφελείς οργανισμοί πρέπει να συμμετέχουν σε ένα σχήμα αμοιβαίου συμφέροντος. Οι μηχανισμοί της «πράσινης» επιχειρηματικότητας θα πρέπει να λειτουργούν και να υποστηρίζουν τον ιδιώτη επενδυτή, ενώ η αριστεία στον σχεδιασμό και την εφαρμογή θα πρέπει να επιβραβεύεται. 

Ταυτόχρονα, η οριζόντια και κατακόρυφη δομή της ίδιας της κεντρικής διοίκησης πρέπει να λειτουργεί με ολιστικό τρόπο και όχι με διαμερισματική και αποκομμένη διοικητική λογική. Οι συνήθεις αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες ανάμεσα στις διάφορες υπηρεσίες, η έλλειψη επικοινωνίας, οι διαφορετικές στρατηγικές, επιθυμίες και αντιλήψεις δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό έως και ακυρώνουν τις συνθέτες αυτές δράσεις. Επιπλέον, θα πρέπει η ιδία η διοίκηση να δίνει το καλό παράδειγμα και να είναι επιδεικνύει στους πολίτες το επιθυμητό περιβαλλοντικό αποτέλεσμα μέσα από τη λειτουργία της. Π.χ. δεν είναι δυνατόν να επιδιώκεται η ενεργειακή και περιβαλλοντική αναβάθμιση μιας περιοχής και τα κτίρια και οι χώροι που χρησιμοποιεί η διοίκηση να έχουν χείριστη απόδοση.

Σε επίπεδο κοινωνίας, είναι σχεδόν υποχρεωτικό, η διοίκηση να δημιουργήσει μια πολύ πλατιά συμμαχία με τους κοινωνικούς φορείς και τους πολίτες, να επιδιώξει συγκεκριμένες εθελοντικές συμφωνίες και να υποστηρίξει δυναμικά αυτόν τον κοινωνικό μηχανισμό, ώστε η όλη διαδικασία να τύχει της μέγιστης δυνατής υποστήριξης. Η διοίκηση οφείλει να σχεδιάσει μια πλήρως διαφανή διαδικασία εφαρμογής με απολύτως κατανοητούς και ορθούς μηχανισμούς αξιολόγησης, ώστε να μεγιστοποιήσει τα επίπεδα αποδοχής των έργων. 

Είναι αλήθεια ότι πήρε αρκετό χρόνο, ώστε να αποκτηθεί μια τέτοια εμπειρία. Όμως σήμερα μηχανισμοί και διαδικασίες είναι πλέον κατανοητά. Θέληση και απόφαση χρειάζονται. Αρκεί η κάθε διοίκηση να εφαρμόσει την απαραίτητη γνώση και να στηριχτεί σε εξειδικευμένους επιστήμονες και όχι σε εμπειροτέχνες.

Ερ: Πρέπει να ομολογήσουμε πως η πληροφορία ότι ζείτε στην Αυστραλία, όπου εφαρμόζετε σε πόλεις προηγμένα κλιματολογικά μοντέλα, στο πρώτο άκουσμα, καλλιεργεί προσδοκίες... Τι ακριβώς κάνετε και ποιος χρηματοδοτεί τις έρευνές σας; Στο βιβλίο σας, δηλαδή, διατυπώνετε το «χειροπιαστό» αποτέλεσμα ενός τέτοιου κλιματολογικού μοντέλου, που έχετε ήδη εφαρμόσει;

Απ: Η Αυστραλία είναι μια χώρα που σε αγκαλιάζει και σου δίνει δυνατότητες να δείξεις τη δουλειά σου. Όμως η τεχνογνωσία που εφαρμόζουμε εδώ, έχει κύρια αποκτηθεί στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια. Έχει επίσης εφαρμοστεί στην Ελλάδα με άριστα αποτελέσματα. Αλλά -όπως σχεδόν σε όλα- δεν υπάρχει συνέχεια στη χώρα μας, οπότε κάτι που ξεκινά, ξεχνιέται και πάει από την αρχή. Έχω την τύχη να έχω αναλάβει μερικά από τα πιο μεγάλα έργα ανάσχεσης της αστικής κλιματικής αλλαγής στον κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι επιστημονικά βαδίζουμε σε αχαρτογράφητα νερά, όμως είναι συναρπαστικό το να παράγεις νέα τεχνολογία και να μπορείς να τη δοκιμάσεις και να την εφαρμόσεις, γιατί απλά… οι κυβερνώντες σέβονται και εμπιστεύονται τους επιστήμονες.

