«Γαλάζια» ενέργεια: Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας των ελληνικών (και μη) θαλασσών.
Εν μέσω της παρούσας περιόδου, που οι συζητήσεις για την εκμετάλλευση πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στις ελληνικές θάλασσες δίνουν και παίρνουν, η συζήτηση για την περαιτέρω εκμετάλλευση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας της χώρας μας φαίνεται να έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως, μακροπρόθεσμα, αυτό αποτελεί λάθος, καθώς η (πιθανή) ύπαρξη υδρογονανθράκων δεν αποκλείει την στρατηγική επιλογή της αξιοποίησης ΑΠΕ, αφ‘ενός επειδή αποτελούν «καθαρές» πηγές άπειρης ενέργειας (οπότε αποτελούν σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της αύξησης της ενεργειακής αυτονομίας), και αφ’ετέρου επειδή η χρήση τους συνεπάγεται και άλλα οφέλη, όπως η ανάπτυξη τεχνογνωσίας σε έναν τομέα ο οποίος εξακολουθεί να προσελκύει έντονο ενδιαφέρον στη διεθνή ενεργειακή «σκακιέρα».
Όταν ακούει κανείς για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το μυαλό του αναπόφευκτα πάει κατευθείαν στην ηλιακή ενέργεια και στην αιολική, υπό τη μορφή των ηλιακών πάνελ και των μεγάλων ανεμοτουρμπινών που βλέπει κανείς σε διάφορες περιοχές της χώρας. Ωστόσο, δεδομένης της σχέσης της Ελλάδας με τη θάλασσα, είναι παράλογο να μην εξετάζεται το ενδεχόμενο αξιοποίησης της θάλασσας (και της αποκαλούμενης «γαλάζιας» ενέργειας) για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας- έναν κλάδο ο οποίος, όπως φαίνεται έχει πολύ μεγάλες δυνατότητες, αλλά ταυτόχρονα και πάρα πολύ μεγάλα περιθώρια βελτίωσης στην Ελλάδα.
Ποιες είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από τη θάλασσα
Ποιες είναι όμως οι πηγές ενέργειας για τις οποίες μιλάμε; Γενικότερα μιλώντας, οι ομάδες ανανεώσιμης ενέργειας που έχουν να κάνουν με τη θάλασσα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες- αυτές που βρίσκονται πάνω και κάτω από την επιφάνεια, συνθέτοντας το σύνολο που συνοπτικά ορίζεται ως «γαλάζια ενέργεια».
Ο Δρ. Τακβόρ Σουκισιάν (ναυπηγός- μηχανολόγος μηχανικός), διευθυντής Ερευνών του ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών), και ο Μάρκος Δαμασιώτης, Ηλεκτρολόγος Μηχανικός Msc, διευθυντής αναπτυξιακών προγραμμάτων του ΚΑΠΕ (Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας) και συντονιστής του έργου INTERREG MED PELAGOS, τις συνοψίζουν ως εξής:
Υπεράκτια αιολική ενέργεια: Η ενέργεια που παίρνουμε από τον άνεμο που πνέει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Όπως σημειώνει ο κ. Σουκισιάν, η απομάστευση της αιολικής ενέργειας γίνεται μέσω των κλασσικών ανεμογεννητριών (Α/Γ) που χρησιμοποιούνται και στην ξηρά, ωστόσο η μεγάλη διαφορά σχετικά με τις χερσαίες ανεμογεννήτριες, συνίσταται στους πολλούς και διαφορετικούς τρόπους θεμελίωσης στον πυθμένα της θάλασσας. Επίσης, σημειώνεται πως υπάρχει επιπρόσθετα και η επιλογή των πλωτών ανεμογεννητριών: Όπως εξηγεί ο κ. Δαμασιώτης, η εκμετάλλευση του υπεράκτιου αιολικού δυναμικού μπορεί να γίνει μέσω αιολικών ανεμογεννητριών σταθερής έδρασης στον πυθμένα, κατάλληλες για θαλάσσιες περιοχές με βάθη πυθμένα έως 50 μέτρων, και πλωτής έδρασης με αγκύρωση, κατάλληλες για περιοχές όπου τα βάθη του πυθμένα ξεπερνούν τα 50 μέτρα.
