Φορολογία ενέργειας: Γιατί το ορθό δεν είναι και εφικτό

Τα αιτήματα έχουν διατυπωθεί με απόλυτη σαφήνεια: μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, πλαφόν στη ρήτρα αναπροσαρμογής στους λογαριασμούς ρεύματος, διανομή κερδών των εταιρειών ηλεκτροπαραγωγής, μείωση του ΦΠΑ. Τα αιτήματα αυτά είναι ορθά όχι μόνο για την παρούσα συγκυρία, αλλά και διαχρονικά, διότι αποσκοπούν σε μια πιο ισορροπημένη τιμολογιακή πολιτική ενέργειας που θα έφερνε την Ελλάδα πολύ πιο κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η εκτόξευση των τιμών καθιστούν αναγκαία, πρώτον, τη λήψη τέτοιου είδους μέτρων και, δεύτερον, την επανεκτίμηση μιας χρόνιας παθογένειας του φορολογικού μας συστήματος.

Οσον αφορά τα μέτρα, είναι επιτακτική ανάγκη να ενισχυθούν αποφασιστικά και για όσο χρόνο απαιτηθεί, ιδιαίτερα τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, δεδομένου ότι οι μισθοί παραμένουν στα ίδια επίπεδα, ο πληθωρισμός αγγίζει το 10% (Απρίλιος) και με ανοδική τάση, ενώ οι τιμές της ενέργειας έχουν σχεδόν διπλασιαστεί. Η οικονομική επιστήμη, όπως και η πολιτική, αρέσκεται στη χρήση του όρου ισορροπία. Αρέσκεται στη λήψη μέτρων που διασφαλίζουν μεσομακροπρόθεσμα βιώσιμους, διατηρήσιμους και ανταγωνιστικούς όρους παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα προστατεύουν το εισόδημα των πολιτών και τη σταθερότητα των τιμών. Η εξαγγελία των πρόσφατων μέτρων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Δείχνουν πρόθεση και βούληση, αλλά η επάρκειά τους θα κριθεί από το αποτέλεσμα.

Με αφορμή τη ζοφερή κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με τον πόλεμο, την ενεργειακή κρίση, την πληθωριστική πίεση και την εκτόξευση των τιμών της ενέργειας, το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί τα «έκτακτα» μέτρα που έχουν ληφθεί δεν μπορούν να αποκτήσουν μόνιμο χαρακτήρα και να φέρουν την Ελλάδα πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσον αφορά τις τιμές ενέργειας. Μπορεί και τώρα αλλά και πριν από την παρούσα κρίση, οι ονομαστικές τιμές ενέργειας στην Ελλάδα να είναι περίπου ίδιες με αυτές σε χώρες όπως η Δανία, η Ολλανδία, η Γερμανία και η Ιταλία, αλλά η διαπίστωση αυτή είναι παραπλανητική, διότι το μέσο εισόδημα στις χώρες αυτές είναι σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με την Ελλάδα.

Η απάντηση εντοπίζεται στη διαχρονικά εσφαλμένη φορολογική πολιτική που ασκείται στη χώρα μας. Ο λόγος μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων εξηγεί γιατί οι τιμές της ενέργειας στην Ελλάδα είναι κατά πολύ υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε., ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στη χώρα μας. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι το ύψος των άμεσων και έμμεσων φόρων στην Ελλάδα ανέρχεται στο 9,3% και στο 16,6% του ΑΕΠ αντίστοιχα, δηλαδή μια διαφορά της τάξης του 7,3%. Η Ελλάδα είναι η χώρα με την 5η υψηλότερη έμμεση φορολογία στην Ευρωζώνη. Στις πλέον ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες η εικόνα είναι εντελώς αντίστροφη. Οι άμεσοι φόροι είναι υψηλότεροι από τους έμμεσους κατά 2,5% με 3,0% του ΑΕΠ (Γερμανία, Βέλγιο, Φινλανδία). Οσον αφορά, συγκεκριμένα, τους έμμεσους φόρους στην ενέργεια και στην κατανάλωση (consumption tax), η Ελλάδα ανήκει στην πρώτη πεντάδα των χωρών με τους υψηλότερους συντελεστές, που είναι 75% και 45% υψηλότεροι αντιστοίχως από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Ανάλογη είναι η εικόνα της Ελλάδας αναφορικά και με το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών (European Commission Taxation Data, Φεβρουάριος 2022). Οι άμεσοι φόροι στην Ελλάδα, όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε, είναι χαμηλότεροι λόγω φοροδιαφυγής. Κατέχουμε μία από τις υψηλότερες θέσεις ανάμεσα στις ανεπτυγμένες οικονομίες όπου οι πλέον προνομιούχες εισοδηματικά ομάδες υποφορολογούνται. Εδώ συγκαταλέγονται οι ελεύθεροι επαγγελματίες υψηλής εξειδίκευσης (γιατροί, μηχανικοί, δικηγόροι, λογιστές), οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και η πλειονότητα των επαγγελμάτων οικοδομής. Οι μικρές ξενοδοχειακές μονάδες δεν πρέπει, επίσης, να εξαιρεθούν. Αντίθετα, πρέπει να εξαιρεθούν όλες οι κατηγορίες μισθωτών ανεξαρτήτως ειδίκευσης. Η διαπίστωση αυτή είναι τόσο αποδεκτή που δεν χρειάζονται αναφορές σε τόσες και τόσες τεκμηριωμένες ανά κλάδο έρευνες –ελληνικές και ξένες– που έχουν διενεργηθεί και οι οποίες αποδεικνύουν το προφανές. Σε ένα πολύ γενικό επίπεδο, να επισημάνουμε ότι το δηλωθέν εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών είναι περίπου 30% με 35% του μέσου όρου της Ε.Ε., όταν το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα είναι 65% του αντίστοιχου μέσου όρου της Ε.Ε. Το 90% των ελεύθερων επαγγελματιών στην Ελλάδα δηλώνει εισόδημα κάτω των 15.000 ευρώ.