Εδώ, λοιπόν, τεχνικά έχουμε πετύχει να μειώσουμε τη μέγιστη θερμοκρασία των πόλεων έως και κατά περίπου 3 βαθμούς. Αναπτύσσουμε νέες, καινοτόμες τεχνολογίες ανάσχεσης και σε μερικά χρόνια θα μπορούμε να φτάσουμε τους 4 Βαθμούς. Όμως, η αστική υπερθέρμανση είναι κατά πολύ μεγαλύτερη. Στο Σίδνεϊ το καλοκαίρι η διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στα πλούσια ανατολικά προάστια και τα φτωχότερα δυτικά αγγίζει τους 9 βαθμούς. Η θερμική θνησιμότητα είναι σχεδόν διπλάσια, ενώ η κατανάλωση ενέργειας είναι υπερδιπλάσια. Είναι μια τεράστια περιβαλλοντική ποινή για τον χαμηλού εισοδήματος πληθυσμό. Το ίδιο -σε μικρότερη κλίμακα- συμβαίνει και στην Αθήνα. Δεν αρκεί, λοιπόν, να εφαρμόσουμε μόνο τεχνολογίες ανάσχεσης. Πρέπει να συνδυαστούν και με τεχνολογική προσαρμογή. Καλύτερα κτήρια, πιο καθαρές ενεργειακές τεχνολογίες, πιο έξυπνες πόλεις. Όλα αυτά αποτελούν μια μεγάλη πρόκληση για εμάς. Μια πρόκληση που συνδυάζεται με την απόλυτη ικανοποίηση τού να μπορείς να κάνεις σοβαρή επιστημονική έρευνα χωρίς εμπόδια και -επιτρέψτε μου- χωρίς ανόητες γραφειοκρατικές αγκυλώσεις. 

Ερ: Διατρέχοντας διαγωνίως το βιβλίο σας, αναφέρεστε συχνά σε ένα  «βαλτωμένο υπερσυντηρητικό πολιτικό περιβάλλον». Πώς το αντιλαμβάνεστε αυτό σε σχέση με τις πολιτικές που ασκούνται για το κλίμα;

Απ: Το κλίμα, το περιβάλλον, η ενέργεια, οι πόλεις, τα κτήρια είναι συνιστώσες μιας οικονομικής πραγματικότητας. Αντιπροσωπεύουν κύκλο εργασιών τρισεκατομμυρίων δολαρίων που σε μεγάλο βαθμό ρυθμίζεται από τους πολύ μεγάλους παίκτες στον χώρο. Προς το παρόν, αυτοί που κρατούν τα κλειδιά αντιμετωπίζουν την οικονομία της κλιματικής μεταβολής με φόβο και αρνητισμό. Πιστεύουν ότι έχουν κυρίως να χάσουν, αν μεταβληθεί το τεχνολογικό περιβάλλον εκτός του πλαισίου των δυνατοτήτων τους. Έτσι, αντιτίθενται σθεναρά στις νέες τεχνολογικές και πολιτικές προκλήσεις. Ευτυχώς υπάρχει και η έξυπνη επιχειρηματικότητα. Γιγαντιαίες εταιρείες και έθνη επενδύουν στις νέες τεχνολογίες ανάσχεσης και προσαρμογής. Ήδη, είναι σαφής η διαφορά των αποτελεσμάτων ανάμεσα στις συντηρητικές περιβαλλοντικές πολιτικές και σ΄ εκείνες που παρουσιάζουν μεγαλύτερη ερευνητική δυναμική. Δεν θα αργήσει καθόλου η μέρα, που η άρνηση παρακολούθησης, ανάπτυξης και εφαρμογής των νέων τεχνολογιών, θα μετατρέψει τους σημερινούς επικριτές σε απλούς πελάτες των ερευνητικά δυναμικών χωρών…