Κυματική ενέργεια: Είναι η ενέργεια που παίρνουμε από την διάδοση των θαλάσσιων επιφανειακών κυμάτων. «Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία συσκευών κυματικής ενέργειας δεν υπάρχει όμως ακόμα ένα κοινά αποδεκτό τυποποιημένο βιομηχανικό πρότυπο. Το επίπεδο τεχνολογικής ετοιμότητας των σχετικών υπαρχουσών τεχνολογιών είναι μέχρι σήμερα χαμηλό» υπογραμμίζει ο κ. Σουκισιάν.
Ενέργεια από παλίρροιες ή ρεύματα: Είναι η ενέργεια που παίρνουμε από την εκμετάλλευση της κίνησης των θαλασσίων μαζών που παρατηρείται στις παλίρροιες ή στα θαλάσσια ρεύματα. «Για την παλιρροιακή ενέργεια, υπάρχουν οι κλασσικές τεχνολογίες των παλιρροιακών φραγμάτων που χρησιμοποιούνται εδώ και πολλά χρόνια (Γαλλία, Κορέα, και αλλού). Για την απομάστευση της ενέργειας από θαλάσσια ρεύματα, υπάρχουν πολλές νέες και σχετικά ανώριμες τεχνολογίες, όπου οι αντίστοιχες κατασκευές/συσκευές είναι βυθισμένες μέσα στο νερό» αναφέρει ο κ. Σουκισιάν.
Ενέργεια που βασίζεται στις θερμοκρασιακές διαφορές του θαλασσινού νερού: Πρόκειται για την ενέργεια που προκύπτει από την εκμετάλλευση της διαφοράς στη θερμοκρασία διαφορετικών στρωμάτων του θαλασσινού νερού. Η τεχνολογία της θεωρείται πως έχει «ωριμάσει», μα δεν χρησιμοποιείται ακόμα εκτεταμένα.
Ωσμωτική ενέργεια:Πρόκειται για την ενέργεια που βασίζεται στις διαφορές αλατότητας, προκύπτοντας από την εκμετάλλευση της διαφοράς στην αλατότητα ανάμεσα στο θαλασσινό νερό και πηγή γλυκού νερού (π.χ., εκβολές ποταμών) μέσω του φαινομένου της ώσμωσης. «Το σημείο κλειδί στην σχετική τεχνολογία είναι η ημιπερατή μεμβράνη με την οποία επιτυγχάνεται η ώσμωση του θαλασσινού με το γλυκό νερό» σημειώνει ο κ. Σουκισιάν.
Θαλάσσια γεωθερμική ενέργεια: Πρόκειται για την ενέργεια που προέρχεται από τις γεωθερμικές διαδικασίες οι οποίες λαμβάνουν χώρα στον πυθμένα της θάλασσας (π.χ., υποθαλάσσια ηφαίστεια)- η οποία όμως βρίσκεται ακόμα στα πρωταρχικά στάδια έρευνας.
Θαλάσσια ηλιακή ενέργεια:Είναι η ενέργεια που παίρνουμε απευθείας από τον ήλιο μέσω πλωτών ηλιακών συλλεκτών. Πρόκειται για συλλέκτες αγκυρωμένους και επιπλέοντες. «Έχει εφαρμοστεί διεθνώς σε λιμναία περιβάλλοντα ενώ το 2016 μια αυστριακή εταιρεία εγκατέστησε την πρώτη ηλιακή μονάδα παραγωγής ενέργειας στη θάλασσα σε ένα κατοικημένο νησί στις Μαλδίβες. Επίσης, έχει ξεκινήσει η έρευνα για την εγκατάστασή τους σε πιο εκτεθειμένες, στον άνεμο και το κύμα, θαλάσσιες περιοχές» εξηγεί ο κ. Σουκισιάν.
Υβριδικά συστήματα απομάστευσης ενέργειας από τη θάλασσα:Πρόκειται για τεχνολογίες αιχμής οι οποίες προσπαθούν να επιτύχουν απομάστευση δύο ή περισσότερων πηγών θαλάσσιας ενέργειας ταυτόχρονα από την ίδια κατασκευή (π.χ., αιολική και κυματική).
