Επιτακτική ανάγκη για ένα καλύτερο μοντέλο ανάπτυξης των ΑΠΕ
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε πιο κοντά μια άλλη κρίση που γνωρίζαμε ότι έρχεται, αλλά ίσως δεν περιμέναμε να εμφανιστεί τόσο απότομα: την επιτακτική προτεραιότητα στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με διαδικασίες κατεπείγοντος, αφού πολλά πολύτιμα χρόνια έχουν χαθεί λόγω της αδικαιολόγητης προσκόλλησης στα ορυκτά καύσιμα.
Πριν από μερικές μέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την πολλά υποσχόμενη πρωτοβουλία REPowerEU, που παρουσιάζεται με την εισαγωγική διαπίστωση ότι «η ανάγκη για μετάβαση στην καθαρή ενέργεια γίνεται επιτακτικότερη και σαφέστερη από κάθε άλλη φορά».
Εκεί που μπορούσαμε με ασφάλεια να προβλέψουμε ότι όσο επιδεινώνεται η κλιματική κρίση –με τον πλανήτη να αγγίζει τον +1,5 βαθμό Κελσίου ορόσημο αρχής της κλιματικής κατάρρευσης– η μετάβαση προς τον μηδενισμό των εκπομπών σε όλους τους τομείς θα γίνει φρενήρης αγώνας δρόμου για να προλάβουμε τα χειρότερα, ένας καταστροφικός πόλεμος φέρνει στο προσκήνιο τις ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρισμού ως «ενέργειες απελευθέρωσης» από γεωπολιτικές εξαρτήσεις. Ηδη γνωρίζουμε ότι ο ηλεκτρισμός από ανανεώσιμες πηγές προσφέρει εδώ και καιρό τη χαμηλότερη τιμή κιλοβατώρας σε ένα σύστημα που την τελευταία χρονιά πλήττεται από ένα ράλι ακρίβειας, λόγω της εξάρτησής του από τα ορυκτά καύσιμα και κυρίως από το ορυκτό αέριο.
Τώρα λοιπόν πρέπει να αντιμετωπίσουμε την τεράστια πρόκληση της γρήγορης μετάβασης προς ένα μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής που θα βασίζεται εξ ολοκλήρου στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η μεγάλη πρόκληση είναι το νέο ενεργειακό μοντέλο να είναι πολύ καλύτερο από το παλιό και απολιθωμένο. Η οικολογικά σωστή και κοινωνικά δίκαιη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα είναι πρόταγμα που πρέπει να εκφραστεί ως ισχυρή κοινωνική διεκδίκηση και να μην αποτελέσει αποκλειστικά και μόνο πεδίο επιχειρηματικής δραστηριότητας. Με δεδομένο ότι οι ΑΠΕ είναι υποδομές κατ’ αρχήν περιβαλλοντικού σκοπού, η ανάπτυξή τους είναι απαραίτητο να επιτευχθεί με τους ασφαλέστερους για τη βιοποικιλότητα όρους και προϋποθέσεις. Ειδική προσοχή είναι απαραίτητο να δοθεί στην αποφυγή επιπτώσεων που αιολικοί ή ηλιακοί σταθμοί μπορεί να προκαλέσουν σε οικοτόπους ή είδη που προστατεύονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία για το Δίκτυο Natura 2000, την οποία δυστυχώς η Ελλάδα παραβιάζει κατάφωρα σε σχέση με τις διατάξεις που αφορούν τον ορισμό συγκεκριμένων μέτρων και όρων προστασίας, αλλά και τη σωστή εκτίμηση επιπτώσεων από έργα και δραστηριότητες μέσα σε αυτές. Σημειωτέον ότι η υποχρέωση για αποφυγή επιπτώσεων αφορά και ισχύει για κάθε έργο και δραστηριότητα.
Σύμφωνα με πολύ πρόσφατη ανάλυση των εμποδίων στην επιτάχυνση της ανάπτυξης των μονάδων ΑΠΕ στην Ευρώπη, η Ελλάδα παίρνει σχετικά «καλό βαθμό»: συγκαταλέγεται στη δεκάδα των κρατών- μελών της Ε.Ε. με τα λιγότερα γραφειοκρατικά, θεσμικά και οικονομικά εμπόδια. Ως ισχυρότερο εμπόδιο καταγράφεται το θεσμικό πλαίσιο και οι υποδομές σύνδεσης με το δίκτυο (η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη χειρότερη θέση μετά την Ουγγαρία), ενώ δεύτερο έρχεται το αδειοδοτικό. Η Ελλάδα μπορεί όμως να γίνει ακόμα καλύτερη, ισχυροποιώντας χωρίς περιθώρια αμφιβολιών το πλαίσιο προστασίας της βιοποικιλότητας και ενισχύοντας τον ρόλο των περιφερειών και των τοπικών κοινωνιών στον καθορισμό των κατάλληλων και κοινωνικά αποδεκτών ζωνών ανάπτυξης των απαραίτητων έργων.