Σε ό,τι αφορά τον έως τώρα χειρισμό του ζητήματος «κλιματική αλλαγή» εκ μέρους τόσο των πολιτικών όσο και της κουλτούρας του λαού στην Ελλάδα, ο κ. Σανταμούρης σημειώνει: «Νομίζω ότι οι Έλληνες είναι πολύ δεκτικοί απέναντι στις επιστημονικές διαπιστώσεις για την κλιματική αλλαγή. Δυστυχώς, η πληροφόρηση που λαμβάνουν είναι περιορισμένη και όχι πάντα απολύτως ορθή. Όμως αυτό συμβαίνει σχεδόν παντού και άρα απομένει στον πολίτη να αναζητήσει την πληροφορία. Βέβαια, η πλημμυρίδα της οικονομικής κρίσης έφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα της διαβίωσης κι έβαλε σε δεύτερο και τρίτο πλάνο κάθε τι που σχετίζεται με το περιβάλλον. Αλλά οι προοπτικές που ανοίγουν οι σύγχρονες καθαρές τεχνολογίες είναι μια εκπληκτική ευκαιρία για τη χώρα να αναπτύξει αντίστοιχη επιχειρηματικότητα, έρευνα και ανάπτυξη. Μόνον που χρειάζονται διαφανείς, καθαροί στόχοι και πρόγραμμα. Παρότι κατά καιρούς έγιναν κάποια βήματα πολύ θετικά και εμφανίστηκαν πρωτοπόρα προγράμματα, δεν υπήρξε συνέχεια. Θα έλεγα, δεν υπήρχε σταθερό όραμα εκ μέρους των πολιτικών ηγεσιών, οπότε κάθε προσπάθεια εκφυλίστηκε μέσα στη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τον αρνητισμό και την αδιαφορία.

Ερ: Είστε εκ των Ελλήνων, που τιμούν την πατρίδα μας στο εξωτερικό. Ο λόγος σας σε σχέση με το επιστημονικό σας αντικείμενο, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Έχετε σε κάτι να «συμβουλέψετε» πολιτικούς και κοινό στη χώρα μας;

Απ: Ο ρόλος του ερευνητή είναι ν΄ αναδεικνύει με αντικειμενικότητα τα επιστημονικά δεδομένα. Να τα εξηγεί και να τα αναλύει στον πληθυσμό και τους πολιτικούς. Μπορεί να εκφράσει την άποψη του, αλλά δεν κατέχει την τέχνη της πολιτικής, όσο καλός και εάν είναι σαν επιστήμονας. Άλλωστε, συνήθως οι καλοί επιστήμονες δεν είναι καλοί πολιτικοί και ανάποδα.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, πάντως, το πρόβλημα δεν είναι η έκφραση της επιστημονικής σκέψης από τους ερευνητές, αλλά η προθυμία των πολιτικών να εκλάβουν την επιστημονική αλήθεια σαν κριτήριο διαμόρφωσης πολιτικής, πέρα από σκοπιμότητες και συμφέροντα.

Αυτό που εγώ έχω να πω, είναι πως επείγει να προφυλάξουμε τη χώρα μας και τις επόμενες γενιές από τα τρομακτικά προβλήματα που επιφέρει η κλιματική μεταβολή. Η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας τα έχει αναδείξει με τον καλύτερο τρόπο και έχει υποδείξει σαφέστατες δράσεις τόσο ανάσχεσης όσο και προσαρμογής. Πολλοί θα αναρωτηθούν εάν είναι διαθέσιμα τα κεφάλαια για τις επενδύσεις. Απλά να θυμίσω ότι το κόστος των μη επενδύσεων είναι τρεις και τέσσερις φορές μεγαλύτερο.

 

18 Νοεμβρίου 2018

Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