Τα πλεονεκτήματα
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, όπως και σε οποιαδήποτε μορφή ενέργειας, υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα στη «γαλάζια» ενέργεια. Ξεκινώντας από τα προφανή,πρόκειται για τεχνολογίες με σχεδόν μηδενικές εκπομπές ρύπων/ αερίων του θερμοκηπίου, με εμφανώς θετικές συνέπειες ως προς τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής- οι οποίες, όπως αντιλαμβάνονται πλέον οι περισσότεροι, είναι απόλυτα υπαρκτές, αποτελώντας σημαντικότατο ζήτημα για τον πλανήτη. Παράλληλα, πρόκειται για πηγές πρακτικά άπειρης ενέργειας, συμβάλλοντας στην ενεργειακή αυτονομία/ αυτοδυναμία μιας χώρας και τη βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειάς της, μειώνοντας την εξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα (και ό,τι αυτό συνεπάγεται οικονομικά και στρατηγικά).
Ο Νικήτας Νικητάκος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου (Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών) και πλοίαρχος εν αποστρατεία του Πολεμικού Ναυτικού, δίνει έμφαση επίσης και σε μια άλλη διάσταση στον συγκεκριμένο τομέα- αυτήν της εθνικής ασφαλείας: «Με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αντίθετα με τα ορυκτά καύσιμα, η παραγωγή ενέργειας είναι αποκεντρωμένη. Είναι στρατηγικά πιο δύσκολο να χτυπήσεις αποτελεσματικά ένα τέτοιο δίκτυο παραγωγής ενέργειας» σημειώνει σχετικά- πρακτικά αυτό σημαίνει πως, λόγω της διασποράς που χαρακτηρίζει τις ΑΠΕ, είναι πολύ πιο εύκολο να πληγεί και να τεθεί εκτός λειτουργίας πχ ένας μεγάλος σταθμός ηλεκτροπαραγωγής, παρά να «εξαρθρωθεί» αποτελεσματικά ένα δίκτυο ηλεκτροπαραγωγής πλήττοντας πχ μια σειρά ανεμογεννητριών.
Σε πιο τεχνικό επίπεδο, ο κ. Δαμασιώτης επισημαίνει, ειδικότερα για τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, τον μεγαλύτερο συντελεστή φορτίου (capacity factor) σε σχέση με τα χερσαία/onshore λόγω ισχυρότερων ανέμων και σταθερότερης ροής τους πάνω από τις θάλασσες (έλλειψη φυσικών εμποδίων, όπως τα βουνά αλλά και τα δένδρα- κοινώς, όπως γνωρίζει πολύ καλά όποιος έχει ταξιδέψει έστω και μια φορά με πλοίο, στη θάλασσα πάντοτε φυσάει). «Ακόμα λόγω των χαμηλότερων οχλήσεων σε σχέση με τα onshore αιολικά, μειώνονται οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό ανασχετικό παράγοντα πραγματοποίησης έργων» υπογραμμίζει ο διευθυντής αναπτυξιακών προγραμμάτων του ΚΑΠΕ.
Καταλήγοντας, μεταξύ των πλεονεκτημάτων της γαλάζιας ενέργειας συμπεριλαμβάνονται και σαφή περιβαλλοντικά οφέλη, όπως η χρήση των υποθαλάσσιων δομών/ θεμελιώσεων ως τεχνητών υφάλων, με ευεργετικές συνέπειες για τη θαλάσσια ζωή και τη βιοποικιλότητα μιας περιοχής, αλλά και οικονομικά και κοινωνικά οφέλη, όπως η απόκτηση πολύτιμης τεχνογνωσίας και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Η άλλη πλευρά: Τα μειονεκτήματα
Ωστόσο, δεν υπάρχει πουθενά μόνο μία πλευρά- και η γαλάζια ενέργεια δεν στερείται μειονεκτημάτων. Ως βασικά (γενικότερα μιλώντας) εξ αυτών ο κ. Σουκισιάν παραθέτει ταυψηλά κόστη επένδυσης (καθώς όλες οι καταστάσεις γίνονται στο, γενικά δυσμενές, θαλάσσιο περιβάλλον), τις πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που μπορεί να προέλθουν από τη λειτουργία των κατασκευών θαλάσσιων ΑΠΕ και ενδεχόμενες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις.