Η μειωμένη ικανότητα των φοροεισπρακτικών μηχανισμών να αυξήσουν την είσπραξη των άμεσων φόρων, παρά τις αξιόλογες κατά καιρούς προσπάθειες, έχει ως αποτέλεσμα το κράτος να προσπαθεί να αναπληρώσει τα έσοδα αυτά με την επιβολή έμμεσων φόρων. Ο υψηλός φόρος κατανάλωσης στα προϊόντα ενέργειας και ο υψηλός ΦΠΑ καταγράφουν ανάγλυφα την αγωνιώδη προσπάθεια για την αναπλήρωση απολεσθέντων άμεσων φόρων. Η ιστορία όμως γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα αν προστεθεί και η κοινωνική της διάσταση. Αυτή η «ανισόρροπη» φορολογική πολιτική είναι εκδικητική και παράλογη. Εκδικείται τους πολλούς, έμμεσα, γιατί δεν μπορεί να φορολογήσει τους λίγους άμεσα. Είναι παράλογη διότι τιμωρεί τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα που όλες οι κυβερνήσεις διακηρύσσουν ότι θέλουν να προστατεύσουν και να ενισχύσουν. Η πολιτική αυτή επιδεινώνει την εισοδηματική ανισότητα και εδραιώνει κανόνες κοινωνικής και οικονομικής συμπεριφοράς που καταστρατηγούν την υλοποίηση πολιτικών ίσων ευκαιριών και την αίσθηση φορολογικής δικαιοσύνης.

Η παραπάνω ανάλυση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όποια μέτρα και αν ληφθούν –όπως αυτά που εξαγγέλθηκαν πρόσφατα– θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Η φορολογική αρχιτεκτονική στη χώρα μας δεν επιτρέπει την προσδοκία ότι η τιμολογιακή πολιτική των προϊόντων ενέργειας θα αλλάξει ριζικά. Οταν η κρίση περάσει, οι τιμές θα αποκλιμακωθούν σταδιακά για να πλησιάσουν τα προηγούμενα επίπεδα, που θα εξακολουθούν, όμως, να κυμαίνονται πολύ υψηλότερα από τον μέσο όρο των τιμών στην Ε.Ε., λαμβάνοντας πάντα υπόψη το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων.

Κλείνοντας, να επισημάνουμε ότι αυτό που αποκαλούμε μείγμα πολιτικής, ιδιαίτερα στην άσκηση φορολογικής πολιτικής, έχει ευρύτερες συνέπειες και επιπτώσεις τόσο στη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων όσο και στην ευημερία των πολιτών. Οι πλέον ανεπτυγμένες οικονομίες φορολογούν την παραγωγή πλούτου και εισοδήματος στην πηγή του, μέσα από διάφανους κανόνες φορολογίας. Η έμμεση φορολογία όσο χαμηλότερη είναι τόσο περισσότερο αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα. Μια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, ενώ είναι ουσιαστικά «ουδέτερη» για τα μεγάλα εισοδήματα. Οι ασκούντες φορολογική πολιτική, και ιδίως οι ασχολούμενοι με τον επιμερισμό των έμμεσων και άμεσων φόρων, ας δώσουν την πρέπουσα προσοχή σε ένα αξίωμα της φαρμακολογίας: η δοσολογία κάνει το δηλητήριο φάρμακο και αντίστροφα.

* Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

(Καθημερινή)

Φορολογία ενέργειας: Γιατί το ορθό δεν είναι και εφικτό