Τώρα λοιπόν πρέπει να αντιμετωπίσουμε την τεράστια πρόκληση της γρήγορης μετάβασης προς ένα μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής που θα βασίζεται εξ ολοκλήρου στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Πρόσφατα το WWF Ελλάς ανακοίνωσε τη βασική δομή πρότασης για αναμόρφωση του συστήματος χωρικής ανάπτυξης των ΑΠΕ. Μέσω αυτής δίνεται έμφαση στην ενίσχυση της επιστημονικά τεκμηριωμένης διαδικασίας λήψης αποφάσεων και του ενισχυμένου ρόλου των περιφερειακών αρχών και των τοπικών κοινωνιών για την επίτευξη του εθνικού στόχου 100% ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή μέχρι το 2035, με διαδικασία που βασίζεται στη βέλτιστη επιστήμη, στην ενισχυμένη εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης για την αποφυγή επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα, στον ουσιαστικό κοινωνικό ρόλο στον σχεδιασμό και την ασφάλεια δικαίου μέσα από καθαρούς και σαφείς κανόνες.
Το προτεινόμενο σύστημα δομείται με αρχή την κατανομή από το ΥΠΕΝ ηλεκτροπαραγωγικών στόχων για κάθε διαθέσιμη τεχνολογία ΑΠΕ, ανά περιφέρεια και ανά θαλάσσια περιοχή. Ακολουθεί ένα στάδιο περιφερειακού σχεδιασμού, κατά το οποίο προσδιορίζονται από τις ίδιες τις περιφέρειες οι ζώνες καταλληλότητας που αποτυπώνονται τελικά στο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ. Η διαδικασία επιλογής των ζωνών καταλληλότητας από τις περιφέρειες ακολουθεί ιεραρχημένη πορεία. Συγκεκριμένα, ο σχεδιασμός ξεκινάει από τις «προτιμητέες» περιοχές που διαθέτουν ήδη αναπτυγμένα ηλεκτρικά δίκτυα ή βιομηχανικές συγκεντρώσεις, ή που αναπτύσσονται εκτός σχεδίου. Στη συνέχεια, ο σχεδιασμός προχωράει στις «αποφευκτέες» περιοχές, αφού τεκμηριωθεί πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία από τις περιφερειακές αρχές ότι η επίτευξη του συνόλου του στόχου είναι αδύνατη. Τέλος, ορίζονται γενικές και ειδικές περιοχές αποκλεισμού (θαλάσσιες και χερσαίες) με βάση ισχύουσες ρυθμίσεις, αλλά και επιστημονικά δεδομένα για την τρωτότητά τους, τη δυσκολία αναγέννησής τους και την αξία τους ως συστημάτων απορρόφησης άνθρακα ή ενίσχυσης της προσαρμοστικότητας στην κλιματική κρίση. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην ανάγκη αποκλεισμού για χωροθέτηση κάθε έργου ή δραστηριότητας (όχι μόνο ΑΠΕ) στις περιοχές Natura μέχρι να καθοριστούν μέτρα προστασίας και χρήσεις γης με τα προβλεπόμενα από τον ν. 1650/1986 προεδρικά διατάγματα. Ας θυμόμαστε πάντα ότι η έλλειψη μέτρων και η πολιτική απροθυμία θέσπισής τους με τα απαραίτητα προεδρικά διατάγματα αποτέλεσε λόγο καταδίκης της Ελλάδας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης τον Δεκέμβριο 2020, ενώ εδώ και χρόνια εντείνει την ανασφάλεια δικαίου και την ασάφεια σε σχέση με το τι επιτρέπεται και τι όχι στις προστατευόμενες περιοχές. Αντίστοιχη διαδικασία ακολουθείται και για τον θαλάσσιο χώρο, όπου ο καθορισμός των κατάλληλων ζωνών για την ανάπτυξη ΑΠΕ θα πρέπει να γίνει μέσα από τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, τον οποίο επίσης αδικαιολόγητα καθυστερεί η χώρα μας.
Η ενεργειακή μετάβαση προς ένα μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής μηδενικών ανθρακικών εκπομπών μέχρι το 2035 πρέπει να εξελιχθεί με τους καλύτερους δυνατούς όρους προστασίας του περιβάλλοντος, κοινωνικής συμμετοχής και δικαιοσύνης και με ασφάλεια δικαίου και αδειοδοτική σαφήνεια. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει η χώρα μας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις σοβαρές προκλήσεις τόσο κατά το επόμενο κρίσιμο διάστημα όσο και μακροπρόθεσμα, ενώ είναι και ευκαιρία να αποτελέσει παράδειγμα σωστής ανάπτυξης των ΑΠΕ.
* Η κ. Θεοδότα Νάντσου είναι επικεφαλής τμήματος πολιτικής, WWF Ελλάς.
Πηγή: kathimerini.gr