«Σε ό,τι αφορά τις πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, πολύ καλά μελετημένες είναι αυτές που προέρχονται από τα θαλάσσια αιολικά πάρκα (offshore wind farms). Ειδικότερα, το μεγάλο ύψος των πυλώνων των Α/Γ σε συνδυασμό με την περιστροφική κίνηση των πτερυγίων της έλικας, αποτελούν εν δυνάμει εμπόδιο για την ορνιθοπανίδα και ειδικότερα τα μεταναστευτικά είδη. Σήμερα όμως, τα θαλάσσια αιολικά πάρκα είναι εξοπλισμένα με όλη την σύγχρονη και απαραίτητη υποδομή (ραντάρ, αυτόματη διακοπή λειτουργίας των Α/Γ, κ.λπ.) ώστε να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις αυτές» σημειώνει ο κ. Σουκισιάν, προσθέτοντας πως αρκετά σημαντικές, αν και προσωρινές, φαίνεται πως είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις στην διάρκεια κατασκευής των θαλάσσιων αιολικών πάρκων.
Τ. Σουκισιάν: «Λόγω των εργασιών που γίνονται στον πυθμένα, ο θόρυβος της διάτρησης (drilling) και η έντονη θαλάσσια κυκλοφορία στην περιοχή (πλοιάρια τοποθέτησης και κατασκευής, κ.λπ.) προκαλεί απομάκρυνση της ιχθυοπανίδας/θαλάσσιων θηλαστικών από την περιοχή. Έχει όμως παρατηρηθεί ότι μετά το πέρας των εργασιών και την έναρξη λειτουργίας του αιολικού πάρκου, η κατάσταση αποκαθίσταται. Στη φάση λειτουργίας του πάρκου, πέρα από τις πιθανές επιπτώσεις στην ορνιθοπανίδα, η μεταφορά του ηλεκτρικού ρεύματος μέσω αγωγών στην ξηρά, δημιουργεί ηλεκτρομαγνητικά και θερμικά πεδία τα οποία ενδέχεται να επηρεάζουν ορισμένες μορφές θαλάσσιας ζωής, ενώ ο υποθαλάσσιος θόρυβος έχει επίσης επιπτώσεις στα θαλάσσια θηλαστικά. Σαφώς μικρότερες φαίνεται να είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις κυματικές συσκευές απομάστευσης ενέργειας, λόγω του μειωμένου γεωμετρικού προφίλ τους. Οι συσκευές αυτές εν γένει δεν είναι πακτωμένες στο βυθό (όπως συμβαίνει με τις κλασσικού τύπου Α/Γ) και έτσι δεν απαιτούνται εργασίες θεμελίωσης. Τα παλιρροιακά φράγματα (όπως του La Rance στη Γαλλία) έχουν κατηγορηθεί ότι λόγω της επέμβασης στις παλιρροιακές ροές της περιοχής, επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την τοπική οικολογία. Παρόλα αυτά, έχει επίσης παρατηρηθεί ότι μετά από ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, οι θαλάσσιοι οργανισμοί προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση».
Ως προς το κοινωνικό/ οικονομικό κομμάτι, τα όποια μειονεκτήματα έχουν να κάνουν κυρίως με τις πιθανές συγκρούσεις για τη χρήση του ίδιου θαλάσσιου χώρου (ιχθυοκαλλιέργειες, αλιεία, αναψυχή, διάδρομοι ναυσιπλοΐας, κ.λπ.), αλλά και το αποκαλούμενο «σύνδρομο Not In My Backyard (NIMBY)», που συνίσταται στο ότι, ενώ όλοι θέλουν χρήση θαλάσσιων ΑΠΕ, κανείς δεν θέλει τις σχετικές εγκαταστάσεις στην περιοχή του. Όπως υπογραμμίζει ο κ. Σουκισιάν, στη Μεσόγειο και ειδικότερα στην Ελλάδα, οι σημαντικότερες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις φαίνεται ότι σχετίζονται με τον έντονα αναπτυγμένο παράκτιο τουρισμό.
