Οι αντλίες θερμότητας αντιπροσωπεύουν μία από τις πιο ελπιδοφόρες τεχνολογίες ενέργειας χαμηλών ρύπων
Μια μεγάλη διαφορά μεταξύ της τρέχουσας αύξησης της τιμής της ενέργειας και των προηγούμενων τέτοιων επεισοδίων είναι η διαθεσιμότητα φθηνών εναλλακτικών λύσεων έναντι των ορυκτών καυσίμων. Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας είχε δίκιο όταν το 2020 είχε δηλώσει ότι «σε έργα με χρηματοδότηση χαμηλού κόστους, που αξιοποιούν πόρους υψηλής ποιότητας, ο ήλιος είναι πλέον η φθηνότερη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ιστορία». Αυτό εξακολουθεί να ισχύει. Οι τιμές των φωτοβολταϊκών αυξήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια, με αποτέλεσμα ο «πράσινος πληθωρισμός» να εισέλθει στο χρηματοοικονομικό λεξικό. Οι τιμές για τις πηγές ενέργειας, που βασίζονται σε ορυκτά, έχουν αυξηθεί περισσότερο από τις σχετικά μικρές αυξήσεις των φωτοβολταϊκών, μειώνοντας με τη σειρά τους περαιτέρω τις σχετικές τιμές ηλιακής ενέργειας ανά κιλοβάτ.
Το σημαντικότερο είναι ότι οι τιμές των μπαταριών και των ηλεκτρικών οχημάτων εξίσου γρήγορα υποχώρησαν, παρακινώντας περισσότερους ανθρώπους να τα αποκτήσουν. Το 2016 έκθεση της ΒΡ για τις προοπτικές της ενέργειας προέβλεπε ότι στον κόσμο θα κυκλοφορούσαν περισσότερα από 70 εκατομμύρια ηλεκτρικά αμάξια έως το 2035. Αυτός ο αριθμός φαίνεται πλέον εφικτός για το 2025. Το παγκόσμιο μερίδιο αγοράς φωτοβολταϊκών ανέρχεται σε περίπου 3% και σε μόλις 2% για τα ηλεκτροκίνητα επιβατικά. Ακόμη και 70 εκατομμύρια αμάξια να κινούνταν με μπαταρίες, δεν θα άγγιζαν ούτε το 6% του σημερινού παγκόσμιου στόλου οχημάτων.
Ούτε τα φωτοβολταϊκά ούτε τα ηλεκτρικά οχήματα θα κάνουν μεγάλη διαφορά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων με τα ορυκτά καύσιμα, που θέτει ο πόλεμος. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την αποσύνδεση της εξάρτησης της Ε.Ε. από το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο θα πρέπει να επικεντρωθούν στη μείωση της ζήτησης και στην εξεύρεση εναλλακτικών. Αυτό συνεπάγεται αύξηση της παραγωγής πετρελαίου και αερίου σε άλλες χώρες. Επίσης σημαίνει και βραχυπρόθεσμα μέτρα, όπως το να μην εξέλθει από την πυρηνική ενέργεια η Γερμανία φέτος τον Δεκέμβριο και να υπάρξει μια σκληρή αντιστάθμιση, όπως η προσωρινή αύξηση της ευρωπαϊκής παραγωγής ενέργειας από γαιάνθρακα, για παράδειγμα.
Επιπλέον, ο απρόκλητος πόλεμος της Ρωσίας και η αντίδραση του κόσμου σε αυτόν αποκαλύπτουν ακόμα ένα πιο θεμελιώδες θέμα, ήτοι την εγγενώς περιορισμένη ικανότητα να γίνουν αναλύσεις της οικονομικής και της ευρύτερης ενεργειακής πολιτικής. Σε καμία σοβαρή ανάλυση πριν από την εισβολή Πούτιν στην Ουκρανία δεν είχε ληφθεί υπόψη η υπόθεση ότι η Ρωσία θα διέκοπτε εντελώς τις παραδόσεις αερίου στην Ε.Ε. Μια ανάλυση, που αναφέρεται ευρέως από οικονομολόγους της ΕΚΤ, έχει τον πολλά υποσχόμενο τίτλο «Εξάρτηση από φυσικό αέριο και κίνδυνοι για τη δραστηριότητα της ζώνης του ευρώ». Το βασικό συμπέρασμά της ήταν ότι ένα σοκ 10% στην προσφορά αερίου θα μείωνε το ΑΕΠ της Ευρωζώνης κατά 0,7%.
Οι αντλίες θερμότητας αντιπροσωπεύουν μία από τις πιο ελπιδοφόρες τεχνολογίες ενέργειας χαμηλών ρύπων και είναι τόσο αποδοτικές, που ακόμα κι αν όλη η ηλεκτρική ενέργεια προέρχεται από φυσικό αέριο, οι προκύπτουσες εκπομπές εξακολουθούν να είναι χαμηλότερες απ’ ό,τι εάν το φυσικό αέριο καιγόταν απευθείας στον κλίβανο αερίου ενός σπιτιού. Οι αντλίες θερμότητας είναι επίσης ουσιαστικά κλιματιστικά, που λειτουργούν αντίστροφα. Μια έκθεση της McKinsey για τη μετάβαση στους μηδενικούς ρύπους υπολογίζει ένα κόστος σχεδόν 25 τρισ. δολαρίων σε 30 χρόνια για τη μετατροπή της παγκόσμιας οικονομίας σε μια που επιτυγχάνει καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050. Ο καθορισμός του ποιος θα πρέπει να πληρώσει γι’ αυτές τις επενδύσεις θα προξενήσει δύσκολους πολιτικούς αγώνες.
* Ο κ. Γκέρνοτ Βάγκνερ είναι επισκέπτης αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Το άρθρο του δημοσιεύεται στο περιοδικό «Χρηματοπιστωτικά και Ανάπτυξη» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
(kathimerini.gr)