Από πλευράς του, ο κ. Δαμασιώτης επισημαίνει πως εμπόδια για όλες τις μορφές γαλάζιας ενέργειας αποτελούν οι δυσκολίες θαλάσσιας μεταφοράς και καθέλκυσης μεγάλων εγκαταστάσεων όπως οι ανεμογεννήτριες, καθώς και παρακολούθησης, συντήρησης και ασφάλειας των εγκαταστάσεων από μακριά, αφού αυτές βρίσκονται στη θάλασσα, με δυσκολία στην πρόσβαση. Επίσης, ειδικά για την ομάδα των τεχνολογιών ωκεάνιας ενέργειας, θεωρείται εμπόδιο ο βαθμός ωρίμανσης των τεχνολογιών, που ακόμα δεν επιτρέπει την ευρείας κλίμακας διείσδυση στα ενεργειακά συστήματα με όρους βιωσιμότητας. Από την άλλη, για την υπεράκτια αιολική ενέργεια, οι ανεμογεννήτριες σταθερής έδρασης θεωρούνται εμπορικά ώριμες, όμως έχουν το μειονέκτημα ότι μπορούν να εγκατασταθούν σε περιοχές με βάθος έως 50 μ. - δηλαδή σχετικά κοντά στις ακτές, με οπτική επαφή με αυτές (πιθανώς, όπως προαναφέρθηκε, τουριστικής χρήσης).
Οι χώρες- «πρωταγωνιστές»
Οι χώρες που βρίσκονται μπροστά στον τομέα της γαλάζιας ενέργειας γενικότερα είναι κυρίως οι χώρες της βόρειας Ευρώπης (Μ. Βρετανία, Γερμανία, Δανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Νορβηγία και Γαλλία) και της Βαλτικής- κυρίως σε θέματα υπεράκτιας αιολικής ενέργειας, ενώ στην «αρένα» έχουν εισέλθει δυναμικά επίσης και η Κίνα, η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ.
Δραστήριες στην παλιρροιακή και κυματική ενέργεια είναι η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία, ενώ μεταξύ των πρωτοπόρων στον κλάδο θεωρείται η Μ. Βρετανία- με τις ΗΠΑ να δραστηριοποιούνται επίσης στον τομέα. Ως προς την ενέργεια από παλίρροιες ειδικότερα, με χρήση παλιρροιακών φραγμάτων, υπάρχουν δύο μεγάλες εγκαταστάσεις παγκοσμίως, στη Γαλλία (La Rance) και στη Νότια Κορέα (Sihwa Lake).
Γενικότερα μιλώντας, η ΕΕ επιδιώκει μια συνολικότερη στροφή προς την τεχνολογία της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας: Σήμερα υπάρχουν εγκατεστημένα υπεράκτια αιολικά πάρκα με συνολική ισχύ 15.8 GW, τα οποία καλύπτουν περίπου το 2% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ. Τα αιολικά αυτά πάρκα, αφορούν σε ανεμογεννήτριες εδρασμένες στον πυθμένα σε μέσο βάθος 27m (μέγιστο 47m) και μέση απόσταση από την ακτή 44km. Η Μ.Βρετανία έχει το υψηλότερο ποσοστό εγκατεστημένης υπεράκτιας αιολικής ενέργειας στην Ευρώπη (5,060.5 MW) αντιστοιχώντας στο 45.9% όλων των εγκαταστάσεων, με την Γερμανία να ακολουθεί με 3,294.6 MW (29.9%) και την Δανία με 1,271.3 MW (11.5% των συνολικών ευρωπαϊκών.
Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως, αν και το αιολικό δυναμικό της Μεσογείου, παρουσιάζεται πολλά υποσχόμενο ως προς την υπεράκτια αιολική ενέργεια, τα γεωφυσικά της χαρακτηριστικά επιβάλλουν περιορισμούς τεχνολογικής φύσης, που έχουν να κάνουν με παράγοντες όπως το βάθος και η σύσταση του πυθμένα κ.α. και δεν επιτρέπουν την πλήρη εκμετάλλευση του δυναμικού της με χρήση μόνο υπεράκτιων ανεμογεννητριών σταθερής έδρασης- οπότε και για την περίπτωση της Μεσογείου ως ενδεικνυόμενη επιλογή στην υπεράκτια αιολική ενέργεια κρίνονται οι πλωτές ανεμογεννήτριες.
Το ελληνικό ενδιαφέρον
Φτάνοντας στο διά ταύτα, τίθεται προφανώς το ερώτημα κατά πόσον η γαλάζια ενέργεια ενδείκνυται για την Ελλάδα, η απάντηση που θα περίμενε κανείς εκ πρώτης όψεως θα ήταν κάτι στην κατεύθυνση του...«ναι σε όλα», δεδομένης της σχέσης της χώρας μας με τη θάλασσα- ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, καθώς κάποιες από αυτές τις πηγές ενέργειας είναι καταλληλότερες από κάποιες άλλες.
Όπως επισημαίνει ο κ. Νικητάκος, στην Ελλάδα ιδιαίτερα μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ανεμογεννήτριες στη θάλασσα, και ειδικά οι πλωτές: «Έχουμε πολύ δυναμικό αέρα στο Αιγαίο- η ένταση του ανέμου και τα χαρακτηριστικά είναι σαν της βόρειας Ευρώπης (Νορβηγία, Γερμανία). Επίσης, έχουμε ναυπηγεία που υποχρησιμοποιούνται και θα μπορούσαν να απασχοληθούν σε κατασκευή και συντήρηση πλωτών ανεμογεννητριών ώστε να καλύψουν το μεγάλο πρόβλημα της μη διασύνδεσης των νησιών του Αιγαίου στο κύριο ηλεκτρικό δίκτυο- κυρίως κατά τη θερμή περίοδο». Όσον αφορά στον λόγο που θα ήταν προτιμότερες οι πλωτές γεννήτριες, για την ελληνική περίπτωση, ο κ. Νικητάκος υποδεικνύει την ύπαρξη μεγάλων βαθών στο Αιγαίο, καθώς και το ότι η Ελλάδα είναι σεισμογενής χώρα.
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η άποψη του κ. Δαμασιώτη:
Μ. Δαμασιώτης: «Το Αιγαίο χαρακτηρίζεται από ένα πλέγμα τεχνικών χαρακτηριστικών που συντίθεται από το υψηλό του αιολικό δυναμικό (στο μεγαλύτερο μέρος του καταγράφονται μεγάλες ταχύτητες ανέμων που φτάνουν τα 8m/sec), την ιδιαίτερη σύσταση και τις απότομες κλίσεις του βυθού του, και το μεγάλο βάθος του (το βάθος του πυθμένα υπερβαίνει στις περισσότερες περιοχές τα 50 μέτρα ακόμα και σε κοντινές αποστάσεις στις ακτές). Η εφαρμογή πλωτών ανεμογεννητριών στην περιοχή του Αιγαίου, είναι η πλέον κατάλληλη λύση, αφού θα απελευθέρωνε την χρήση όλου του δυναμικού του, χωρίς τον περιορισμό της αποκλειστικής αξιοποίησης των περιοχών που είναι κοντά στην ακτογραμμή. Αυτό άλλωστε αποτυπώθηκε και στα πλαίσια στα πλαίσια του έργου Interreg Med PELAGOS και των ημερίδων που διοργανώθηκαν για τον Ελληνικό Κόμβο Γαλάζιας Ενέργειας, όπου και υπογραμμίστηκε ότι η λύση των πλωτών ανεμογεννητριών αποτελεί την πλέον πρόσφορη, λύση προκειμένου να εκμεταλλευθούμε στον μέγιστο βαθμό το πλούσιο αιολικό δυναμικό του Αιγαίου.Δεδομένου του ισχυρού τουριστικού χαρακτήρα του Αιγαίου, η τεχνολογία αξιοποίησης αιολικής ενέργειας με πλωτές ανεμογεννήτριες, αποτελεί μια τεχνολογική επιλογή με διττό όφελος: Αφενός διασφαλίζει το τουριστικό προϊόν της χώρας, ενώ παράλληλα αξιοποιεί ενεργειακά τα αποθέματά της. Η μεγάλη απόσταση από την ακτή που η τεχνολογική αυτή προσέγγιση μπορεί να υποστηρίξει, μειώνει σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις στο τοπίο, τον ανταγωνισμό των χρήσεων της θάλασσας και την συνεπαγόμενη όχληση και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις».
Σε παρεμφερές πλαίσιο, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως και η κυματική ενέργεια θα αποτελούσε καλό «στοίχημα» για τη χώρα μας, ωστόσο ο κ. Νικητάκος επισημαίνει πως στο Αιγαίο δεν υπάρχει το ύψος κύματος και η κατευθυντικότητα των κυμάτων που έχουν πχ οι Πορτογάλοι στον Ατλαντικό, που επιτρέπουν την αποτελεσματική μετατροπή και χρήση κυματικής ενέργειας.
Ν. Νικητάκος:«Εμείς έχουμε σε μερικές περιοχές υψηλά κύματα, που ίσως θα μπορούσαν να δοκιμαστούν εφαρμογές κυματικής ενέργειας. Είχαν γίνει κάποιες μελέτες στον Άη Στράτη - ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι όλες αυτές οι εγκαταστάσεις κυματικής ενέργειας έχουν μεγάλες δυναμικές καταπονήσεις, πχ όταν το κύμα έρχεται με δύναμη. Παρόλα αυτά, έχουν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τις ανεμογεννήτριες, το ότι το κύμα έχει μικρές μεταπτώσεις στην έντασή του: Δεν είναι σαν τον αέρα, τη μια να φυσάει πολύ και μια να φυσάει λιγότερο. Ως προς τις συσκευές που παράγουν ενέργεια από τα θαλάσσια ρεύματα, εκεί οι τουρμπίνες είναι υποβρυχίως ενώ στα κυματικά είναι στην επιφάνεια. Στην Ελλάδα είχε γίνει προσπάθεια στον πορθμό του Ευρίπου, αλλά και εκεί δεν είναι σημαντικά τα μεγέθη όπως στη Σκωτία και στα Βρετανικά Νησιά».
Όσον αφορά στο συγκεκριμένο θέμα (κυματική ενέργεια) πάντως, ο κ. Δαμασιώτης εκτιμά πως πρέπει να μελετηθούν περαιτέρω για την περίπτωση των ελληνικών θαλασσών, οι διατάξεις κυματικής ενέργειας που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν π.χ σε λιμενοβραχίονες η βραχώδεις ακτές των ελληνικών νησιών, εκεί δηλαδή όπου «σκάνε» με δύναμη τα κύματα, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για τα λιμάνια μας και τα απομονωμένα νησιά.
Όσον αφορά στις άλλες πηγές ενέργειας από τη θάλασσα, θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ενδείκνυται και η θαλάσσια ηλιακή ενέργεια (λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας), ωστόσο τα πράγματα εδώ θα ήταν δύσκολα λόγω των επιπτώσεων του θαλασσίου περιβάλλοντος στους συλλέκτες (πχ από την συγκέντρωση αλατιού στις εγκαταστάσεις).
«Στο μέλλον θα αποκτήσουμε πολύ καλύτερη εικόνα για τις δυνατότητες της θαλάσσιας γεωθερμικής ενέργειας (η θαλάσσια γεωθερμική ενέργεια βρίσκεται παγκοσμίως ακόμα στα σπάργανα) και της ενέργειας από θαλάσσια βιομάζα. Η ενέργεια που προέρχεται από τις θερμοκρασιακές διαφορές του θαλασσινού νερού και η ωσμωτική ενέργεια μοιάζει να μην έχουν σοβαρές εφαρμογές για την χώρα μας: η πρώτη μορφή αφορά κυρίως περιοχές γύρω από τον Ισημερινό ενώ η δεύτερη αφορά εκβολές ποταμών, που στην Ελλάδα, οι περισσότερες είναι προστατευμένες περιοχές. Συνοψίζοντας, η υπεράκτια αιολική ενέργεια είναι τεχνολογικά πλήρως ώριμη, ενώ οι άλλες μορφές ενέργειας δεν φαίνεται να έχουν ακόμα φτάσει σε ώριμο τεχνολογικά επίπεδο για βιομηχανικές εφαρμογές» υπογραμμίζει ο κ. Σουκισιάν.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η κινητικότητα στον συγκεκριμένο κλάδο στη χώρα μας είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα- αφ‘ενός λόγω έλλειψης πρότερης εμπειρίας στο θέμα των ΑΠΕ από τη θάλασσα, αφ’ετέρου λόγω της έλλειψης των (ομολογουμένως μεγάλων κεφαλαίων) που απαιτούνται. Σημειώνεται πως οι υλικοτεχνικές υποδομές και η τεχνογνωσία που απαιτούνται διαφέρουν κατά πολύ από αυτές που υπάρχουν στη χώρα αυτή τη στιγμή, σε επίπεδο χερσαίων ΑΠΕ.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν περιθώρια για ένα κάποιο επίπεδο αισιοδοξίας: Στην Ελλάδα, αν και θεσμικά υπάρχουν κάποιες πρώτες σχετικές αναφορές στην ρύθμιση της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας, δεν υπάρχουν έως σήμερα εγκατεστημένες μονάδες. Όμως επενδυτικό ενδιαφέρον έχει εκφραστεί: Όπως αναφέρει ο κ. Δαμασιώτης, έχουν υποβληθεί στην ΡΑΕ αιτήσεις για υπεράκτια αιολικά πάρκα με έδραση στον πυθμένα συνολικής ισχύος 3400 MW, από τα οποία 340 έχουν λάβει άδεια παραγωγής. «Για τα υπόλοιπα, η αξιολόγηση έχει παγώσει μέχρι να εγκριθεί το Εθνικό Πρόγραμμα Θαλάσσιων Αιολικών Πάρκων, σε εφαρμογή του νόμου 3851/2010. Πιθανή άρση των αβεβαιοτήτων (θεσμικών και τεχνολογικών) που σχετίζονται με τις πλωτές εφαρμογές αιολικής ενέργειας, θα απελευθερώσει επενδυτικό δυναμικό και σε αυτή την κατεύθυνση» εξηγεί σχετικά.
Επίσης, με στόχο την υλοποίηση των προαπαιτούμενων τεχνικών και θεσμικών δράσεων για το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Θαλάσσιων Αιολικών Πάρκων ανατέθηκε η «Εκπόνηση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης Θαλάσσιων Αιολικών Πάρκων», το οποίο υλοποιήθηκε από το ΚΑΠΕ, το ΕΛΚΕΘΕ, και την εταιρεία ENVECO. Στο έργο αυτό πραγματοποιήθηκε καταγραφή του διαθέσιμου αιολικού δυναμικού στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο και αναγνώριση δυνητικών θέσεων εγκατάστασης υπεράκτιων αιολικών πάρκων μετά την εφαρμογή διοικητικών και τεχνικών περιορισμών (περιβαλλοντικοί περιορισμοί, χρήσεις γης, κλπ). Κατά το έργο εξετάστηκαν μόνο αιολικά πάρκα με έδραση στον πυθμένα. Αν και επιβεβαιώθηκε το υψηλό αιολικό δυναμικό της περιοχής, το πλήθος των τελικά διαθέσιμων θέσεων μειώθηκε σημαντικά από την εφαρμογή του περιορισμού του μέγιστου βάθους πυθμένα στα 50m, που επιβάλλει τη χρήση ανεμογεννητριών με έδραση στον πυθμένα.
«Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του έργου, η συνολική ισχύς των υπεράκτιων αιολικών πάρκων με έδραση στον πυθμένα που μπορούν να εγκατασταθούν στον ελληνικό χώροκυμαίνεται από 1700 MW (τυπικό σενάριο) έως 3600 MW (μέγιστο σενάριο). Κατά συνέπεια, η υπέρβαση του ορίου των 50m ως επίσης το βάθος του πυθμένα την περιοχή εγκατάστασης, αποκτά βαρύνουσα σημασία για την εκμετάλλευση του υπεράκτιου αιολικού δυναμικού επίσης Ελλάδας» αναφέρει ο κ. Δαμασιώτης.
Παράλληλα, το ΚΑΠΕ συντονίζει το μεγάλο έργο μεσογειακής διακρατικής συνεργασίας για την γαλάζια ενέργεια, INTERREGMED «PELAGOS» στο πλαίσιο του οποίου ιδρύθηκαν εθνικοί κόμβοι γαλάζιας ενέργειας σε Ελλάδα, Κύπρο, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Κροατία, Πορτογαλία, με συμμετοχή μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μεγάλων εταιρειών, νεοσύστατων επιχειρήσεων. παρόχων τεχνολογίας, ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων κ.α., με σκοπό την ενίσχυση συνεργασιών μεταξύ αυτών και άλλων διεθνών φορέων προκειμένου να αυξηθεί η ικανότητά των εταιρειών για καινοτομία και επιχειρηματική ανάπτυξη στον τομέα. Οι εθνικοί κόμβοι επικοινωνούν μεταξύ τους και συνθέτουν το 1ο μεσογειακό clusterγαλάζιας ενέργειας. Στην Ελλάδα τον εθνικό κόμβο συντονίζει το ΕΛΚΕΘΕ.
31 Οκτωβρίου 2018
του Κώστα Μαυραγάνη
Πηγή: Huffington Post